Μόνιμο και καίριο συστατικό υλικό του θηριώδους ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, άλλοτε ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και στις ΗΠΑ και σήμερα ανάμεσα στην Κίνα και στις ΗΠΑ, η τεχνολογία διαμορφώνει νέες διαχωριστικές γραμμές και καθορίζει το νέο παγκόσμιο οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο. Βρίσκεται, όμως, στο επίκεντρο του προβληματισμού της Ευρώπης, καθώς η Γηραιά Ηπειρος υστερεί εμφανώς σε σύγκριση με τις δύο σημερινές υπερδυνάμεις στον διεθνή τεχνολογικό ανταγωνισμό και όπως συχνά επισημαίνουν ανήσυχοι Ευρωπαίοι οικονομολόγοι, αναλυτές και επιχειρηματίες, πρόκειται για μια φθίνουσα πορεία που άρχισε εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Στην Ε.Ε. διοχετεύεται το 2% σε έρευνα και ανάπτυξη, αλλά στις ΗΠΑ τα αντίστοιχα κεφάλαια είναι έως και 50 φορές περισσότερα.
Από τον σχεδιασμό λογισμικού μέχρι την επιθετικά αναπτυσσόμενη τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης, η Ευρώπη έχει μείνει πίσω τόσο ως προς τον αριθμό των εταιρειών του κλάδου όσο και ως προς την κλίμακά τους, με τους αμερικανικούς κολοσσούς να κυριαρχούν και τις κινεζικές βιομηχανίες να ακολουθούν ενίοτε με άλματα. Οι επτά κολοσσοί των ΗΠΑ, Alphabet, μητρική της Google, Amazon, Apple, Meta, Microsoft, Nvidia και Tesla, είναι 20 φορές μεγαλύτεροι από τις επτά πιο γνωστές τεχνολογικές εταιρείες της Ευρώπης και έχουν δεκαπλάσια έσοδα. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τους λεγόμενους «μονόκερους», νεολογισμός που χρησιμοποιείται για σχετικά νέες εταιρείες αξίας άνω του 1 δισ. δολ., όχι μόνον έχει πολύ λιγότερους η Ευρώπη, αλλά αναπτύσσονται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς και δυσκολεύονται να αναδειχθούν σε ισότιμους παράγοντες του κλάδου τους και να ανταγωνιστούν σε διεθνές επίπεδο. Ανασταλτικός παράγοντας είναι το χάσμα ανάμεσα στις δαπάνες που διαθέτει η υπερδύναμη και εκείνες της Ευρώπης. Το 2% του ΑΕΠ της Ε.Ε. διοχετεύεται σε έρευνα και ανάπτυξη, θεωρητικά καθόλου ευκαταφρόνητο, αλλά στις ΗΠΑ τα αντίστοιχα κεφάλαια είναι έως και 50 φορές μεγαλύτερα. Δεν λείπουν, πάντως, οι ειδικοί όπως η καθηγήτρια Οικονομικών Καινοτομίας στο University College London, Μαριάννα Ματζουκάτο, που εκτιμούν πως το πρόβλημα δεν έγκειται στο ύψος των επενδύσεων αλλά στον ανεπαρκή προσανατολισμό των δαπανών. Επιχειρώντας να εντοπίσουν άλλης φύσης παθογένειες πίσω από την αδυναμία της Ευρώπης, ειδικοί αναφέρουν συχνά διαρθρωτικές παθογένειες της ευρωπαϊκής οικονομίας όπως, για παράδειγμα, το υψηλότερο κόστος και το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που απαιτείται στην Ευρώπη για την αναδιάρθρωση μιας τεχνολογικής εταιρείας σε αντίθεση με το καθεστώς που επικρατεί στις ΗΠΑ. Οταν η εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT προκάλεσε συναγερμό στον κόσμο της τεχνολογίας, οι αμερικανικοί κολοσσοί έσπευσαν ακαριαία να αναδιαρθρωθούν μειώνοντας προσωπικό σε άλλες μονάδες και επενδύοντας επιθετικά στην τεχνητή νοημοσύνη. Η Microsoft έστρεψε το προσωπικό της στη νέα τεχνολογία και επένδυσε άμεσα 10 δισ. δολ. στην OpenAI, η Meta προχώρησε σε 20.000 απολύσεις και επένδυσε 37 δισ. δολ. στην τεχνητή νοημοσύνη και η Google απέλυσε 12.000 υπαλλήλους για να επενδύσει 45 δισ. δολ. στην τεχνητή νοημοσύνη. Οι αλλαγές αυτές έγιναν εν ριπή οφθαλμού, σε χρονικά διαστήματα από τρεις έως επτά μήνες. Στην ίδια συγκυρία και με παράλληλα άλλα προβλήματα οι ευρωπαϊκές Nokia, SAP και Ericsson δρομολόγησαν την αναδιάρθρωσή τους με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2026, ενώ ακόμη και η ηγετική δύναμη της Ευρώπης στο λογισμικό, η SAP, δεν επενδύει στην τεχνητή νοημοσύνη περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ ετησίως. Στη διάρκεια του 2024 οι επενδύσεις σε υποδομές τεχνητής νοημοσύνης εκτιμάται ότι μπορεί και να υπερέβησαν τα 150 δισ. δολ., αλλά στην πλειονότητά τους ήταν από τις ΗΠΑ και την Κίνα, ενώ στην Ευρώπη περιορίστηκαν σε μονοψήφιο αριθμό δισεκατομμυρίων.
Οι 7 κολοσσοί των ΗΠΑ είναι 20 φορές μεγαλύτεροι από τις 7 πιο γνωστές τεχνολογικές εταιρείες της Ευρώπης και έχουν δεκαπλάσια έσοδα.
Για πολλούς όλα αυτά κατατείνουν σε ένα χάσμα πολιτισμικής φύσης, ένα χάσμα νοοτροπίας και αξιών ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στο οποίο συμπεριλαμβάνουν και τις εργατικές νομοθεσίες των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς σε αντίθεση με τις ΗΠΑ αποθαρρύνουν τις μαζικές απολύσεις. Αλλοι ενοχοποιούν την ύπαρξη πολυάριθμων και ποικίλων ρυθμιστικών πλαισίων στις ευρωπαϊκές χώρες. Δεν παύει βέβαια η Ευρώπη να είναι η έδρα ενός δημιουργικού και καινοτόμου τεχνολογικού τομέα, με τη Spotify, την πλέον δημοφιλή εταιρεία streaming ήχου με τουλάχιστον 615 εκατ. χρήστες και τη φινλανδική Supercell της οποίας τα παιχνίδια χρησιμοποιούνται καθημερινά από τουλάχιστον 100 εκατ. ανθρώπους. Δεδομένου δε ότι τελευταία η Ευρώπη επιστρατεύει τις δυνάμεις της, ίσως έχει μια δεύτερη ευκαιρία αν αντιμετωπίσει την επιστροφή του Τραμπ ως ευνοϊκή συγκυρία. Γιατί από αμερικανικής πλευράς ακαδημαϊκοί προειδοποιούν πως με την πολιτική επίθεσης στον δημόσιο τομέα των ΗΠΑ, κατάργησης κονδυλίων για έρευνες και κήρυξης πολέμου στα διασημότερα πανεπιστήμια της υπερδύναμης, ο Τραμπ αποδυναμώνει την καινοτομία στην αμερικανική οικονομία.
Οι αιτίες

Ο Αντονέν Μπεργκό, καθηγητής Οικονομικών στο HEC του Παρισιού, επισήμανε πως «έχουμε δυνατούς επιστήμονες, πολλά υποσχόμενες startups, αλλά δεν έχουμε εταιρείες ανάλογης κλίμακας με τους γίγαντες ΗΠΑ, Κίνας, και τώρα που επανήλθε ο Τραμπ θα είναι ακόμη πιο δύσκολο για τις ευρωπαϊκές εταιρείες να εξάγουν στις ΗΠΑ».
2%
του ΑΕΠ της δαπανά η Ε.Ε. για έρευνα και ανάπτυξη, αλλά μένει πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Σε λάθος κατεύθυνση

Η στρατηγική της Ε.Ε. για την ανάπτυξη σύγχρονων τεχνολογιών είναι σε λάθος κατεύθυνση, σύμφωνα με την καθηγήτρια στο University College London Μαριάννα Ματζουκάτο, η οποία τονίζει πως «αν η Ευρώπη θέλει να γεφυρώσει το χάσμα με ΗΠΑ και Κίνα, πρέπει να διασφαλίσει ότι οι επενδύσεις θα γίνουν με κριτήριο το αποτέλεσμα».
50
φορές μεγαλύτερες είναι οι επενδύσεις των ΗΠΑ σε τεχνητή νοημοσύνη σε σύγκριση με την Ευρώπη.
Τα πλεονεκτήματα των ΗΠΑ

Ο Καρλ Μπένεντικτ Φρέι, συνεργάτης καθηγητής Τεχνητής Νοημοσύνης στο Oxford Martin School, σημειώνει ότι πλεονεκτήματα των ΗΠΑ, όπως «τα ανεξάρτητα ερευνητικά κέντρα, η προσέλκυση ταλέντων από όλον τον κόσμο, η δέσμευσή τους στον ανταγωνισμό», απειλούνται τώρα από την πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.

