Η δημόσια συζήτηση για την αξιολόγηση δεν οδηγεί πουθενά γιατί εστιάζει στα λάθος ζητήματα. Ο νόμος 4369/2016, που καθορίζει τα της αξιολόγησης των εργαζομένων στο ευρύτερο Δημόσιο, έχει οδηγήσει σε πολύπλοκες και αναποτελεσματικές διαδικασίες χωρίς ευρύτερη αποδοχή. Και ενώ η ευρωπαϊκή εμπειρία αξιολόγησης, τόσο στον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα είναι πλούσια, στην Ελλάδα έχει αναχθεί η μονιμότητα στον κρίσιμο παράγοντα. Θεωρητικά, η μονιμότητα χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις προστατεύει ένα πολύ μικρό υποσύνολο εργαζομένων, των οποίων οι δεξιότητες και τα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά είναι πολύ χαμηλού επιπέδου ή ασύμβατα προς την οργάνωση που υπηρετούν και οι οποίοι δεν θα έπρεπε κατ’ αρχάς να είχαν προσληφθεί. Σε ένα ισχυρά πολιτικοποιημένο περιβάλλον απλώς διαβρώνει την αξιολόγηση.
Σκοπός της αξιολόγησης είναι η διαρκής αναβάθμιση της συνολικής παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας μιας οργάνωσης, μέσα από την αυτοβελτίωση των εργαζομένων, την ενίσχυση της συναντίληψης για το πλαίσιο αναφοράς των προσπαθειών τους και τη συνεισφορά τους στους στόχους της. Ενας εργαζόμενος μπορεί να αξιολογηθεί μόνο σε σχέση με την αποστολή και τους συγκεκριμένους στόχους της οργάνωσης την οποία υπηρετεί και όχι γενικά. Η αξιολόγησή του καλύπτει δύο ενότητες: πόσο ταιριάζει στον ρόλο που του έχει ανατεθεί και πόσο αποτελεσματικά τον επιτελεί. Για να μπορέσει να διαμορφωθεί άποψη γι’ αυτά, εξετάζονται η εφαρμογή των δεξιοτήτων του στην πράξη, ο βαθμός συμβατότητας των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του με τον ρόλο του, οι δυνατότητες εξέλιξης σε θέσεις μεγαλύτερης ευθύνης και τέλος η μετρήσιμη συνεισφορά του στην επιτυχία των στόχων της οργάνωσης.
Η σωστή αξιολόγηση δεν απαιτεί νόμους, σκληρά συστήματα ή τεχνητή νοημοσύνη, αλλά ανεπηρέαστη κρίση και μια αυστηρή πολυεπίπεδη διαδικασία προσαρμοσμένη στις ανάγκες κάθε οργάνωσης. Είναι προφανές ότι το βάθος και το περιεχόμενό της θα διαφέρουν ανάλογα με το επίπεδο ευθύνης. Σε θέσεις υψηλής ευθύνης, ο εργαζόμενος μπορεί να κρίνεται και από τους υφισταμένους, από τους συναδέλφους στο ίδιο επίπεδο και από αυτούς στους οποίους αναφέρεται, ώστε να διαμορφώνεται μια συνολική εικόνα. Γι’ αυτές τις θέσεις η αξιολόγηση θα πρέπει να επιβεβαιώνεται και από ομάδα έμπειρων και ανεξάρτητων από την οργάνωση προσώπων, όπως για παράδειγμα μια Επιτροπή Αμοιβών και Ανθρώπινου Δυναμικού, ώστε να μην αντανακλά ατελείς, μονομερείς ή πολιτικές απόψεις των αξιολογούντων.
Σκοπός της αξιολόγησης είναι η διαρκής αναβάθμιση της συνολικής παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας μιας οργάνωσης.
Για να αποτελέσει η αξιολόγηση πραγματικό εργαλείο διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων και βελτίωσης μιας οργάνωσης στον δημόσιο τομέα πρέπει να ικανοποιούνται τέσσερις προϋποθέσεις. Πρώτον, η αποστολή της οργάνωσης να είναι ξεκάθαρη με σαφείς ποσοτικούς στόχους για την επιτυχία της. Δεύτερον, οι ευθύνες της κάθε οργανωτικής θέσης να είναι περιγεγραμμένες με σαφήνεια. Τρίτον, να επιτρέπεται η μετακίνηση ενός εργαζομένου μέσα στην οργάνωση ή προς άλλες οργανώσεις. Τέταρτον, να μην ασκούνται άμεσες η έμμεσες πολιτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία της οργάνωσης. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της αξιολόγησης όλου του προσωπικού πρέπει να αναλύονται στατιστικά, τόσο χρονιά με τη χρονιά όσο και σε σχέση με άλλες οργανώσεις, ώστε η διαδικασία να εμπλουτίζεται συστηματικά για να εξυπηρετεί καλύτερα τις προσδοκίες της οργάνωσης από το προσωπικό της. Αυτή η συνεχής παρακολούθηση και αξιολόγηση της αξιολόγησης είναι ο ουσιώδης μηχανισμός βελτίωσης των δυνατοτήτων μιας οργάνωσης και της ενίσχυσης της αξιακής συμπόρευσης των εργαζομένων με αυτήν.
Κλείνοντας, η αποτελεσματικότητα της αξιολόγησης των εργαζομένων στο Δημόσιο ελάχιστη σχέση έχει με τη μονιμότητα, ενώ αντίθετα εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την οργανωτική καθαρότητα, τη σαφήνεια και σταθερότητα των στόχων κάθε οργάνωσης, από την πιστότητα με την οποία επιτελείται η αξιολόγηση και από την απουσία πολιτικής παρεμβατικότητας. Αντί για αχρείαστες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, ας περιορίσουμε την κρατούσα πρακτική της πολιτικής εμπλοκής στη λειτουργία των οργανισμών του Δημοσίου και ας εστιάσουμε στη σωστή εφαρμογή έμπειρων πρακτικών.
*Ο κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

