Τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια οικονομία έχει βιώσει πολλά σοκ και απανωτές προκλήσεις και το 2025 κάθε άλλο παρά εξαίρεση αποτελεί. Η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ με τις απειλές, τα μπρος πίσω και τη γενικότερα ασταθή και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, έχει προκαλέσει πολλαπλές επιπτώσεις στις αγορές και την οικονομία στην αντίληψη των επενδυτών για τις προοπτικές των περιουσιακών στοιχείων και έχει σπείρει τεράστια αβεβαιότητα διεθνώς. Παράλληλα, το φλεγόμενο γεωπολιτικό τοπίο στη Μέση Ανατολή με τον 12ήμερο πόλεμο Ισραήλ – Ιράν, ήρθε να προσθέσει μια νέα πρόκληση στην οικονομία, αυτή τη φορά μέσω των τιμών της ενέργειας. Πολύ γρήγορα οι εμπορικές ανησυχίες μπήκαν στο περιθώριο, με τις γεωπολιτικές εντάσεις να παίρνουν τη θέση τους και να προκαλούν ένα νέο –βραχύβιο ωστόσο, όπως αποδείχθηκε– σοκ, εκτοξεύοντας τις τιμές του πετρελαίου. Η εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύρραξη έφερε την αντίδραση του Ιράν με στοχευμένα, συμβολικά και προαναγγελθέντα πλήγματα, κάτι που χαρακτηρίστηκε από αναλυτές ως «χορογραφία», οδηγώντας στη συνέχεια σε εκεχειρία, η οποία ωστόσο είναι εύθραυστη – άλλωστε η Ιστορία δείχνει ότι η ηρεμία στην περιοχή δεν διαρκεί.
H «Κ» μίλησε με τον ανώτερο διευθυντή της Moody’s Analytics και επικεφαλής οικονομικής έρευνας Ευρώπης και Μέσης Ανατολής του οίκου, Γκάουραβ Γκανγκούλι, για το πώς βλέπει να εξελίσσονται οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας εν μέσω όλης αυτής της αβεβαιότητας στο εμπορικό και το πολιτικό μέτωπο, τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που παρουσιάζονται για την Ευρώπη και το κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορέσει σε αυτό το δύσκολο τοπίο να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η παγκόσμια οικονομία, παρά τις αντιξοότητες φέτος, συνεχίζει να επιδεικνύει ανθεκτικότητα. Αυτή η ανθεκτική απόδοση μπορεί να μας θυμίζει τα τελευταία χρόνια, όπου η παγκόσμια οικονομία ξεπέρασε επίσης τις προσδοκίες απέναντι σε μια σειρά προκλήσεων, όπως ο υψηλός πληθωρισμός, τα αυξανόμενα επιτόκια και οι γεωπολιτικές πιέσεις. Κατά τον κ. Γκανγκούλι, αν και η ανάπτυξη θα πληγεί λόγω των δασμών, ωστόσο η παγκόσμια οικονομία θα αντέξει. Οπως επισημαίνει, «η παγκόσμια οικονομία έχει αντιμετωπίσει πολλαπλά σοκ τα τελευταία χρόνια. Οι κίνδυνοι έχουν υπάρξει μεγάλοι, η ανάπτυξη ήταν ασθενής σε αρκετές μεγάλες οικονομίες, ορισμένες μικρότερες χώρες έχουν αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα, αλλά μια ολοκληρωτική παγκόσμια ύφεση έχει αποφευχθεί τα τελευταία δύο χρόνια». Το 2025 ο ίδιος προέβλεπε τη συνέχιση της σταθερής παγκόσμιας ανάπτυξης, ακόμη και την έναρξη της ανάκαμψης, αλλά έπρεπε να αναθεωρήσει τις προσδοκίες του λόγω της σημαντικής αύξησης της αβεβαιότητας και των ανησυχιών σχετικά με τους δασμούς. Πλέον, όπως επισημαίνει, «εκτιμούμε πως η ανάπτυξη θα κυμανθεί στην περιοχή του 2,1% φέτος και του χρόνου, μια σημαντική πτώση από το 2,8% το 2023 και το 2024. Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομία θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις τρέχουσες αντιξοότητες χωρίς να εισέλθει σε ύφεση».
Κατά τον κ. Γκανγκούλι η ελληνική οικονομία, αν και δεν θα είναι άτρωτη στις παγκόσμιες αντιξοότητες, αναμένεται να παραμείνει ισχυρή. «Αναμένουμε ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα είναι οριακά κάτω από 2% φέτος και ελαφρώς υψηλότερη του χρόνου. Πρόκειται μόνο για μια μικρή επιβράδυνση σε σχέση με το 2024, η οποία επιβεβαιώνει την άποψή μας ότι η οικονομία βρίσκεται σε εύρωστη κατάσταση», όπως σημειώνει.
Εκτιμούμε πως η ανάπτυξη παγκοσμίως θα κυμανθεί στην περιοχή του 2,1% φέτος και του χρόνου, μια σημαντική πτώση από το 2,8% το 2023 και το 2024. Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομία θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις τρέχουσες αντιξοότητες χωρίς να εισέλθει σε ύφεση.
Η επερχόμενη εκεχειρία μεταξύ Ιράν και Ισραήλ αποτελεί καλή είδηση για την παγκόσμια οικονομία, κατά τον κ. Γκανγκούλι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή δεν μπορεί να κλιμακωθούν και πάλι. «Το κύριο κανάλι μετάδοσης στην παγκόσμια οικονομία θα ήταν μέσω των αγορών πετρελαίου, αλλά υπήρχαν επίσης ανησυχίες για τις αλυσίδες εφοδιασμού», τονίζει. «Εάν αυτοί οι κίνδυνοι είχαν εκδηλωθεί, θα είχαν επηρεάσει τον πληθωρισμό, την ενεργειακή ασφάλεια και ενδεχομένως θα είχαν δημιουργήσει ακόμη και ελλείψεις. Αλλά με την είδηση της εκεχειρίας, οι τιμές του πετρελαίου έχουν αντιστρέψει τα πρόσφατα κέρδη τους και οι ευρύτεροι φόβοι για περιφερειακή αστάθεια έχουν υποχωρήσει», προσθέτει.

Σε αυτό το πλαίσιο ο οικονομολόγος εκτιμά ότι δεδομένης της αλλαγής της κατάστασης στη Μέση Ανατολή και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, η μάχη του πληθωρισμού μοιάζει να έχει κερδηθεί. «Οι κίνδυνοι πλέον δείχνουν περισσότερο προς αποπληθωρισμό παρά προς πληθωρισμό, αυξάνοντας την πιθανότητα περαιτέρω μειώσεων επιτοκίων», υποστηρίζει. Ωστόσο, όπως προειδοποιεί, «είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι κίνδυνοι δεν έχουν εξαφανιστεί εντελώς και θα μπορούσαν να επανεμφανιστούν», υπογραμμίζοντας ότι η εκεχειρία είναι εξαιρετικά εύθραυστη.
Στο εμπορικό μέτωπο, η «ημέρα απελευθέρωσης» θα μείνει σίγουρα στην Ιστορία, καθώς αποτέλεσε ουσιαστικά την εκκίνηση ενός εμπορικού πολέμου που αρκετοί δεν πίστευαν τελικά ότι θα «τολμήσει» ο Τραμπ. Προκάλεσε ένα μαζικό sell-off στις αγορές και μια πρωτοφανή πτώση της αξιοπιστίας στα αμερικανικά assets, που κάθε άλλο παρά υποστήριξε το αφήγημα Τραμπ να κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά, ενώ έθεσε τον εξαιρετισμό των ΗΠΑ υπό αμφισβήτηση, δίνοντας χώρο στο «ξύπνημα» του εξαιρετισμού της Ευρώπης. Μέσα σε λίγες ημέρες, όμως, ο Τραμπ άλλαξε στάση αποφασίζοντας την παύση των επιπλέον δασμών για 90 ημέρες. Η 9η Ιουλίου, ημέρα που λήγει αυτή η προθεσμία, πλησιάζει και κανείς δεν ξέρει αν η παύση θα συνεχιστεί ή αν ο Τραμπ επιστρέψει στις απειλές των πολύ υψηλών δασμών, προκαλώντας αντίποινα.
Δεδομένων της αλλαγής της κατάστασης στη Μέση Ανατολή και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, η μάχη του πληθωρισμού μοιάζει να έχει κερδηθεί. «Οι κίνδυνοι πλέον δείχνουν περισσότερο προς αποπληθωρισμό παρά προς πληθωρισμό, αυξάνοντας την πιθανότητα περαιτέρω μειώσεων επιτοκίων».
Αν και η Moody’s Analytics εκτιμά πως θα υπάρξει συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ για δασμούς στο 10%, ωστόσο δεν αποκλείει υψηλότερους δασμούς. Ειδικότερα, όπως σημειώνει ο κ. Γκανγκούλι, «η προθεσμία πλησιάζει γρήγορα και τα περιγράμματα μιας συμφωνίας δεν έχουν ακόμη διαφανεί, υπογραμμίζοντας τη δυσκολία επίτευξης κάποιου deal. Η άποψή μας και το βασικό μας σενάριο είναι ότι η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ θα καταλήξουν σε μια συμφωνία στην οποία η Ε.Ε. θα αποδεχθεί καθολικούς δασμούς 10% συν τομεακούς δασμούς και δεν θα προβεί σε αντίποινα». Οπως επισημαίνει, «οι δασμοί 10% μοιάζουν με κόκκινη γραμμή που η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν θα παραβιάσει, ενώ για την Ε.Ε. τα αντίποινα την αφήνουν επικίνδυνα ανοιχτή σε κλιμάκωση».
Ο οικονομολόγος εξηγεί πως μια τέτοια συμφωνία είναι αρνητική για την Ε.Ε., αλλά θα μπορούσε να βοηθήσει δημιουργώντας μεγαλύτερη βεβαιότητα γύρω από το δασμολογικό τοπίο στο μέλλον. Ωστόσο, όπως προσθέτει, οι κίνδυνοι γύρω από το βασικό σενάριο του οίκου είναι υψηλοί και είναι επίσης πιθανό η προθεσμία να παρέλθει και, τουλάχιστον για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, να προκύψουν υψηλότεροι δασμοί.
Ευκαιρίες και προκλήσεις στην Ευρώπη λόγω Τραμπ
Η απρόβλεπτη εμπορική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών έχει οδηγήσει τους επενδυτές να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο δολάριο και στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία. Και πολλοί πιστεύουν πως η Ευρώπη θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτή τη μετατόπιση. Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ έκανε πρόσφατα λόγο για τη στιγμή του «παγκόσμιου ευρώ» για την Ευρώπη, ενώ και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει επανειλημμένα επισημάνει τη μεγάλη ευκαιρία που παρουσιάζεται ώστε να καθιερωθεί το ευρώ παγκό-σμιο αποθεματικό νόμισμα.
Ο κ. Γκανγκούλι βλέπει τα σχόλια αυτά της κ. Λαγκάρντ και του κ. Στουρνάρα περισσότερο ως έκκληση για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, καθώς εκτιμά πως είναι δύσκολο το ευρώ να καταλάβει αυτή την ηγετική θέση σύντομα. «Οσο επιθυμητό κι αν είναι το ευρώ να χρησιμεύσει ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μπροστά μας μέχρι να επιτευχθεί αυτό. Υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη προτού μπορέσει να προσφέρει μέσα χωρίς ρίσκο (risk free) με επαρκή ρευστότητα για να καλύψει την παγκόσμια ζήτηση για ένα αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο, και το ευρώ να χρησιμεύσει ως αποθεματικό νόμισμα, όπως τονίζει. «Αυτές οι προκλήσεις επικεντρώνονται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στη δημιουργία μιας ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων και στην αμοιβαιοποίηση του χρέους», προσθέτει.
Την ίδια στιγμή, μια άλλη ευκαιρία αλλά και πρόκληση έχει αναδυθεί. Η πολιτική των ΗΠΑ και η γενικότερη γεωπολιτική κατάσταση έχουν υπογραμμίσει την ανάγκη η Ευρώπη να ενισχύσει την άμυνά της. Ο νέος στόχος του ΝΑΤΟ για τις δαπάνες στην άμυνα –που πρέπει να επιτευχθεί τα επόμενα 10 χρόνια– τέθηκε στο 5% του ΑΕΠ και κατανέμεται ως εξής: 3,5% του ΑΕΠ για τις «σκληρές» αμυντικές δαπάνες (στρατεύματα, οπλικά συστήματα) και 1,5% για ευρύτερες υποδομές, όπως κυβερνοασφάλεια, προστασία αγωγών και ενίσχυση του οδικού δικτύου για βαρέα στρατιωτικά οχήματα.
Αυτό έχει οδηγήσει σε εκτιμήσεις ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες που ήδη σημειώνουν μεγάλα ελλείμματα και αυξημένο χρέος, θα βρεθούν αντιμέτωπες με αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους. Κατά τον κ. Γκανγκούλι, αν και δεν υπάρχει άμεση ανησυχία για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα στην Ε.Ε., μακροπρόθεσμα τα πράγματα θα δυσκολέψουν. «Υπάρχει μακρύ χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη του στόχου του 3,5% στον βασικό τομέα της άμυνας και θα μπορούσε να υπάρξει απόκλιση. Οι χώρες μπορεί να μη χρειαστεί καν να αυξήσουν τα ελλείμματα για να επιτύχουν τον πρόσθετο στόχο του 1,5% για τις δαπάνες που συνδέονται με την άμυνα». Αυτό, όπως εξηγεί, συμβαίνει επειδή υπάρχει σημαντικό περιθώριο αναταξινόμησης των υφιστάμενων δαπανών. Μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, «η Ευρώπη χρειάζεται να βρει δημοσιονομικό χώρο για να καλύψει πρόσθετες δαπάνες. Οι τρέχουσες ανάγκες είναι η άμυνα, αλλά όπως μας έχουν δείξει τα τελευταία χρόνια, το χρέος και τα ελλείμματα όχι μόνο αυξάνονται κάθε φορά που υπάρχει κρίση, αλλά και οι ίδιες οι κρίσεις δεν είναι σε έλλειψη».

