Τον Ιούνιο η χώρα είχε ακόμα πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους δεκάδων προϊόντων, σε σημαντικούς τομείς της κατανάλωσης, συμπληρώνοντας σχεδόν τέσσερα χρόνια με περιορισμούς στην αγορά. Η άνοδος του πληθωρισμού που ανακοινώθηκε χθες στο 3,6% (από 3,3% τον Μάιο) δεν αφορά τα συγκεκριμένα προϊόντα. Δεν αφορά τους «συνήθεις υπόπτους», όπως τα τρόφιμα. Ούτε καν η ενέργεια δεν πρόλαβε να επιδράσει σημαντικά. Αφορά άλλους λόγους, πολύ πιο σύνθετους και ενδεχομένως πολύ πιο διαρθρωτικούς για την ελληνική οικονομία.
Η Eurostat εντόπισε το πρόβλημα στον κλάδο των υπηρεσιών στην Ελλάδα, ο οποίος «τρέχει» με ρυθμό 5,4% (από 5,2% τον Μάιο). Κάποιοι μπορεί να απόρησαν γιατί η νέα ακρίβεια να προέρχεται από αυτόν τον χαμηλού κόστους και υψηλών περιθωρίων κέρδους κλάδο.
Η αυξημένη ζήτηση από χώρες με υψηλή αγοραστική δύναμη τραβάει τις τιμές προς τα πάνω.
Με την επιτυχία του τουρισμού ξεχνάμε ότι σχεδόν σε όλους τους υπόλοιπους κλάδους των υπηρεσιών η Ελλάδα παραμένει κλεισμένη στο «καβούκι» της. Σε όλα σχεδόν τα επαγγέλματα των υπηρεσιών παρατηρείται έλλειψη ανταγωνισμού που επιτρέπει σε πολλές επιχειρήσεις ή επαγγελματίες να διατηρούν υψηλά περιθώρια κέρδους και να αυξάνουν εύκολα τις τιμές. Τα περίφημα κλειστά επαγγέλματα παραμένουν ημίκλειστα. Τα εμπόδια παντού. Δεν απορεί κανείς γιατί σε δημοφιλέστατους επαγγελματικούς κλάδους υψηλής κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσης δεν έχουμε ξένους επενδυτές. Ούτε οι δικοί μας, οι τόσο… επιτυχημένοι στην Ελλάδα, δεν κάνουν το επόμενο βήμα προς το εξωτερικό. Κερδίζουν τόσο πολλά (ενίοτε αφορολόγητα) εδώ, στη μικρή, αλλά με ισχυρή προστασία για αυτούς, ελληνική οικονομία που δεν κουνούν «ρούπι» από τη χώρα. Και αυτό το πληρώνουμε κάποιες φορές πανάκριβα. Ρυθμιστικά εμπόδια για νεοεισερχόμενους, συγκέντρωση σε λίγους παίκτες, γεωγραφικά μονοπώλια, είναι μερικά από τα προβλήματα που «ζουν και βασιλεύουν».
Το άλλο μεγάλο θέμα που ανεβάζει τις τιμές των υπηρεσιών στην Ελλάδα έχει πολύ πιο αντικειμενικά χαρακτηριστικά, είναι ο εισερχόμενος τουρισμός. Η «ευλογία» της χώρας έχει και τα αρνητικά της. Η αυξημένη ζήτηση από χώρες με υψηλή αγοραστική δύναμη τραβάει τις τιμές προς τα πάνω. Υποδεχόμαστε τουρίστες που κερδίζουν ετησίως 50.000-100.000 ευρώ στις πατρίδες τους και μπορούν να αγοράσουν υπηρεσίες αυτού του επιπέδου. Οι επιχειρήσεις αντίστοιχα προσαρμόζουν το προϊόν τους σε αυτούς και δεν αισθάνονται πίεση από τους μισθούς των 20.000-25.000 ευρώ ετησίως των Ελλήνων πελατών για να κρατήσουν χαμηλές τις τιμές. Εχουν στο μυαλό τους την πίτα των ξένων τουριστών. Να ξέρουμε ότι τα καλοκαίρια μας θα είναι πολύ πιο ακριβά. Θα το αντέχαμε πιο άνετα αν καταλαβαίναμε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη κάποια κυβερνητική πρωτοβουλία που τουλάχιστον θα αλλάξει την τάση στις υπόλοιπες υπηρεσίες που αγοράζουμε μέσα στον χρόνο, αλλά αυτό σηκώνει πολλή κουβέντα ακόμη.

