Στο 1,1% του ΑΕΠ, ή περίπου 2,6 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι μπορεί να διαμορφωθούν οι απώλειες για την ελληνική οικονομία, λόγω του καύσωνα που πλήττει τη χώρα τις τελευταίες εβδομάδες, σύμφωνα με έρευνα της Allianz Research, τη στιγμή που ακόμη δεν είμαστε ούτε στα μέσα του καλοκαιριού. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικό καθώς «αφαιρεί» ουσιαστικά περίπου τη μισή ανάπτυξη που εκτιμούν κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδος και Κομισιόν ότι θα καταγράψει η Ελλάδα φέτος (2,3%). Γενικότερα, τα κύματα καύσωνα που παρατηρούνται στην Ευρώπη αυτό το διάστημα αναμένεται να επιβραδύνουν την ανάπτυξη στην περιοχή κατά 0,5% φέτος, ενώ υπερδιπλάσιος θα είναι ο αντίκτυπος και για τις υπόλοιπες χώρες του Νότου.
Τα κύματα καύσωνα που σαρώνουν την κεντρική και δυτική Ευρώπη καθώς και τις ΗΠΑ οδηγούν τις θερμοκρασίες πολύ πάνω από τα εποχικά πρότυπα και σε πολλές περιπτώσεις σε επίπεδα-ρεκόρ, υπογραμμίζοντας τον φυσικό κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής και αμφισβητώντας την οικονομική ανθεκτικότητα στις ακραίες θερμοκρασίες, επισημαίνει ο οίκος. Οσον αφορά τις ευρωπαϊκές χώρες, οι εκτιμώμενες απώλειες του ΑΕΠ για το τρέχον κύμα καύσωνα κυμαίνονται από 0,1% για τη Γερμανία και 0,3% για τη Γαλλία έως και 1,2% για την Ιταλία και 1,4% για την Ισπανία. Για τις ΗΠΑ τοποθετούνται στο 0,6% και για την Κίνα στο 1%, ενώ για την παγκόσμια οικονομία εκτιμώνται στο 0,6%.
Tα κύματα ακραίας ζέστης αναμένεται να επιβραδύνουν την ανάπτυξη στην Ευρώπη κατά 0,5%.
Ουσιαστικά, όπως τονίζει η Allianz, μία ημέρα ακραίας ζέστης (πάνω από 32 °C) ισοδυναμεί με μισή ημέρα απεργιών για τις οικονομίες. Επιπλέον, όπως εξηγεί, ένας εκτεταμένος και επίμονος θερμικός θόλος αναμένεται να καλύψει τη δυτική και την κεντρική Ευρώπη και τις ΗΠΑ τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι θερμοκρασίες, και άρα και τα κόστη για τις οικονομίες, αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω.
Η κλιματική αλλαγή αυξάνει τη συχνότητα και την ένταση των ακραίων θερμών καιρικών φαινομένων, καθιστώντας τους καύσωνες, τις ξηρασίες και τις πυρκαγιές τη «νέα κανονικότητα», με εκτεταμένες οικονομικές συνέπειες, όπως επισημαίνει η Allianz. Τέτοια φαινόμενα έχουν σημαντικές άμεσες αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο για τους ανθρώπους και την άγρια ζωή, αλλά και για την οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών απωλειών περιουσιακών στοιχείων.
Οι ακραίες θερμοκρασίες μειώνουν επίσης την παραγωγικότητα της εργασίας, σημειώνει ο οίκος. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας προβλέπει ότι η θερμική καταπόνηση θα μειώσει τις συνολικές πιθανές ώρες εργασίας παγκοσμίως κατά 2,2% (ισοδύναμο με 80 εκατ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης). Σύμφωνα με την έκθεση Lancet Countdown του 2022 –μελέτη που διεξήγαγαν 99 ειδικοί από 51 θεσμούς–, το 2021 χάθηκαν 470 δισ. πιθανές ώρες εργασίας – αύξηση 7% από τον ετήσιο μέσο όρο του 1990-1999, και κατά μέσον όρο χάθηκαν 139 ώρες ανά άτομο.
Ο καθοριστικός παράγοντας για την απώλεια παραγωγικότητας είναι ο αριθμός των ημερών με ακραία ζέστη (τυπικό μέτρο: ημέρες πάνω από 90 °F/32 °C), επισημαίνει η Allianz.
Σύμφωνα με έρευνες, η ικανότητα εκτέλεσης σωματικής εργασίας μειώνεται κατά περίπου 40% όταν οι θερμοκρασίες φτάνουν στους 32 °C, ενώ όταν οι θερμοκρασίες εκτοξεύονται στους 38 °C, η μείωση της παραγωγικότητας είναι ακόμη πιο δραματική, στο 60%.
Η απώλεια παραγωγικότητας λόγω καύσωνα μπορεί πάντως να μετριαστεί, αναφέρει η Allianz Research. Βραχυπρόθεσμα, μπορούν να ληφθούν μέτρα προειδοποίησης και πρόληψης. Ωστόσο, αυτά πρέπει να συμπληρωθούν από μακροπρόθεσμα μέτρα διαρθρωτικής προσαρμογής για την προετοιμασία των πόλεων για την κλιματική αλλαγή (αστικό πράσινο) και τρόπους παραγωγικής προσαρμογής των χώρων εργασίας σε ένα αυξημένο θερμικό φορτίο (δηλαδή, προσαρμογή κτιρίων, υποδομών και ωρών εργασίας).

