Ο ελληνικός τουρισμός το 2024 διατήρησε την ανοδική του πορεία, εμφανίζοντας ορισμένες ενδιαφέρουσες τάσεις στους βασικούς δείκτες της αγοράς σε σύγκριση με το 2019. Οι αφίξεις και τα έσοδα κατάφεραν να φτάσουν σε νέα ρεκόρ, χωρίς όμως οι διανυκτερεύσεις να ακολουθήσουν ανάλογη πορεία, υπολείπονται δε ελαφρώς των επιπέδων του 2019. Η Αττική «οδηγεί την κούρσα» και στα τρία μεγέθη, ιδιαίτερα στις εισπράξεις, που σχεδόν έχουν διπλασιαστεί και συνέβαλε καθοριστικά στην αύξηση των συνολικών εισπράξεων, καλύπτοντας το 74%, δηλαδή τα 2,16 από τα 2,9 δισ. ευρώ της συνολικής αύξησης την πενταετία. Αντιστοίχως, παρουσιάζει +13,8 εκατ. διανυκτερεύσεις, παρότι στο σύνολο της Ελλάδας υποχώρησαν κατά 1,4 εκατ.
Η Ηπειρος καταγράφει κι αυτή διψήφιες αυξήσεις και στα τρία μεγέθη, ενώ η Κρήτη και τα Ιόνια Νησιά εμφανίζουν μετριοπαθέστερη άνοδο. Στο Νότιο Αιγαίο, στη Στερεά και τη Δυτική Ελλάδα, παρά τη μείωση διανυκτερεύσεων, καταγράφονται αυξήσεις εισπράξεων. Αντιθέτως, η Κεντρική Μακεδονία βλέπει αύξηση επισκεπτών αλλά μείωση εισπράξεων και διανυκτερεύσεων, ενώ περιοχές όπως Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, Πελοπόννησος και Θεσσαλία υφίστανται μείωση και στα τρία μεγέθη.
H άνοδος της Αττικής και κατ’ ουσίαν του προϊόντος city break, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στις καιρικές συνθήκες, μετατοπίζουν την τουριστική κίνηση προς τα λοιπά –εκτός του θερινού– τρίμηνα, μειώνοντας κάπως τον αμιγώς καλοκαιρινό χαρακτήρα του ελληνικού τουρισμού συνολικά και απλώνοντας τη ζήτηση σε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Αν και οι συνολικές διανυκτερεύσεις μένουν σχεδόν αμετάβλητες (-1%) σε σχέση με το 2019, το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου (Q3) μειώθηκαν κατά 11%, ενώ τα υπόλοιπα τρίμηνα αυξήθηκαν 13%. Η συνολική αύξηση των εσόδων ήταν 16%, αλλά +6% για το Q3 και +32% για τα υπόλοιπα τρίμηνα. Αυτό μετριάζει την αύξηση των εισπράξεων, καθώς το Q3 χαρακτηρίζεται από την υψηλότερη μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση (ΜΔΔ).
Η ΜΔΔ αυξήθηκε κατά 17% το 2019 – 2024, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής (ΜΔΠ) κατά 7% –στην οποία ίσως συνέβαλε και η αύξηση της ΜΔΔ– και διατηρώντας την ανοδική τάση στα έσοδα. Ως αποτέλεσμα, η μέση δαπάνη ανά επίσκεψη εμφανίζει θετική μεταβολή σε όλα τα τρίμηνα και +8% ετήσια μεταβολή.
Σημαντικό ρόλο στην αύξηση των εισπράξεων, παρά την υστέρηση των διανυκτερεύσεων, έπαιξε η αξιοπρόσεκτη αλλαγή στο market mix των εθνικοτήτων που έχουν υψηλή δαπάνη: Το top-5 (Γερμανία, Ην. Βασίλειο, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία) εμφανίζει στην πενταετία αύξηση αφίξεων 3,2 εκατ. και διανυκτερεύσεων 18,1 εκατ., έχοντας συνεισφέρει 2,1 δισ. ευρώ ή κατά 73% στο σύνολο των +2,9 δισ. ευρώ εισπράξεων χωρίς κρουαζιέρα, ανεβάζοντας το μερίδιό του από 47% σε 51%. Αντιθέτως, οι αφίξεις, οι διανυκτερεύσεις και οι εισπράξεις από τη Βουλγαρία, χώρα χαμηλής δαπάνης, μειώθηκαν έντονα.
Η αμερικανική αγορά εμφανίζει ιδιαίτερη δυναμική: Τα έσοδα από τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας, αυξήθηκαν κατά 730 εκατ. ευρώ –21% της συνολικής αύξησης 3,4 δισ. ευρώ–, γεγονός που καθιστά τη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου και τη ζήτηση από τις ΗΠΑ κρίσιμους παράγοντες για το 2025. Η μείωση εσόδων που παρατηρήθηκε στη βρετανική (-15%) και περισσότερο στη γαλλική αγορά (-18%) το 2023 – 2024 μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε μείωση διανυκτερεύσεων για την πρώτη, ενώ στη γαλλική σε συνδυασμό μείωσης ΜΔΔ και μέσης διάρκειας παραμονής. Η εξέλιξη του οικονομικού περιβάλλοντος στις τρεις αυτές χώρες και η επίδρασή του στην πρόθεση για ταξίδια στο εξωτερικό θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της φετινής χρονιάς.
Οι αλλαγές στις καιρικές συνθήκες μειώνουν κάπως τον αμιγώς καλοκαιρινό χαρακτήρα του ελληνικού τουρισμού.
Ισχυρή ανάπτυξη παρουσιάζει και η κρουαζιέρα: οι αφίξεις από 2,7 εκατ. το 2019 έφτασαν σε 4,7 εκατ. το 2024, με τα έσοδα να υπερβαίνουν για πρώτη φορά το 1 δισ. ευρώ (από 499 εκατ. ευρώ το 2019).
Οι προοπτικές για το 2025 εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξες προς το παρόν, με δεδομένες τις αυξημένες αφίξεις του πρώτου τριμήνου και τον αυξημένο σε σχέση με το 2024 προγραμματισμό θέσεων σε εισερχόμενες διεθνείς πτήσεις για το διάστημα Μαρτίου – Οκτωβρίου (+5,2% συνολικά, +3,9% Γερμανία, +3,6% Η.Β., +21,6% ΗΠΑ).
Ολοκληρώνοντας, δύο σημεία: Τα ρεκόρ τουριστικών εσόδων δεν συνεπάγονται και υψηλή κερδοφορία όλων αδιακρίτως των τουριστικών επιχειρήσεων σε κάθε γωνιά της χώρας, οι οποίες μπορούν να αντέξουν κάθε είδους έκτακτη επιβάρυνση. Η ανορθολογική φορολογική επιβάρυνση σε συνδυασμό με τα αυξημένα κόστη λειτουργίας επιβαρύνουν σημαντικά την τιμή και συνεπώς την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, ιδιαίτερα των μονάδων και των προορισμών εκείνων που έχουν μικρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή και χαρακτηριστικά commodity. Επιδεινώνοντας τη λειτουργική κερδοφορία τους, οδηγούνται σε μικρότερη σεζόν και σε αδυναμία λειτουργίας σε περιοχές που δεν είναι ανεπτυγμένες τουριστικά και αντίκεινται στη διαχρονική επιδίωξη για χρονική και χωρική επέκταση του τουρισμού.
Αμεσες προκλήσεις αποτελούν η κλιματική αλλαγή, που μετατοπίζει την εποχικότητα και απαιτεί ανθεκτικές υποδομές και διαχείριση των προορισμών, η προσαρμογή στη νέα ψηφιακή εποχή, η ανάγκη για περιβαλλοντική πιστοποίηση των ξενοδοχείων, το έλλειμμα προσωπικού με κινδύνους για την ποιότητα της φιλοξενίας, ο χωροταξικός σχεδιασμός και ειδικές πολιτικές χρηματοδότησης, αντίστοιχες της αυστριακής Tourismus Bank, ώστε να ενισχυθούν οι μικρές επιχειρήσεις και να διατηρηθεί η αυθεντικότητα και ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
*Ο κ. Ηλίας Κικίλιας είναι γενικός διευθυντής ΙΝΣΕΤΕ.

