Το παράδειγμα της Ισπανίας ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της ακρίβειας μονοπώλησε για μεγάλο διάστημα την ελληνική επικαιρότητα. Είχε ενταχθεί στη δημόσια συζήτηση για το εάν η μείωση, έστω και προσωρινή, των φόρων στην κατανάλωση θα βοηθούσε στη συγκράτηση του πληθωρισμού. Σύσσωμη η αντιπολίτευση και φορείς της αγοράς επιχειρηματολογούσαν για το πώς το κάνει η Ισπανία του Σάντσεθ, που είχε μειώσει στο μηδέν τον ΦΠΑ σε κάποια βασικά τρόφιμα και είχε κατεβάσει από το 21% στο 5% τον ΦΠΑ της ενέργειας. Η ελληνική κυβέρνηση ανταπαντούσε ότι οι επιδόσεις του πληθωρισμού της Ισπανίας δεν απείχαν πολύ από τον ελληνικό πληθωρισμό, τη στιγμή που η ζημιά που θα προκαλούνταν στα δημόσια ταμεία αν ακολουθούσαμε το ισπανικό παράδειγμα θα ήταν τεράστια. Αυτά συνέβαιναν την περίοδο 2021-2024. Από τις αρχές του έτους ο ισπανικός ΦΠΑ έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα.
Ερχεται τώρα όμως η Κομισιόν, στην έκθεση που εξέδωσε για την πορεία της ισπανικής οικονομίας την περασμένη Τετάρτη και της τη «βγαίνει από αριστερά». Αφού της ασκεί έντονη κριτική για τα μειωμένα έσοδα από τους φόρους κατανάλωσης, την επιπλήττει για το γεγονός ότι της ξέφυγαν οι εισοδηματικές ανισότητες. Ο δείκτης Gini, που μετράει την ανισότητα του εισοδήματος ή του πλούτου, έχει ξεφύγει πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην Ισπανία. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η αναδιανομή εισοδήματος στην Ισπανία μέσω του συστήματος φόρων και παροχών δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαικής Ενωσης, παρά το γεγονός ότι οι φόροι στην εργασία αντιπροσωπεύουν ποσοστό υψηλότερο της συνολικής φορολογίας έναντι της Ε.Ε.
Την ώρα που η ισπανική κυβέρνηση μείωνε τον ΦΠΑ, συνέχιζε να αυξάνει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Το μέσο μερίδιο των φόρων της εργασίας στα συνολικά ισπανικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκε από 48,5% την περίοδο 2014-2018 σε 51,5% την περίοδο 2019-2023. Ολο αυτό το διάστημα η κυβέρνηση της χώρας, την ώρα που μείωνε τον ΦΠΑ, συνέχισε να αυξάνει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενώ δεν προέβλεψε την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των κλιμακίων του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Επαιρνε, με λίγα λόγια, χρήματα από τις τσέπες των εργαζομένων, προφανώς και των χαμηλόμισθων, για να έχει τις αντοχές να στηρίξει τη μείωση του ΦΠΑ, που εκ προοιμίου είναι γνωστό ότι το όφελος επιμερίζεται ισόποσα σε πλούσιους και φτωχούς, μόνιμους κατοίκους και τουρίστες. Στην Ελλάδα επιλέξαμε μια λίγο διαφορετική συνταγή. Αντί μειώσεων στους φόρους κατανάλωσης, η κυβέρνηση επέλεξε να απευθυνθεί στοχευμένα (με εισοδηματικά κριτήρια) στους πιο αδύναμους μέσω άμεσων επιδομάτων. Τα περισσότερα απέδωσαν. Ο πληθωρισμός επιχειρήθηκε να συγκρατηθεί με διοικητικά μέτρα. Αλλα απέδωσαν, άλλα όμως όχι. Η ακρίβεια έδειξε και δείχνει τα δόντια της.
Στην Ελλάδα δεν αμελήσαμε, ωστόσο, τον παράγοντα εργασία. Η κυβέρνηση συνέχισε το πρόγραμμά της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, με στόχο τον περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων. Αυτό που δεν έκανε, όπως δεν το έκανε και η Ισπανία, ήταν η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας των μισθωτών. Ο πληθωρισμός έτρεχε, αυξήσεις δίνονταν από την ελληνική αγορά εργασίας, αλλά έσκαγαν πάνω στους πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές που είχαν θεσπιστεί την περίοδο των μνημονίων. Αρα, ένα μικρότερο συγκριτικά μέρος των αυξήσεων που έπαιρναν κατέληγε στις τσέπες των εργαζομένων, σε μια περίοδο που το είχαν περισσότερο ανάγκη. Αυτή η αδικία φαίνεται ότι θα αποκατασταθεί με τα μέτρα της ΔΕΘ τον προσεχή Σεπτέμβριο.

