Η σημασία των ΗΠΑ, σε μέγεθος και επιρροή, είναι σε θέση να καθιστά την Αμερική σταθεροποιητική δύναμη στη διεθνή οικονομία. Οταν όμως ο ρόλος της είναι αρνητικός, τη μετατρέπει αυτομάτως σε υψηλό ρίσκο για την παγκόσμια ανάπτυξη. Η «Κ» συγκεντρώνει τις βασικές οδούς μέσω των οποίων η αμερικανική οικονομία στέλνει σήμερα ένα θολό μήνυμα στον βαθμό που διαμορφώνει τις αναπτυξιακές προοπτικές στον υπόλοιπο κόσμο. Παράμετροι όπως το επίπεδο χρέους, η εμπορική πολιτική, το ύψος των επιτοκίων, η κατανάλωση, το πολιτικό ρίσκο και η απασχόληση στις ΗΠΑ δίνουν τον τόνο στην παγκόσμια οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν καλά και κακά νέα.

Παρά την «κόντρα» του Ντόναλντ Τραμπ με τον Τζερόμ Πάουελ, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αντιστέκεται στις πιέσεις για απότομες μειώσεις επιτοκίων, επιχειρώντας να θωρακίσει την αμερικανική οικονομία από μια αναζωπύρωση του πληθωρισμού λόγω των δασμών. Προσφέρει από αυτή την άποψη ένα αίσθημα ασφάλειας στη διεθνή οικονομία, παρότι συγκεντρώνει την οργή του Αμερικανού προέδρου – και παρά το γεγονός ότι τα σχετικά υψηλά επιτόκια διατηρούν ως αναγκαίο κακό τους περιορισμούς για την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, μέχρι στιγμής και παρά την αβεβαιότητα της οικονομικής πολιτικής, η κατανάλωση στις ΗΠΑ παραμένει υγιής αντικατοπτρίζοντας και την ανθεκτικότητα των εισοδημάτων στην αμερικανική οικονομία.
Παρά την «κόντρα» Τραμπ – Πάουελ, η κεντρική τράπεζα επιχειρεί να θωρακίσει την αμερικανική οικονομία από μια αναζωπύρωση του πληθωρισμού.
Ωστόσο, προφανώς, η νέα γεωπολιτική τοποθέτηση των ΗΠΑ, όπως αυτή μεταφράζεται στον εμπορικό πόλεμο τον οποίο έχει κηρύξει η κυβέρνηση Τραμπ, τροφοδοτεί την αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές. Στο μεταξύ, το αμερικανικό χρέος έχει υπερβεί το 120% του ΑΕΠ, εν μέσω ανησυχιών για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα που θα έχουν αφενός η πολιτική των δασμών και αφετέρου το αμφιλεγόμενο φορολογικό νομοσχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης.
H νέα γεωπολιτική τοποθέτηση των ΗΠΑ, όπως αυτή μεταφράζεται στον εμπορικό πόλεμο που έχει κηρυχθεί, τροφοδοτεί την αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές.
Ουδέτερης επίδρασης θα πρέπει να θεωρούνται, για την ώρα, παράγοντες όπως η ισχύς του δολαρίου. Το αμερικανικό νόμισμα απειλείται ευθέως από τις παρενέργειες της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής και για πρώτη φορά αμφισβητείται η μελλοντική δυναμική του. Ωστόσο, μέχρι νεωτέρας, συνεχίζει να θεωρείται ασφαλές καταφύγιο για κράτη και επενδυτές. Αντίστοιχα, η ανεργία στις ΗΠΑ παραμένει χαμηλή και η αμερικανική οικονομία συνεχίζει να προσθέτει θέσεις εργασίας. Ωστόσο παρατηρείται κόπωση στον ρυθμό των προσλήψεων, πτώση στις προσφερόμενες θέσεις πλήρους απασχόλησης και μείωση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, εξελίξεις που αποδίδονται στα πρώτα δείγματα γραφής της εμπορικής αλλά και της μεταναστευτικής πολιτικής.
Η προσδοκία είναι ότι στο τέλος της ημέρας ο αντίκτυπος της νέας πολιτικής προσέγγισης από την Ουάσιγκτον θα αποδιοργανώσει μόνο ελαφρώς την οικονομική τάξη πραγμάτων. Ωστόσο, οι παρενέργειες είναι ήδη αισθητές από το γεγονός ότι παράγοντες όπως οι δασμοί, η αποδυνάμωση του δολαρίου και η αναστάτωση στις αγορές τείνουν να ανατρέψουν ορισμένες από τις σταθερές με τις οποίες η παγκόσμια οικονομία λειτούργησε για δεκαετίες. Το ερώτημα που κυριαρχεί, μέσα σε αυτό το σκηνικό, είναι ποιος θα οδηγήσει την παγκόσμια ανάπτυξη – αν όχι οι ΗΠΑ.
Ενα από τα κεντρικά ερωτήματα είναι κατά πόσον η επίδραση του εμπορικού πολέμου στις τιμές θα αποδειχθεί μια εφάπαξ επίπτωση ή μια «πυρκαγιά» που θα τροφοδοτήσει έναν νέο πληθωριστικό κύκλο. Εξ ου και οι κεντρικές τράπεζες, πρωτίστως η Fed, καλούνται να χειριστούν μια ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ της τιθάσευσης των τιμών και της αποφυγής μιας απότομης οικονομικής συρρίκνωσης. Ενδεικτικό της πολυπλοκότητας που διέπει την οικονομική εξίσωση στις ΗΠΑ είναι το σενάριο σύμφωνα με το οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος θα πετύχει τελικά τη μείωση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα, όμως για τους λάθος λόγους – δηλαδή, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος της ύφεσης από τις πολιτικές του. Το πολιτικό ρίσκο από τις τριβές μεταξύ Τραμπ και Πάουελ ενισχύει τον κίνδυνο γύρω από την Αμερική, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται και για τον υπόλοιπο κόσμο, ο οποίος στο μεταξύ περιμένει να διαπιστώσει αν θα κληθεί να επιλέξει μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στο πλαίσιο του γεωοικονομικού ανταγωνισμού. Αναλυτές έχουν φθάσει στο σημείο να αναλύουν τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ με όρους αναπτυσσόμενης οικονομίας, επισημαίνοντας παραμέτρους όπως οι ξαφνικοί δυσθεώρητοι δασμοί, οι αυθαίρετες εξαιρέσεις και η αδιάκοπη αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
«Πολλοί ξένοι επενδυτές έχουν αναθέσει τη διαχείριση των αποταμιεύσεων και του πλούτου τους στις αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές, χάρη στη βαθιά ρευστότητα και στην ισχυρή αρχιτεκτονική τους. Το δολάριο είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες περιέλθουν σε στασιμοπληθωρισμό, αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο και άλλα μέρη του πλανήτη. Οι περισσότερες κυβερνήσεις φαίνεται να το γνωρίζουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι χώρες σε όλο τον κόσμο επιδιώκουν να απομονωθούν από την πολιτική αστάθεια που προέρχεται από την Ουάσιγκτον. Η Ευρώπη, για παράδειγμα, προσπαθεί να βελτιώσει την περιφερειακή θέση της, ενώ παράλληλα σφυρηλατεί νέες και πιο ισχυρές οικονομικές σχέσεις με την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική. Εν τω μεταξύ, η Κίνα βλέπει μια ευκαιρία να τοποθετηθεί ως η πιο αξιόπιστη οικονομική υπερδύναμη. Ωστόσο, μέχρι στιγμής αυτές οι προσπάθειες προσκρούουν σε αντιξοότητες. Απλώς δεν υπάρχει άλλη χώρα που να είναι τόσο πλούσια ή αρκετά ισχυρή ώστε να μπει στη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών», σχολίαζε με άρθρο του στο Foreign Affairs ο επιφανής οικονομολόγος και επενδυτικός σύμβουλος Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, απευθύνοντας το ερώτημα: «Διαλύει η Αμερική την παγκόσμια οικονομία;».
Το καλό σενάριο και η εξάρτηση από τις ΗΠΑ
Το καλό σενάριο από την πολιτική Τραμπ θα ήταν μια αμερικανική οικονομία η οποία θα είχε εξαλείψει περαιτέρω εμπόδια για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα, ωθώντας σε ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι θα είχαν ευεργετικά οφέλη στη διατηρησιμότητα του αμερικανικού χρέους. Δεν λείπουν μάλιστα οι αναλυτές οι οποίοι δεν θα απέκλειαν ως αποτέλεσμα ένα «πιο δίκαιο εμπορικό σύστημα», στον βαθμό που οι υπόλοιπες χώρες θα μείωναν τους δικούς τους δασμούς και δεν θα επικεντρώνονταν στην εφαρμογή αντιποίνων ως απάντηση στον εμπορικό πόλεμο του Ντόναλντ Τραμπ. Πάντως, οι εκτιμήσεις γύρω από την έκβαση της γεωπολιτικής σύγκρουσης μέσω των δασμών σημειώνουν έντονες διακυμάνσεις, εν μέσω της απόλυτης ρευστότητας την οποία συνειδητά συντηρεί η αμερικανική κυβέρνηση.
Οι αποφάσεις της ομοσπονδιακής τράπεζας της Αμερικής για τα επιτόκια διαχρονικά επηρεάζουν τις παγκόσμιες αγορές. Πολλές κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Fed, γεγονός που καταδεικνύει την εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Ενα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων ενισχύει το αμερικανικό δολάριο, το οποίο αποτελεί το διεθνώς κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα.
Ξαφνικές μεταβολές στην πολιτική της Fed μπορεί να προκαλέσουν μέχρι και φυγή κεφαλαίων, υποτίμηση του νομίσματος και πληθωρισμό σε άλλες χώρες.
Στο δημοσιονομικό σκέλος, το ομοσπονδιακό έλλειμμα των ΗΠΑ εκτιμάται σε 1,9 τρισ. δολάρια, και συνεχίζει να αυξάνεται, με το συνολικό δημόσιο χρέος να ξεπερνάει τα 34 τρισ. δολάρια. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ουάσιγκτον είναι σε θέση να υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των αγορών στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, διαμορφώνοντας ανοδικές τάσεις στο παγκόσμιο κόστος δανεισμού.
Οι δασμοί των ΗΠΑ ή οι βιομηχανικές επιδοτήσεις τους δημιουργούν στρεβλώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, επηρεάζοντας ιδιαίτερα την Ευρώπη και την Ασία. Οι εμπορικοί πόλεμοι διαταράσσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού και τείνουν να αυξάνουν τα κόστη παγκοσμίως. Στο μεταξύ, η μη προβλεψιμότητα των ΗΠΑ –πόσο μάλλον ο απομονωτισμός τους– αν μη τι άλλο αποδυναμώνει πολυμερείς προσπάθειες σε τομείς όπως η ασφάλεια, το εμπόριο και το κλίμα.
Ακριβώς επειδή παρέχουν βασικούς μηχανισμούς για την παγκόσμια σταθερότητα, οι ΗΠΑ έχουν εισέλθει τώρα σε «μονοπάτια» τα οποία δημιουργούν συστημικούς κινδύνους για την ανάπτυξη στον κόσμο. Το γεγονός ότι το «κλειδί» των εξελίξεων βρίσκεται στην Ουάσιγκτον έχει αρχίσει να αποτελεί πρόβλημα για την παγκόσμια οικονομία.

