«Πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να το αποκτήσεις», λέει ένα παλιό ρητό. Η ευκαιρία που δημιουργεί για την Ευρώπη και το ευρώ η επιδείνωση της εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ μπορεί να καταλήξει να είναι μια τεράστια πρόκληση. Ηδη είναι εμφανές ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανησυχεί για την ταχεία ανατίμηση του ενιαίου νομίσματος φέτος, τη στιγμή που μόλις λίγες εβδομάδες πριν η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλούσε για τη στιγμή του «παγκόσμιου ευρώ» για την Ευρώπη. Ενα ισχυρό νόμισμα αποτελεί μια ευλογία αλλά και κατάρα ταυτόχρονα για την ΕΚΤ, επειδή αν και κάνει τις εισαγωγές φθηνότερες, καθιστά παράλληλα τις εξαγωγές ακριβότερες, αποτελώντας έναν πρόσθετο δασμό, μειώνοντας έτσι την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Με λίγα λόγια, ένα πολύ ισχυρό ευρώ είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρωζώνη.
Την περασμένη εβδομάδα η ΕΚΤ έθεσε ουσιαστικά ένα «όριο πόνου» για την οικονομία όσον αφορά την απροσδόκητη και ακλόνητη μέχρι στιγμής ενίσχυση του ευρώ φέτος. Στο φόρουμ της ΕΚΤ στη Σίντρα της Πορτογαλίας ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Λουίς Ντε Γκίντος έθεσε το επίπεδο του 1,20 για την ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου ως ανεκτό για την οικονομία, ωστόσο, όπως διεμήνυσε, η ανοδική του διάσπαση θα αποτελέσει σοβαρό πονοκέφαλο για νομισματικές αρχές. Παράλληλα, ο Λετονός κεντρικός τραπεζίτης Μάρτινς Κάζακς επισήμανε πως ένα επίπεδο δασμών 10% συν μια ανατίμηση 10% του ενιαίου νομίσματος είναι ικανά να διαταράξουν τη δυναμική των εξαγωγών της Ευρωζώνης.
Αυτές οι δηλώσεις είναι ασυνήθιστες από πλευράς ΕΚΤ, καθώς ο «κανόνας» που ακολουθεί είναι να μη σχολιάζει συγκεκριμένα επίπεδα για τις ισοτιμίες. Ωστόσο φαίνεται πως η ΕΚΤ αναγκάζεται να το κάνει για ακόμη μία φορά, όπως είχε αναγκαστεί να το κάνει και ο Μάριο Ντράγκι το 2014, το 2017 και ξανά το 2018.
Με το ευρώ να φθάνει την περασμένη εβδομάδα στο 1,18, τα υψηλότερα επίπεδα από τον Σεπτέμβριο του 2021, οι δηλώσεις των δύο αξιωματούχων μοιάζουν μια πρώτη, ήπια λεκτική παρέμβαση της ΕΚΤ, η οποία εάν δεν «πιάσει», η κεντρική τράπεζα θα αναγκαστεί να δράσει. «Με τα σχόλια για τη συναλλαγματική ισοτιμία, η ΕΚΤ τώρα καλεί φαντάσματα τα οποία δύσκολα θα ξεφορτωθεί. Οσο περισσότερο καθιστά το ευρώ πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πίεση για να μειώσει τα επιτόκια», όπως σημειώνει στην «Κ» ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι. Κατά τον ίδιο, αυτό θα μπορούσε να γίνει μια στρατηγική των «περιστεριών» του Δ.Σ. για να επιτύχουν χαμηλότερα επιτόκια. Πάντως, όπως επισημαίνει, αυτή τη στιγμή το ισχυρότερο ευρώ ενισχύει την υπόθεση υπέρ της μείωσης των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο αντί της συνέχισης της «παύσης».
Το ευρώ έφθασε την περασμένη εβδομάδα στο 1,18, στα υψηλότερα επίπεδα από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Στην πραγματικότητα κανείς δεν είχε προβλέψει αυτή την εξέλιξη για το ενιαίο νόμισμα. Αντίθετα, όλοι μιλούσαν στις αρχές του έτους για πτώση του ευρώ κάτω από την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο. Ωστόσο η πολιτική Τραμπ οδήγησε γρήγορα σε ανατροπή αυτών των προβλέψεων και πολλούς να κάνουν λόγο για ένα… παράδοξο. Πολύ αργή αύξηση του ΑΕΠ, αυξανόμενα χρέη, δημοσιονομικοί και γεωπολιτικοί κίνδυνοι και πολιτικά ασταθή σκηνικά (Γερμανία, Γαλλία) είναι χαρακτηριστικά της Ευρωζώνης, τα οποία «λογικά» θα έστελναν τους επενδυτές στο αμερικανικό δολάριο. Αλλά συνέβη το αντίθετο. Το φετινό ράλι του ευρώ έναντι του δολαρίου που αγγίζει το 14% έχει λιγότερο να κάνει με την εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και περισσότερο με τις αυξανόμενες αμφιβολίες για το δολάριο και την επιδείνωση της εμπιστοσύνης στα αμερικανικά assets γενικότερα.
Είναι χαρακτηριστικό πως με απώλειες άνω του 10% σε εμπορικά σταθμισμένη βάση, το δολάριο σημείωσε φέτος το χειρότερο πρώτο εξάμηνο από το 1973, τη χρονιά που υιοθετήθηκε από πολλές χώρες το σύστημα κυμαινόμενης ισοτιμίας, δύο χρόνια αφότου η κυβέρνηση Νίξον ανακοίνωσε με διάγγελμα την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό, οδηγώντας ουσιαστικά στον τερματισμό του συστήματος του Bretton Woods, ένα γεγονός γνωστό ως «σοκ του Νίξον».
Αυτή τη φορά το σοκ προκάλεσε ο Ντόναλντ Τραμπ με τις επιθετικές ανακοινώσεις του για τους δασμούς και την απρόβλεπτη πολιτική του, οι οποίες σε συνδυασμό με τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό και το αυξανόμενο χρέος των ΗΠΑ οδήγησαν σε μείωση της εμπιστοσύνης στον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο κέντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Και σύμφωνα με αναλυτές, οι πιθανότητες για συνέχιση της πτώσης του δολαρίου και της αναρρίχησης του ευρώ είναι πολύ υψηλές. Οι αναλυτές της Société Générale αναμένουν ότι το κοινό νόμισμα θα κορυφωθεί γύρω στο 1,25 μεσοπρόθεσμα. Η Deutsche Bank βλέπει ακόμη υψηλότερα επίπεδα, στο 1,30 τα επόμενα δύο χρόνια.
Υψηλές πιθανότητες για συνέχιση της πτώσης του δολαρίου και της αναρρίχησης του ευρώ βλέπουνοι αναλυτές.
Το αποδεκτό επίπεδο

«Νομίζω ότι το 1,17, ακόμη και το 1,20 δεν είναι κάτι», δήλωσε ο Λουίς Ντε Γκίντος σχολιάζοντας την άνοδο της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου. «Μπορούμε να το παραβλέψουμε λίγο. Κάτι πέρα από αυτό θα ήταν πολύ πιο περίπλοκο. Αλλά το 1,20 δολ. είναι απολύτως αποδεκτό επίπεδο», τόνισε.
14%
έχει αυξηθεί το ευρώ έναντι του δολαρίου φέτος, φθάνοντας την περασμένη εβδομάδα στο 1,18, στο υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Απειλή για τις εξαγωγές

«Ενα επίπεδο δασμών 10% συν μια ανατίμηση 10% του ευρώ είναι ικανά να διαταράξουν τη δυναμική των εξαγωγών της Ευρωζώνης», τόνισε ο Λετονός κεντρικός τραπεζίτης, Μάρτινς Κάζακς. Αν το ευρώ ενισχυθεί περαιτέρω, θα πλήξει πληθωρισμό και εξαγωγές, οδηγώντας πιθανότατα σε νέα μείωση επιτοκίων, όπως σημείωσε.
10%
φθάνει η πτώση του δείκτη του δολαρίου από τις αρχές του 2025, το χειρότερο ξεκίνημα έτους από την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods.
Αγωνία για τη συνέχεια

«Υπάρχει μια επανεξισορρόπηση από τους Ευρωπαίους επενδυτές ειδικά, αλλά και από τους παγκόσμιους επενδυτές, προς το ευρώ», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν. «Αυτό που έχουμε δει μέχρι τώρα φαίνεται βιώσιμο, αλλά είμαστε πολύ περίεργοι να δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια».

