Τα σημαντικά σοκ που έπληξαν την παγκόσμια οικονομία τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν επιβαρύνει περισσότερο τις χώρες χαμηλού εισοδήματος και τα ευάλωτα κράτη που δοκιμάστηκαν από συγκρούσεις. Η ανάκαμψη μετά την πανδημία στις χώρες χαμηλού εισοδήματος έχει καθυστερήσει σε σχέση με τις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες άρχισαν να επανακάμπτουν το 2021, αν και με σημαντικές διαφορές.
Ανάμεσα στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, που ορίζονται ως οι 70 χώρες που είναι επιλέξιμες για ευνοϊκούς δανεισμούς από το ΔΝΤ (το Ταμείο Μείωσης της Φτώχειας και Ανάπτυξης), 38 από τις πιο προηγμένες –με υψηλότερο εισόδημα, ποικίλες εξαγωγές και πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές–παρουσίασαν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5,3% μεταξύ 2022 και 2024. Αντιθέτως, οι υπόλοιπες 32 χώρες του γκρουπ, με χαμηλότερα εισοδήματα και μεγαλύτερη ευαλωτότητα, αναπτύχθηκαν μόλις κατά 3,3%, ενώ για τα κράτη που βρίσκονται σε καθεστώς σύρραξης η ανάπτυξη περιορίστηκε στο 2,6%.
Η υστέρηση αυτή εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τον κίνδυνο αποκλεισμού αυτών των χωρών από τη μακροπρόθεσμη διαδικασία σύγκλισης προς τα επίπεδα εισοδήματος των ανεπτυγμένων οικονομιών. Η επιδείνωση της φτώχειας και της επισιτιστικής ανασφάλειας σε συνδυασμό με την αύξηση των πιέσεων στο δημόσιο χρέος συνθέτουν ένα ανησυχητικό σκηνικό. Την ίδια ώρα, η διεθνής χρηματοδότηση προς τις χώρες χαμηλού εισοδήματος βαίνει μειούμενη από το ξέσπασμα της πανδημίας και μετά, επιτείνοντας τις δυσκολίες.
Οι ροές χρηματοδότησης προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, εν τω μεταξύ, έχουν μειωθεί σημαντικά από την έναρξη της πανδημίας, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζουν τεράστιες ανάγκες για τη χρηματοδότηση κρίσιμων δαπανών, όπως η εκπαίδευση, η υγεία και οι υποδομές. Η αντιστροφή αυτής της τάσης και η διασφάλιση ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες λαμβάνουν επαρκείς και επαναλαμβανόμενες ροές νέας και οικονομικά προσιτής χρηματοδότησης είναι απαραίτητες.
Οι πλουσιότερες αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στην προσέλκυση περισσότερων ξένων επενδύσεων και διεθνούς ιδιωτικής χρηματοδότησης. Για τις φτωχότερες και ευάλωτες χώρες είναι κρίσιμη η επαρκής οικονομική υποστήριξη μέσω επιχορηγήσεων ή δανείων με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, παράλληλα με την τεχνική βοήθεια για την οικοδόμηση περαιτέρω θεσμικής ικανότητας.
Η ενίσχυση της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, της αποτελεσματικότητας των δαπανών και της φορολογικής ικανότητας –των πολιτικών, θεσμικών και τεχνικών δυνατοτήτων για την είσπραξη φορολογικών εσόδων– αποτελεί μέρος μιας βαθύτερης διαδικασίας οικοδόμησης θεσμικής ικανότητας. Ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο στην αύξηση πρόσθετων κρατικών εσόδων τις τελευταίες δεκαετίες, χρειάζονται πολύ περισσότερα. Μια αύξηση 7 ποσοστιαίων μονάδων στον λόγο των φορολογικών εσόδων προς την οικονομική παραγωγή είναι εφικτή για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος μέσω ενός συνδυασμού μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος και οικοδόμησης θεσμικής ικανότητας, σύμφωνα με έρευνα του ΔΝΤ που δημοσιεύθηκε το 2023.
Από την πλευρά του, εκτός από την οικονομική εποπτεία και τον δανεισμό με ευνοϊκούς όρους, το ΔΝΤ έχει επεκτείνει το έργο ανάπτυξης ικανοτήτων με χώρες χαμηλού εισοδήματος. Μεταξύ 2022 και 2024, αυτή η ομάδα χωρών έλαβε πάνω από το 40% της συνολικής ανάπτυξης ικανοτήτων του ΔΝΤ με τις χώρες-μέλη του.
Η διεθνής κοινότητα μπορεί να βοηθήσει εντείνοντας τις προσπάθειες για την παροχή τεχνικής και οικονομικής βοήθειας, συμπεριλαμβανομένων επιχορηγήσεων και δανείων με ευνοϊκούς όρους, και έγκαιρης αναδιάρθρωσης χρέους, όπου χρειάζεται. Θα μπορούσε επίσης να αναπτύξει μέσα επιμερισμού του κινδύνου για να προσελκύσει μεγαλύτερη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών, όπου είναι σκόπιμο.
* O κ. Γκιγιόμ Σαμπέρ είναι διευθυντής στο Τμήμα Στρατηγικής, Πολιτικής και Αναθεώρησης του ΔΝΤ και ο κ. Ρόμπερτ Πάουελ ειδικός εκπρόσωπος του ΔΝΤ στα Ηνωμένα Εθνη.

