Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, με επίκεντρο τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, ανέδειξαν με πολύ ανάγλυφο τρόπο τους διαρκείς κινδύνους από τη γεωπολιτική αστάθεια που χαρακτηρίζει πλέον την εποχή μας. Η σύρραξη Ισραήλ – Ιράν ήρθε να διαδεχθεί αυτή της Ρωσίας και Ουκρανίας, επιβεβαιώνοντας ότι έχουμε εισέλθει για τα καλά σε ένα νέο διεθνές περιβάλλον, όπου η στρατιωτική ισχύς και η απροκάλυπτη χρήση βίας έχουν αντικαταστήσει το διεθνές δίκαιο, αγνοώντας πλήρως τις διεθνείς συνθήκες και τη διπλωματία στην προώθηση πολιτικών και τη διεκδίκηση εδαφών.
Οι επιπτώσεις αυτής της γεωπολιτικής αστάθειας στην οικονομία και την ενέργεια είναι πολλές φορές ιδιαίτερα οδυνηρές, όπως διαπιστώσαμε την περίοδο 2021-2023. Τότε, λόγω της ρωσοουκρανικής κρίσης, οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύθηκαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα (πάνω από τα 300 ευρώ/MWh), παρασύροντας τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, προκαλώντας άνοδο του πληθωρισμού και υποχρεώνοντας επιχειρήσεις και καταναλωτές σε περιορισμό της κατανάλωσης. Με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και το εμπόριο.
Σήμερα, ο αρνητικός αντίκτυπος από τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή και την ενδεχόμενη ραγδαία άνοδο των τιμών του πετρελαίου προς το παρόν έχει αποφευχθεί. Αφού το Ιράν, χάρη στην αμερικανική παρέμβαση, εμποδίστηκε από την πραγματοποίηση της ύστατης απειλής του για κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ – πράγμα που θα είχε δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα, με ορατό τον κίνδυνο διακοπής της παγκόσμιας προμήθειας αργού και LNG. Μόνο που δεν έχουμε δει ακόμη την τελευταία πράξη στην αντιπαράθεση Ισραήλ – Ιράν, αφού ο κίνδυνος μιας νέας, ακόμη πιο σφοδρής, σύρραξης παραμένει υπαρκτός. Επιπλέον, ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με διάφορες εκκολαπτόμενες περιφερειακές συγκρούσεις.
Ομως, η ανωτέρω γεωπολιτική αστάθεια μπορεί και επηρεάζει τις διεθνείς τιμές ενέργειας, με την οικονομία της χώρας μας να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη. Αφού η ενεργειακή της εξάρτηση αγγίζει το 76%, από τις υψηλότερες στην Ε.Ε., εισάγοντας 100% το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που χρησιμοποιεί. Αρα, το κόστος της ενέργειας που καταναλώνουμε εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τις επικρατούσες διεθνείς τιμές, με την εγχώρια παραγόμενη ενέργεια (κυρίως ΑΠΕ και ελάχιστο πλέον λιγνίτη) να μην έχει ουδεμία θετική επίπτωση στις τιμές καταναλωτή.
Η ακολουθούμενη σήμερα ενεργειακή πολιτική, που επηρεάζεται άμεσα από τις κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε. –που στοχεύουν στην απόλυτη επικράτηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα ανεξαρτήτως κόστους– δεν έχει μπορέσει να προστατεύσει την οικονομία και τους καταναλωτές από τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Μάλιστα, όσες φορές η κυβέρνηση απηύθυνε έκκληση στο ευρωπαϊκό πρεζίντιουμ για αλλαγή του εφαρμοζομένου σήμερα μοντέλου υπολογισμού ενεργειακού κόστους (το γνωστό target model), που οδηγεί σε υψηλές τιμές ηλεκτρισμού στη ΝΑ Ευρώπη, η απάντηση ήταν ευγενική αλλά ξεκάθαρα απορριπτική.
Ενόψει ενός ολοένα και πιο ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος και της έκδηλης αδυναμίας της Ε.Ε. να προστατεύσει τα μέλη της από εξωτερικές απειλές, επιβάλλεται η αναθεώρηση της ακολουθούμενης σήμερα ενεργειακής πολιτικής με επανακαθορισμό των στόχων σχετικά με τη σύνθεση του ενεργειακού μείγματος και όχι μόνο του ηλεκτρισμού, όπως συμβαίνει σήμερα. Γιατί ενώ οι ΑΠΕ καλύπτουν το 49% της ηλεκτροπαραγωγής, στη συνολική ενεργειακή κατανάλωση συμμετέχουν μόνο με 19% (στοιχεία Eurostat 2023). Υπάρχουν δε εγγενείς αδυναμίες στην περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ λόγω περιορισμών στα ηλεκτρικά δίκτυα, πράγμα που διαπιστώνεται σε καθημερινή βάση με την απόρριψη φορτίων από τον διαχειριστή προκειμένου να εξασφαλίσει ισορροπία και συνεχή λειτουργία του δικτύου. Η δε προσδοκώμενη εισαγωγή συστημάτων αποθήκευσης (μπαταρίες και αντλησιοταμίευση) αναμένεται να εξομαλύνει σε έναν βαθμό τη λειτουργία του συστήματος, αλλά δεν πρόκειται επ’ ουδενί να λύσει το πρόβλημα.
Με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να καλύπτουν το 55% και 19% αντιστοίχως της ακαθάριστης ενεργειακής κατανάλωσης, με αυτή του πετρελαίου να παρουσιάζει μάλιστα αυξητικές τάσεις, υπάρχει πλέον επιτακτική ανάγκη για μείωση της εξάρτησής μας από εισαγόμενα καύσιμα μέσω της αξιοποίησης του συνόλου των εγχώριων κοιτασμάτων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΕΝΕ, το μέγεθος των δυνητικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων δεν είναι ευκαταφρόνητο και ανέρχεται στα 2,0-2,5 ισοδύναμων τρισ. κυβικών μέτρων αερίου, με το μεγαλύτερο μέρος να αντιστοιχεί σε αέριο. Αυτή την περίοδο βρίσκονται σε ισχύ οκτώ παραχωρήσεις για έρευνα και εκμετάλλευση σε θαλάσσιες περιοχές στο Ιόνιο, στον Κυπαρισσιακό, νότια και δυτικά της Κρήτης, με τη συμμετοχή δύο από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές του κόσμου. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη και αυτό που προέχει είναι να δρομολογηθούν το συντομότερο δυνατό οι πρώτες ερευνητικές γεωτρήσεις. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΔΕΥΕΠ, το φυσικό αέριο, εφόσον αξιοποιηθούν οι ανωτέρω παραχωρήσεις, μπορεί όχι μόνο να καλύψει πλήρως τις ανάγκες της χώρας αλλά και σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής ζήτησης.
Τόσο μέσω της συνδυασμένης εκμετάλλευσης όλων ανεξαιρέτως των ενεργειακών πηγών που διαθέτουμε (ορυκτά καύσιμα – πετρέλαιο, φυσικό αέριο, λιγνίτες και ΑΠΕ) όσο και μέσα από τη βελτίωση των υποδομών και τη δημιουργία νέων, η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να θέσει στόχο την ενεργειακή της αυτάρκεια. Ασχέτως εάν αυτό μπορέσει να πραγματοποιηθεί σε ποσοστό 100%, η οργάνωση και συστράτευση για την επίτευξη αυτού του στόχου θα προσελκύσει νέες επενδύσεις, θα οδηγήσει στην απόκτηση τεχνολογικών δεξιοτήτων, θα ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Επιπλέον, η επίτευξη ενεργειακής αυτάρκειας ενισχύει ουσιαστικά την ενεργειακή ασφάλεια και αναβαθμίζει τη γεωστρατηγική θέση της χώρας.
Σε έναν αβέβαιο κόσμο γεμάτο γεωπολιτικές προκλήσεις, τη σχεδόν μόνιμη ενεργειακή κρίση, τον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, η ενεργειακή αυτάρκεια δεν μπορεί να ιδωθεί ως ουτοπικός στόχος ούτε ως θεωρητικό κατασκεύασμα. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να θέλει να θωρακιστεί ενεργειακά και να μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση, με απώτερο στόχο από καθαρός εισαγωγέας ενέργειας να καταστεί εξαγωγέας. Οσο πιο ενεργειακά ισχυρή και ανεξάρτητη γίνει η Ελλάδα, τόσο ικανότερη θα καταστεί ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει επιτυχώς όποιες αντίξοες συνθήκες προκύπτουν σε πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και ενεργειακό επίπεδο.
*Ο κ. Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος του ΙΕΝΕ.

