Πώς να αποτιμήσει κανείς τελικά την εμπορική συμφωνία μεταξύ της Ε.Ε. και των ΗΠΑ; Ως «το καλύτερο που μπορούσαμε να πετύχουμε … μια συμφωνία που δημιουργεί σταθερότητα», όπως είπε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ή μια «σκοτεινή μέρα για την Ευρώπη… μια μέρα υποταγής», όπως δήλωσε ο Γάλλος πρωθυπουργός;
Τι συμφωνήθηκε; Εχουμε ένα πλαίσιο πολιτικής συμφωνίας, όχι πλήρως δεσμευτική νομικά. Οι ΗΠΑ θα επιβάλλουν δασμούς 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα (αυτοκίνητα, φάρμακα – όχι γενόσημα, βιομηχανικά αγαθά), εξαιρουμένων ορισμένων στρατηγικών. Ο χάλυβας και το αλουμίνιο διατηρούν δασμούς 50%. Ο δασμός 15% ΔΕΝ είναι αμοιβαίος – η Ε.Ε. δεν θα επιβάλλει αντίστοιχους δασμούς. Επίσης δεσμεύθηκε για αγορές ενέργειας και άμυνας 750 δισ. δολαρίων έως το 2028 και επενδύσεις στις ΗΠΑ 600 δισ. δολαρίων. Παραμένουν όμως ασάφειες: δασμοί σε συγκεκριμένα προϊόντα, χρονοδιάγραμμα για τις επενδύσεις (και πιθανή αμερικανική υπαναχώρηση εάν οι επενδύσεις «καθυστερήσουν»). Οι ανακοινώσεις του Λευκού Οίκου και της Ε.Ε. διαφέρουν σημαντικά σε τόνο και ουσία.
Είναι η συμφωνία νόμιμη; Για τις ΗΠΑ του Tραμπ το αμερικανικό συμφέρον υπερτερεί του διεθνούς δικαίου και οι πολυμερείς κανόνες θεωρούνται «όπλο» κατά των ΗΠΑ. Συνεπώς το θέμα της νομιμότητας δεν απασχολεί. Για την Ε.Ε. όμως που βασίζεται σε κανόνες δικαίου, η συμφωνία αυτή με τη διαφοροποίηση των δασμών ανά χώρα παραβιάζει βασικούς κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ): την αρχή του «πλέον ευνοούμενου κράτους» αλλά και την «αρχή της εθνικής μεταχείρισης» (με τη δέσμευση η Ε.Ε. να «αγοράσει αμερικανικά»). Πώς θα μπορεί τώρα η Ε.Ε. να εγκαλεί την Κίνα ή άλλες χώρες όταν εκείνες παραβιάζουν τις ίδιες βασικές αρχές;
Είναι η συμφωνία οικονομικά επωφελής; Σε αντίθεση με τη λογική Tραμπ, οι δασμοί επιβαρύνουν κυρίως τους αγοραστές (ο ακριβής επιμερισμός τους εξαρτάται από την ελαστικότητα ζήτησης και προσφοράς). Συνεπώς οι ΗΠΑ θα δουν υψηλότερες τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές και μεγαλύτερο κόστος για επιχειρήσεις που εισάγουν πρώτες ύλες ή εξαρτήματα για τα προϊόντα τους (π.χ. εξαιτίας των δασμών 50% στον χάλυβα). Οι δε δασμολογικές εισπράξεις δεν δημιουργούν τεράστια έσοδα για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, ούτε πρακτικά αυτή η δασμολογική πολιτική λειτουργεί ως κίνητρο για εγχώρια παραγωγή ώστε να μειωθούν οι εισαγωγές.
Για την Ε.Ε. η συμφωνία «παγιώνει» τους δασμούς που είχαν επιβληθεί από τις ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες. Συγκεκριμένοι οικονομικοί κλάδοι θα δουν μειωμένη ζήτηση ή θα αναγκαστούν να απορροφήσουν ένα μέρος των δασμών, αλλά οι μακροοικονομικές επιπτώσεις αναμένονται μικρές. Και με αυστηρά οικονομική λογική, ορθά η Ε.Ε. δεν επέβαλε και αυτή δασμούς που θα ανέβαζαν το κόστος για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και τις τιμές για τους Ευρωπαίους καταναλωτές. Σε δε συγκριτικούς όρους, το 15% είναι αντίστοιχο με τους δασμούς στην Ιαπωνία και σημαντικά χαμηλότερο από τους δασμούς στην Κίνα. Οσο για τις δεσμεύσεις σε επενδύσεις, ενέργεια και άμυνα, είναι συμβατές με τον ρυθμό ευρωπαϊκών επενδύσεων στις ΗΠΑ αλλά και στο πλαίσιο της απεξάρτησης από ρωσικές πηγές ενέργειας και των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων για νέες αμυντικές δαπάνες.
Υπήρχε άλλη στρατηγική; Μεταξύ των δύο επιλογών –εμπορικός πόλεμος με αντίποινα ή επίτευξη συμφωνίας– η Ε.Ε. ακολούθησε την τακτική των περισσοτέρων χωρών: γρήγορη συμφωνία με τους χαμηλότερους δυνατούς δασμούς, χωρίς αντίποινα, με παραχωρήσεις που φαντάζουν σημαντικές, αλλά έχουν χαμηλό αντίκτυπο, ελπίζοντας ο Αμερικανός πρόεδρος να σταματήσει να ασχολείται με το θέμα. Σημαντική εξαίρεση στην τακτική αυτή είναι η Κίνα, που έχει μπει σε διαπραγμάτευση μετά από διαδοχικές ανακοινώσεις όλο και υψηλότερων δασμών ως απάντηση στους δασμούς των ΗΠΑ.
Η Ευρώπη έχει μεγάλο δρόμο να διανύσει εάν θέλει να προωθεί τα συμφέροντά της παραμένοντας πιστή στις αξίες της αλλά και σε ένα πολυμερές διεθνές σύστημα βασισμένο σε κανόνες.
Μπορούσε/θα έπρεπε η Ε.Ε. να κάνει κάτι αντίστοιχο, με μεγάλο βραχυπρόθεσμο κόστος, αλλά ελπίδα για καλύτερο τελικό αποτέλεσμα; Δύσκολο – η Ε.Ε. δεν έχει την ίδια διαπραγματευτική δύναμη ή δυνατότητα να αγνοήσει πολιτικά το οικονομικό κόστος όσο η Κίνα. Ισως η Ε.Ε. θα μπορούσε να καθυστερήσει περαιτέρω τη συμφωνία, φέρνοντας την ίδια στιγμή το θέμα στον ΠΟΕ, ελπίζοντας ότι δασμοί 30% θα είχαν μεγάλο κόστος για τους εισαγωγείς στις ΗΠΑ (αλλά βέβαια και για τους εξαγωγείς στην Ε.Ε.) και ότι τελικά η αμερικανική πλευρά θα επανερχόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με καλύτερη προσφορά σε μερικούς μήνες.
Η (γεω)πολιτική οπτική. Ομως η νομική οπτική και η οικονομική λογική δεν αρκούν για να κατανοήσουμε τη στρατηγική των δύο πλευρών και το αποτέλεσμα. Το ζήτημα δεν ήταν ποτέ απλώς η εξισορρόπηση των εμπορικών ροών. Ηταν και είναι η αμερικανική βούληση για πολιτική κυριαρχία απέναντι σε μια Ε.Ε. την οποία η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ χαρακτηρίζει «εχθρό». Με αυτήν την οπτική, το πρόβλημα δεν είναι η τακτική που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ναι μεν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα οι διεθνείς εμπορικές σχέσεις είναι αποκλειστικό προνόμιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά εδώ η συζήτηση αφορά ευρύτερα ζητήματα: άμυνα και ασφάλεια, ανταγωνισμό για κυριαρχία στις νέες τεχνολογίες, αλλά και πρόθεση επιβολής μιας «Πρώτα η Αμερική» λογικής στις διεθνείς σχέσεις.
Με τη συμφωνία αυτή, το τίμημα για οικονομική και εμπορική σταθερότητα φαίνεται να είναι μικρό. Αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ότι η κυβέρνηση Tραμπ κατάφερε να εκφοβίσει την Ευρώπη και να τη φέρει στα μέτρα της, με κόστος για τις ευρωπαϊκές αξίες και τους διεθνείς κανόνες. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι η Ε.Ε. ως οντότητα δεν διαθέτει την κοινή φωνή για να υπερασπισθεί κοινές αξίες και συμφέροντα, οι δε χώρες που την απαρτίζουν είναι διχασμένες και δεν είναι διατεθειμένες να πάρουν τις μεγάλες αποφάσεις για μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία (για την οποία μιλάμε χρόνια τώρα), οικονομική ισχύ και αμυντική δύναμη.
Εν κατακλείδι. Επιστρέφοντας στον τίτλο του άρθρου και στις δηλώσεις με τις οποίες ξεκινήσαμε: τόσο η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν όσο και ο Φρανσουά Μπαϊρού έχουν δίκιο. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό – όχι απαραίτητα έντιμο. Και για μια ήττα – αλλά όχι οδυνηρή. Η Ευρώπη έχει μεγάλο δρόμο να διανύσει εάν θέλει να κερδίζει στις διατλαντικές σχέσεις της και ταυτόχρονα να προωθεί τα συμφέροντά της παραμένοντας πιστή στις αξίες της αλλά και σε ένα πολυμερές διεθνές σύστημα βασισμένο σε κανόνες.
*O κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο European University Institute, πρώην υπουργός.

