Την περασμένη εβδομάδα η Αθήνα φάνηκε να ξυπνάει με δυσάρεστο τρόπο από τον σχετικό διπλωματικό λήθαργο που είχε χαρακτηρίσει τις ελληνολιβυκές σχέσεις μετά το αρχικό σοκ του τουρκολιβυκού μνημονίου το 2019 και την ελληνική ανταπάντηση μέσω της μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο το 2020.
Εκτοτε, με την εξαίρεση της έναρξης των σεισμογραφικών ερευνών της Exxon το 2022 στο δυτικό τμήμα του Νότιου Κρητικού Πελάγους και την τραγική κατάληξη της επιχείρησης βοήθειας στην Ανατολική Λιβύη μετά τις καταστροφικές πλημμύρες στην Ντέρνα το 2023, η Ελλάδα φαινόταν να παρακολουθεί απλώς τις εξελίξεις. Εδινε την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τη συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας να αποκτήσει ερείσματα εξισορρόπησης της ελλαδοαιγυπτιακής επιρροής έναντι του περιβάλλοντος Χαφτάρ και της κυβέρνησης της Ανατολικής Λιβύης μετά το 2020.
Οι εσωτερικές έριδες στο στρατόπεδο της Δυτικής Λιβύης με επίκεντρο την ανταγωνιστική σχέση Τρίπολης – Μισράτας και η μερική αυτονόμηση κεντρικών θεσμών ουσιαστικής επιρροής στο σύνολο της χώρας, όπως η κρατική εταιρεία πετρελαίου (LNOC – Libyan National Oil Company) και η κεντρική τράπεζα, απομάκρυναν εν μέρει τον Ντμπέιμπα (Dbeibah) από τον αποπνικτικό εναγκαλισμό της Αγκυρας.
Η Αγκυρα άρχισε να παίζει με όλες τις πλευρές του λιβυκού λαβυρίνθου, ενώ η Ελλάδα είχε απομείνει με την εντύπωση ότι στην Τρίπολη βρισκόταν ο Μινώταυρος και στη Βεγγάζη ένας εξουθενωμένος, αλλά αξιόπιστος Θησέας. Η εντύπωση αυτή εμπεδώθηκε από την ασθενή αντίδραση του Χαφτάρ στο άνοιγμα που έκανε στην Αθήνα ο Ντμπέιμπα τον περασμένο Απρίλιο, όταν και προκήρυξε γύρο παραχωρήσεων για την εξερεύνηση υποθαλάσσιων οικοπέδων οριοθετημένων με βάση τη μέση γραμμή του ν. 4001/2011.
Η επιτυχημένη αντανακλαστική αντίδραση της Αθήνας να απαντήσει στην κίνηση Ντμπέιμπα με το να ξεκινήσει τη διαδικασία παραχώρησης των δύο υπόλοιπων θαλασσοτεμαχίων εξερεύνησης υδρογονανθράκων στο Νότιο Κρητικό, δεν φαίνεται να εντάχθηκε σε ένα πλαίσιο προληπτικής στρατηγικής που θα έδινε κάποιες εναλλακτικές τόσο στην Τρίπολη όσο και τη Βεγγάζη, πέρα από τη μόνιμη επωδό της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κάτι τέτοιο επί της ουσίας καθίσταται εξαιρετικά δυσχερές –εάν όχι σχεδόν αδύνατο–, εκτός εάν α) η Λιβύη «ανοίξει» τον Κόλπο της Σύρτης, β) συναινέσουν σε κάτι τέτοιο αμφότερα τα αντίρροπα κέντρα εξουσίας και γ) συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο και η Αίγυπτος που εξακολουθεί να έχει ουσιαστική επιρροή επί του Χαφτάρ αμφισβητώντας τους χάρτες του Ντμπέιμπα.
Δυστυχώς το μόνο στο οποίο φαίνεται να συναινούν προς στιγμήν Βεγγάζη και Τρίπολη είναι στην καταδίκη των αυτονόητων κινήσεων ενάσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Νότιο Κρητικό και της ευφυούς προσέγγισής της με τις δύο μεγαλύτερες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες παγκοσμίως, που επιστεγάστηκε με την επίσκεψη Παπασταύρου στις ΗΠΑ τον Μάιο.
Ορισμένοι Λίβυοι θέλουν να συντηρούν το παιχνίδι ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτοί οι Λίβυοι πρέπει να βοηθηθούν από την Ελλάδα.
Το μνημόνιο συνεργασίας της LNOC-Botas που υπεγράφη στην Τουρκία την περασμένη εβδομάδα, με το οποίο θα δοθούν τέσσερις θαλάσσιες περιοχές στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου προς εξερεύνηση εντός της λιβυκής ΑΟΖ, ερμηνεύθηκε από πολλούς ως μια κίνηση εφαρμογής του τουρκολιβυκού μνημονίου, με την επικύρωσή του από το κοινοβούλιο της Βεγγάζης να κρύβεται στην επόμενη στροφή του δρόμου. Αυτό δεν είναι ακριβές.
Ο χάρτης στον οποίο αποτυπώνονται οι εν λόγω περιοχές, το ανατολικό άκρο των οποίων συγκρούεται και τις αιγυπτιακές διεκδικήσεις, σέβεται την ελληνική μέση γραμμή. Το γεγονός ότι η LNOC επέλεξε να δείξει και αυτόν τον χάρτη μέσα στην Τουρκία είναι ενδεικτικό του παιχνιδιού ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που ορισμένοι Λίβυοι εξακολουθούν να θέλουν να συντηρούν. Αυτοί οι Λίβυοι πρέπει να βοηθηθούν από την Ελλάδα.
Επειδή η ΤΡΑΟ εάν πάει στη Λιβύη μάλλον δεν θα θελήσει να σεβαστεί τα όρια του ν. 4001/2011, που πλέον έχουν αποτυπωθεί και κατά τον πλέον επίσημο τρόπο στον ελληνικό εθνικό Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ), είναι σημαντικό η Αθήνα να λειτουργήσει προληπτικά. Να αναπτύξει μια στρατηγική κινήτρων – αντικινήτρων έναντι αμφοτέρων των κέντρων εξουσίας της διαιρεμένης Λιβύης, εκκινώντας από τη συνειδητοποίηση ότι η προσφυγή στη Χάγη πριν από την επίλυση του λιβυκού εμφυλίου είναι αφενός αδύνατη και αφετέρου αυτοκτονική, εάν αυτό οδηγήσει ή ανταλλαχθεί με πιθανό «πάγωμα» του ελληνικού προγράμματος γεωτρήσεων/παραχωρήσεων στο Νότιο Κρητικό.
Είναι σημαντικό ωστόσο εκτός από το μαστίγιο να υπάρξει και ένα καλάθι με καρότα. Είναι θετική η παρουσία του ελληνικού στόλου στα διεθνή ύδατα πέραν των λιβυκών χωρικών υδάτων, αλλά θα μπορεί να κάνει πολύ λίγα εάν η Ε.Ε. δεν κινητοποιήσει πόρους και δεν ενδυναμώσει συνεργασίες με την Ανατολική Λιβύη, και κάτι τέτοιο προφανώς δεν μπορεί να γίνει υπό την απειλή επικύρωσης του τουρκολιβυκού μνημονίου. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις και οργανισμοί της ελληνικής ενεργειακής βιομηχανίας, από τον τομέα εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων έως τον κατασκευαστικό κλάδο και από τις ΑΠΕ έως την παραγωγή ηλεκτρικών καλωδίων, που είχαν, έχουν ή επιδιώκουν να αποκτήσουν εκ νέου δυναμική πρόσβαση στη Λιβύη.
Οι εταιρείες αυτές μπορούν να προσφέρουν ένα ουσιαστικό αντιστάθμισμα, έστω μερικό, στο παιχνίδι που ορισμένοι άφησαν την Τουρκία να παίζει μόνη της. Η ενέργεια μπορεί να αποτελέσει τον πρωταγωνιστικό καταλύτη μιας στρατηγικής «θετικής ατζέντας» με τη Λιβύη που τη χρειαζόμαστε επειγόντως. Αλλωστε δεν είναι «δίκαιο» να αναπτύσσει η Αθήνα «θετική ατζέντα» μόνο με τον πρόθυμο πρωταγωνιστή του θεάτρου του παραλόγου που λέγεται «τουρκολιβυκό μνημόνιο». Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με τον απρόθυμο κομπάρσο του ιδίου «δράματος».
*Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

