Λιγότερα κονδύλια θα πάρει η Ελλάδα για τη συνοχή και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) από αυτά της τρέχουσας περιόδου 2021-2027, σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2028-2034, αν αποπληθωριστούν τα σχετικά μεγέθη, ώστε να είναι συγκρίσιμα.
Από την άλλη, είναι αυξημένα τα κονδύλια για τη μετανάστευση και το ταμείο κοινωνικού κλίματος. Ετσι, τα 49,2 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν συνολικά στην Ελλάδα, σύμφωνα με την πρόταση, είναι περίπου στο ίδιο ύψος (ίσως ελάχιστα λιγότερα, σε αποπληθωρισμένη βάση) με τα αντίστοιχα ποσά της τρέχουσας περιόδου.
Στην κυβέρνηση δεν ενθουσιάστηκαν με την πρόταση, αλλά φυσικά θεωρούν ότι είναι μια βάση συζήτησης. Η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας είναι ότι η συνοχή και η ΚΑΠ είναι κορυφαίες προτεραιότητες και ο προϋπολογισμός τους πρέπει να ενισχυθεί.
Σε σύγκριση με την τρέχουσα περίοδο, μετά το 2027 θα πάψουν, εξάλλου, να εισρέουν και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, που έδωσαν και δίνουν μεγάλη αναπτυξιακή ώθηση. Στα 40 δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ και της ΚΑΠ έχουν προστεθεί 36 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης την τρέχουσα περίοδο. Στην πραγματικότητα, με αυτό το δεδομένο, η εισροή επενδυτικών πόρων θα συρρικνωθεί σημαντικά.
Ακόμη, ένα μεγάλο ερώτημα, σε σχέση με την πρόταση της Κομισιόν, είναι κατά πόσον η Ελλάδα θα μπορέσει να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια της περιφέρειας συνοχής, στα οποία λειτουργεί έως τώρα και να επωφεληθεί από το νέο Ταμείο Ανταγωνιστικότητας που δημιουργείται σε διασυνοριακή βάση και αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για να μη χάσει οριστικά η Ευρώπη τη μάχη της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας. Η προηγούμενη εμπειρία από την ελληνική συμμετοχή στο αντίστοιχο πρόγραμμα Horizon δεν είναι ενθαρρυντική, αναγνωρίζουν αρμόδιες πηγές της κυβέρνησης.
Εχει σημασία, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνονται οι εκταμιεύσεις, αφού υιοθετείται περίπου το μοντέλο του Ταμείου Ανάκαμψης, με ορόσημα και στόχους. Οπως αναφέρει το ανακοινωθέν της Κομισιόν, «οι πληρωμές θα εξαρτώνται από την εκπλήρωση επενδυτικών και μεταρρυθμιστικών οροσήμων και στόχων συνδεδεμένων με συμφωνηθείσες προτεραιότητες». Για τους έχοντες εμπειρία από τις δυσκολίες του Ταμείου Ανάκαμψης, αυτό εγείρει ερωτήματα.
Στην ουσία, αν για την Ευρώπη το νέο MFF είναι μια πρόκληση να αναβαθμίσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομική σκηνή, άλλο τόσο είναι για την Ελλάδα να επωφεληθεί αυτή τη φορά ουσιαστικά από τα κοινοτικά κονδύλια για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, όπως δεν το έχει κάνει με μεγάλη επιτυχία έως τώρα.
Η πρόταση της Κομισιόν προβλέπει έναν συνολικό προτεινόμενο προϋπολογισμό 2 τρισ. ευρώ, το 1,26% του κοινοτικού ΑΕΠ, ελάχιστα πάνω από το 1,1% του ΑΕΠ του τρέχοντος πλαισίου και κατανέμεται ως εξής:
• Το 1 τρισ. ευρώ αντιστοιχεί στα λεγόμενα εθνικά και περιφερειακά εταιρικά σχέδια, ενσωματώνοντας σχεδόν όλα τα υφιστάμενα ταμεία: Περιφερειακά, Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, Κοινωνικά, Μετανάστευσης και Ναυτιλίας.
• Αλλα 589,6 δισ. ευρώ προορίζονται για το νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανταγωνιστικότητας και το Horizon Europe. Το Erasmus+ εντάσσεται εδώ, καθώς και το καινούργιο Agora EU για τον πολιτισμό.
Στο πλαίσιο του 1ου άξονα, των εθνικών και περιφερειακών εταιρικών σχεδίων, η Κομισιόν παρουσίασε μια κατανομή που αποδίδει στην Ελλάδα 49,2 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, η συγκρίσιμη Πορτογαλία, επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, παίρνει 33,5 δισ. ευρώ.
Από τα 49,2 δισ. ευρώ, τα 42,9 δισ. ευρώ αντιστοιχούν ουσιαστικά σε ΕΣΠΑ και ΚΑΠ και συγκρίνονται έτσι με τα 40 δισ. του ΕΣΠΑ και ΚΑΠ της τρέχουσας περιόδου. Αποπληθωρισμένο, το ποσό της επόμενης περιόδου είναι χαμηλότερο από της επόμενης.
Η πρόταση της Κομισιόν έχει πολύ και δύσκολο δρόμο. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να χρειαστεί να κλείσει η συμφωνία στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας, το β΄ εξάμηνο του 2027. Η Γερμανία απέρριψε ήδη «μια τόσο μεγάλη αύξηση» του κοινοτικού προϋπολογισμού, δίνοντας το σήμα στις φειδωλές χώρες. Οι αγρότες θεωρούν καταστροφική την ενσωμάτωση της ΚΑΠ στα ευρύτερα εθνικά και περιφερειακά εταιρικά σχέδια και μιλούν για «άνευ προηγουμένου περικοπές προϋπολογισμού». Στον αντίποδα, ένα σχόλιο του Ινστιτούτου Bruegel επεσήμαινε ότι το 1,26% του ΑΕΠ του προτεινόμενου προϋπολογισμού είναι προφανώς ανεπαρκές, αν σκεφθεί κανείς ότι η έκθεση Ντράγκι μιλούσε για επενδυτικό έλλειμμα 4%-5% του ΑΕΠ.

