Η αμερικανική δικαιοσύνη αμφισβητεί τη νομιμότητα των δασμών, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ δεν δείχνει διάθεση να εγκαταλείψει το προσφιλές όπλο του. Την περασμένη Τετάρτη το αμερικανικό Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου χαρακτήρισε παράνομους τους δασμούς του Τραμπ. Λιγότερο από 24 ώρες αργότερα, άλλο δικαστήριο «πάγωσε» την εκτέλεση της απόφασης και μέχρις ότου καταλήξουν οι δικαστές, θα παραμείνουν εν ισχύι μέχρι τις 8 Ιουνίου οι δασμοί που επέβαλε σε Καναδά, Μεξικό και Κίνα, καθώς και όσοι ανακοίνωσε τον Απρίλιο κατά των εμπορικών εταίρων ανά τον κόσμο.
Τις επόμενες ημέρες η αμερικανική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει τις πολιτείες και τις επιχειρήσεις που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη κατά των δασμών, και οι δύο πλευρές θα κληθούν να παράσχουν πιο εκτεταμένη ενημέρωση ώστε να αποφανθούν τελικά οι δικαστές ως προς τη νομιμότητα των δασμών του Τραμπ. Την Κυριακή ένας εκ των συμβούλων του Τραμπ υπογράμμισε πως ο πρόεδρος θα βρει διάφορους τρόπους για να πλήξει τις άλλες χώρες με δασμούς, ακόμη κι αν η τελική απόφαση της δικαιοσύνης είναι καταδικαστική για τη στρατηγική του.
Τους δασμούς στον χάλυβα και στο αλουμίνιο ο Τραμπ τους επέβαλε επικαλούμενος θέμα εθνικής ασφάλειας, αλλά για να επιβάλει τέτοιους δασμούς ο πρόεδρος οφείλει πρώτα να εγκαινιάσει έρευνες όσον αφορά το κατά πόσον οι εισαγωγές συγκεκριμένων ειδών εγκυμονούν όντως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Και μόνο αν οι έρευνες διαπιστώσουν τέτοιο κίνδυνο, τότε έχει την εξουσία να τους επιβάλει.
Ο κ. Τραμπ έχει ήδη επικαλεστεί αυτή την εξουσία για να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές αυτοκινήτων και εξαρτημάτων αυτοκινήτων. Και στο μεταξύ η κυβέρνησή του διεξάγει έρευνες σε πολλούς άλλους τομείς, όπως φαρμακοβιομηχανίες, μικροεπεξεργαστές, ξυλεία, χαλκό, αεροσκάφη, φορτηγά και μέταλλα στρατηγικής σημασίας. Οι έρευνες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δικαιολογήσουν νέους δασμούς, ανεξάρτητα από την τελική απόφαση της αμερικανικής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τον Μπραντ Σέτσερ, οικονομολόγο στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, η επίκληση του νόμου περί εθνικής ασφάλειας μπορεί να καλύψει περίπου το 40% των εμπορικών σχέσεων των ΗΠΑ. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει, άλλωστε, στη φαρέτρα του και τον εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε κατά της Κίνας στην πρώτη θητεία του, όταν επέβαλε άμεσα πρόσθετους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα.
Τότε είχε επικαλεστεί το συμφέρον των αμερικανικών επιχειρήσεων, κάτι που και πάλι θα προϋπέθετε έρευνες για το κατά πόσον πλήττουν όντως τις αμερικανικές επιχειρήσεις οι εισαγωγές και κατά πόσον νομιμοποιείται η επιβολή δασμών ή η λήψη άλλων μέτρων για τη στήριξή τους. Υπάρχουν, όμως, μερικοί νόμοι ακόμη που δίνουν στον πρόεδρο την εξουσία να επιβάλλει διαφόρων ειδών δασμούς.

