Σε μια εποχή αυξημένων αβεβαιοτήτων και σύνθετων παγκόσμιων προκλήσεων, η ανάγκη για σταθερότητα και ανθεκτικότητα καθίσταται περισσότερο κρίσιμη από ποτέ. Η ασφαλιστική βιομηχανία είναι ένας οικονομικός και κοινωνικός μηχανισμός σταθεροποίησης, πρόληψης και ανάκαμψης, με μετρήσιμη, ουσιαστική και διαχρονική επίδραση.
Η ισχύς του ασφαλιστικού κλάδου σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι αδιαμφισβήτητη. Το 90% των Ευρωπαίων πολιτών διαθέτει κάποιου είδους ασφαλιστική κάλυψη, γεγονός που καταδεικνύει τη διείσδυση του θεσμού στην καθημερινότητα. Μόνο το 2023, οι ευρωπαϊκές ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατέβαλαν άνω του 1 τρισ. ευρώ σε αποζημιώσεις, λειτουργώντας ουσιαστικά ως ανάχωμα απέναντι στις οικονομικές συνέπειες απρόβλεπτων γεγονότων. Παράλληλα, διαχειρίζονται συνολικό ενεργητικό ύψους 9,5 τρισ. ευρώ, μεγάλο μέρος του οποίου επενδύεται στην πραγματική οικονομία, χρηματοδοτώντας έργα υποδομής, ενεργειακές επενδύσεις, στεγαστικά προϊόντα και άλλα αναπτυξιακά εγχειρήματα.
Η ασφάλιση δεν είναι απλώς μια υπηρεσία. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την επένδυση. Καμία μεγάλη επένδυση δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς αποτελεσματική κάλυψη κινδύνου. Κανένα χρηματοδοτικό σχήμα δεν μπορεί να είναι βιώσιμο χωρίς τη στήριξη ενός ασφαλιστικού μηχανισμού που διασφαλίζει τη συνέχεια σε περίπτωση κρίσης.
Στην Ελλάδα ο ρόλος της ασφαλιστικής αγοράς αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μεγάλες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή, οι φυσικές καταστροφές, η υγεία και η συνταξιοδοτική αποταμίευση. Η χώρα μας έχει σημειώσει πρόοδο, αλλά εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικά κενά προστασίας. Είναι συνεπώς επιτακτικό να αναλύσουμε πού βρισκόμαστε, τι μέτρα έχουν ήδη ληφθεί και ποιες παρεμβάσεις απαιτούνται για να εδραιώσουμε έναν σύγχρονο, λειτουργικό και δίκαιο ασφαλιστικό μηχανισμό στην ελληνική κοινωνία.
Στον τομέα των φυσικών καταστροφών, οι πρόσφατες παρεμβάσεις της Πολιτείας κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Η αύξηση της έκπτωσης στον ΕΝΦΙΑ για κατοικίες ασφαλισμένες έναντι πυρκαγιάς, πλημμύρας και σεισμού, καθώς και η θέσπιση υποχρεωτικής ασφάλισης για όλες τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 500.000 ευρώ, αποτελούν σημαντικά βήματα ενίσχυσης της ασφαλιστικής συνείδησης και μείωσης του κενού προστασίας. Ωστόσο απαιτείται συνεχής παρακολούθηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των πολιτικών αυτών –ιδίως ως προς την πραγματική αύξηση της κάλυψης κατοικιών και επιχειρήσεων– και, όπου χρειάζεται, λήψη διορθωτικών μέτρων.
Εάν το κράτος επιθυμεί να αυξήσει ουσιαστικά την ασφαλιστική κάλυψη, οφείλει να εξετάσει όχι μόνο την παροχή κινήτρων αλλά και την άρση των αντικινήτρων. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο φόρος ασφαλίστρων ύψους 15%, ο οποίος αυξάνει σημαντικά το κόστος για τον ασφαλιζόμενο και λειτουργεί αποτρεπτικά, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος.
Το 90% των Ευρωπαίων πολιτών διαθέτει κάποιου είδους ασφαλιστική κάλυψη.
Στον τομέα της υγείας, η συζήτηση των τελευταίων μηνών έχει εστιαστεί σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των ασφαλίστρων. Είναι όμως κρίσιμο να αναγνωρίσουμε ότι η ουσία του προβλήματος εντοπίζεται αλλού: στο σταθερά αυξανόμενο κόστος των υπηρεσιών υγείας, και κυρίως της νοσοκομειακής περίθαλψης.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για το 2023, η συνολική δαπάνη για κάθε είδους υπηρεσία υγείας αυξήθηκε σε σχέση με το 2022. Ειδικά για νοσηλευτικές υπηρεσίες, οι ίδιοι οι πολίτες χρειάστηκε να πληρώσουν 16,6% περισσότερα σε απευθείας πληρωμές, καταβάλλοντας συνολικά 2,2 δισ. ευρώ. Η συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης στη νοσοκομειακή περίθαλψη, από τα 540 εκατ. έφθασε τα 628,5 εκατ. Αλλά και το ίδιο το Δημόσιο κλήθηκε να καταβάλει περισσότερα από 189 εκατ. παραπάνω, για τις νοσηλευτικές υπηρεσίες των πολιτών.
Τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι η νοσοκομειακή φροντίδα γίνεται ακριβότερη για όλους, τον ΕΟΠΥΥ, τις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά και –πρωτίστως– τους ίδιους τους πολίτες. Η απάντηση σε αυτή τη δυναμική δεν μπορεί να είναι παρέμβαση στην τιμολόγηση των ασφαλιστικών προγραμμάτων – όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ανταγωνισμού και ελεύθερης αγοράς, αλλά και γιατί θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Η συγκράτηση του κόστους απαιτεί μεταρρυθμίσεις στη ρίζα του προβλήματος. Η εφαρμογή των DRGs –τα οποία ο ΕΟΠΥΥ ενσωματώνει στις συμβάσεις του με ιδιωτικά νοσηλευτήρια– και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών και κλινικών θα βοηθήσει στην αποδοτικότερη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και των δύο μερών, στην αποτελεσματικότερη παρακολούθηση της ορθής χρήσης των υπηρεσιών υγείας, στην ομαλοποίηση των μεταβολών του κόστους, και άρα στην υποστήριξη της διαφάνειας και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την ιδιωτική κάλυψη.
Η ασφαλιστική βιομηχανία στην Ελλάδα διαχειρίζεται 21,2 δισ. σε περιουσιακά στοιχεία, επενδύει 17,2 δισ. –περίπου το 7,6% του ΑΕΠ– και καταβάλλει αποζημιώσεις ύψους 3,6 δισ. ετησίως. Είναι παρούσα στην κοινωνία, ενισχύει την εμπιστοσύνη και υποστηρίζει τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας. Η ασφάλιση δεν είναι απλώς συμπλήρωμα – είναι κρίσιμη υποδομή για κάθε ανθεκτική οικονομία. Και ως τέτοια, πρέπει να τύχει της θεσμικής προσοχής και της αναπτυξιακής προτεραιότητας που της αξίζει.
*Ο κ. Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου είναι πρόεδρος της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος.

