Οι εννέα στους δέκα Ελληνες πιστεύουν πως ο τουρισμός έχει θεμελιώδη σημασία για την οικονομία της χώρας, ενώ τουλάχιστον οι μισοί πιστεύουν πως οι επιλογές της όσον αφορά τον κλάδο κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Μάλιστα, το ποσοστό των Ελλήνων που θεωρεί σημαντικό τον τουρισμό για την οικονομία εμφανίζεται αυξημένο σε σχέση με προηγούμενες έρευνες. Συγκεκριμένα, το 86% τον θεωρεί από πολύ έως αρκετά σημαντικό, ενώ ένα επιπλέον 6% μέτρια σημαντικό. Επίσης, χαμηλότερα από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια εμφανίζονται τα ποσοστά των Ελλήνων που θεωρούν πως υπάρχει πρόβλημα υπερτουρισμού. Ειδικότερα, το ποσοστό εκείνων που θεωρούν πως υπάρχει σίγουρα πρόβλημα έχει πέσει από το 29% το φθινόπωρο πέρυσι στο 21% τώρα.
Ομως, μια μεγάλη πλειονότητα, και συγκεκριμένα οι τρεις στους τέσσερις ερωτηθέντες σε σχετική πανελλαδική έρευνα της Pulse RC, εκτιμούν ότι ο τουρισμός και οι ξένοι που επισκέπτονται τη χώρα μας επιδεινώνουν το στεγαστικό πρόβλημα. Συνδέουν δηλαδή τη μεγάλη αύξηση των αφίξεων στη χώρα και τη μεγέθυνση της δραστηριότητας των βραχυχρόνιων μισθώσεων με τη μεγάλη άνοδο των τιμών των ενοικίων και την απουσία επαρκούς προσφοράς κατοικιών. Συγκεκριμένα, 20% των ερωτηθέντων πιστεύουν πως ο τουρισμός και οι ξένοι που επισκέπτονται την Ελλάδα επιδεινώνουν πολύ το στεγαστικό πρόβλημα, 28% αρκετά και 27% πως το επιδεινώνουν μέτρια. Συνολικά δηλαδή το 75% τοποθετείται με σκεπτικισμό στο συγκεκριμένο θέμα. Μόνο το 18% των ερωτηθέντων δεν συνδέει το στεγαστικό πρόβλημα με τον τουρισμό, ενώ το υπόλοιπο 7% δεν διατυπώνει θέση.
Τρεις στους τέσσερις ερωτηθέντες σε σχετική πανελλαδική έρευνα συνδέουν τις βραχυχρόνιες μισθώσεις με τη μεγάλη άνοδο των τιμών των ενοικίων.
Η πανελλαδική έρευνα που διενεργήθηκε το διάστημα 14 με 20 Μαΐου σε σταθμισμένο δείγμα 1.141 ενηλίκων με δικαίωμα ψήφου, έρχεται σε μια περίοδο που η προσφορά κλινών σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει ξεπεράσει τη συνολική δυναμικότητα σε κρεβάτια των ξενοδοχείων: Στην Ελλάδα σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΞΕΕ) που απεικονίζουν την κατάσταση στα τέλη του 2024, λειτουργούν 10.104 ξενοδοχεία όλων των κατηγοριών με συνολικά 447.363 δωμάτια και 894.854 κρεβάτια. Δεν είναι όλα αυτά τα ξενοδοχεία ανοιχτά όλο το έτος, καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό λειτουργεί μόνο το καλοκαίρι, ανοίγοντας τον Μάιο ή ακόμη και τον Ιούνιο. Ωστόσο, ήδη από τον Απρίλιο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης διατίθενται 1 εκατ. κλίνες. Επισημαίνεται πως είναι η πρώτη φορά που ο αριθμός των διαθέσιμων κλινών σε βραχυχρόνιες μισθώσεις ξεπέρασε το 1 εκατ. ήδη από τον Απρίλιο, καθώς την προηγούμενη χρονιά το αντίστοιχο όριο είχε καταγραφεί μόλις τον Ιούλιο, που αποτελεί και μήνα αιχμής για τον τουρισμό.
Στο θέμα αναφέρθηκε αυτή την εβδομάδα στο πλαίσιο της 33ης τακτικής γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και ο πρόεδρός του Ιωάννης Παράσχης, ο οποίος χαρακτήρισε τις βραχυχρόνιες μισθώσεις «μια παγκόσμια τάση που ανταγωνίζεται την κλασική ξενοδοχία». Επισημαίνοντας πως ο αριθμός των κλινών βραχυχρόνιας μίσθωσης πιθανότατα ξεπερνάει την περίοδο αιχμής αυτόν των ξενοδοχείων, έκανε λόγο για «ανεξέλεγκτη ανάπτυξη» η οποία «σε αρκετές περιοχές της χώρας έχει προκαλέσει στρεβλώσεις τόσο στην τουριστική εμπειρία όσο και στην καθημερινότητα των κατοίκων». Προσέθεσε ωστόσο πως οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και του υπουργείου Τουρισμού στο ζήτημα αυτό τα τελευταία χρόνια είναι αξιοσημείωτες. «Ομως ο ΣΕΤΕ έχει σταθερή θέση υπέρ ενός στιβαρού κανονιστικού πλαισίου που διαχωρίζει την επαγγελματική από την ιδιωτική δραστηριότητα, διασφαλίζει τη φορολογική ισοδυναμία, προάγει την αποτελεσματική εκμετάλλευση της αξιοποιήσιμης γης και προστατεύει την κατοικία και την κοινωνική συνοχή», τόνισε, προσθέτοντας ότι «έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες θέσεις για τα ζητήματα προδιαγραφών, φορολογίας και των απαραίτητων ελέγχων των καταλυμάτων που προσφέρονται από ψηφιακές πλατφόρμες».
Η άνοδος των ενοικίων και των τιμών των ακινήτων που φέρνει η αυξημένη ζήτηση από τον τουρισμό είναι γεγονός, που έχει αποφασίσει να αντιμετωπίσει ήδη εδώ και τουλάχιστον ενάμιση χρόνο η κυβέρνηση. Ανακοίνωσε έτσι φορολογικά κίνητρα για τη μεταφορά ακινήτων από την αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης σε εκείνη της μακροχρόνιας, «πάγωμα» του αριθμού των ακινήτων που μπορούν να διατίθενται με αυτόν τον τρόπο σε ορισμένες περιοχές, όπως το κέντρο της Αθήνας, αλλά και αυστηρές προδιαγραφές για την καταλληλότητα της λειτουργίας τους.
Αισιοδοξία
Ενδιαφέροντα και μάλλον αισιόδοξα χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα που καταγράφονται στην αρχή της τουριστικής περιόδου, στη νέα πανελλαδική έρευνα της Pulse RC για τον τουρισμό και την άποψη των Ελλήνων για αυτόν, ο γενικός διευθυντής της Γιώργος Αράπογλου. «Η σταθερά υψηλή πλειονότητα επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά τη διαχρονική αντίληψη των Ελλήνων για τη θεμελιώδη σημασία του τουρισμού στην οικονομία της χώρας, σύμφωνα με σχεδόν εννέα στους δέκα συμμετέχοντες (86%)», επισημαίνει.
Επίσης, η ανησυχία ότι «η μεγάλη ζήτηση για καταλύματα στην Ελλάδα από το εξωτερικό και οι αυξημένες τιμές που προκαλεί θα εμποδίσουν να κάνετε διακοπές σε μέρη που επιθυμείτε», παρουσιάζει πτωτική τάση από 59% το 2023, σε 55% το 2025, γεγονός που κατά τον επικεφαλής της Pulse ίσως υποδηλώνει μια σχετική εξοικείωση των πολιτών με το φαινόμενο της τουριστικής πίεσης στις τιμές.
Oσον αφορά τις επιλογές της χώρας μας για το μέλλον του τουρισμού, η απάντηση «… σε σωστή κατεύθυνση» επιλέγεται από την πλειονότητα των συμμετεχόντων (52%), αν και οι περισσότεροι αυτών (46%) επισημαίνουν την ανάγκη βελτιώσεων.
Η ανησυχία για την επίδραση των βραχυχρόνιων μισθώσεων Airbnb (για τους κατοίκους της Αττικής) παραμένει υψηλή και σταθερά αυξανόμενη ως το 2024 – καταγράφει πάντως μείωση σε αυτή τη μέτρηση, ίσως λόγω της διάθεσης λήψης μέτρων.
Παράλληλα, οι πιο πολλοί Eλληνες (47%) εξακολουθούν να προτιμούν «λιγότερους ξένους τουρίστες με καλύτερη οικονομική άνεση», παρά «περισσότερους τουρίστες ανεξάρτητα από την οικονομική τους άνεση». Ελαφρώς υψηλότερο είναι το ποσοστό της πρώτης επιλογής μεταξύ των κατοίκων τουριστικών προορισμών (51% των κατοίκων νησιών, 49% μεταξύ των κατοίκων της ηπειρωτικής χώρας).
Καταφατικά απαντούν και πάλι οι περισσότεροι στο ερώτημα αν υπάρχει «υπερτουρισμός» στην Ελλάδα (61% «σίγουρα ή μάλλον ναι», έναντι 29% «σίγουρα ή μάλλον όχι») αν και οι καταφατικές απαντήσεις αποτυπώνονται μειωμένες σε σύγκριση με την αντίστοιχη έρευνα του φθινοπώρου 2024, υπογραμμίζει ο Γιώργος Αράπογλου. Επίσης, στο πλαίσιο της έρευνας διερευνήθηκαν μία σειρά από ενδεχόμενες ανησυχίες για την επίδραση και τις επιπτώσεις του τουρισμού, στις περισσότερες των οποίων όμως καταγράφεται αισθητή βελτίωση σε σύγκριση με προηγούμενα αποτελέσματα.
Εν κατακλείδι, οι Eλληνες, διατηρώντας ψύχραιμη και ισορροπημένη στάση, αποδέχονται τη μεγάλη αξία του τουρισμού, δίνουν έμφαση στη βιωσιμότητα, αλλά δεν παραγνωρίζουν και τις κοινωνικές επιπτώσεις του.

