Μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια η τεχνητή νοημοσύνη (Τ.Ν.) έχει αρχίσει να μεταμορφώνει –αθόρυβα, αλλά σταθερά– τον ρόλο του δικηγόρου στην Ελλάδα. Στην αρχή, η χρήση της περιοριζόταν κυρίως σε βοηθητικές ή πειραματικές εργασίες. Σήμερα, όμως, υποστηρίζει όλο και πιο απαιτητικές και ουσιαστικές νομικές αναθέσεις, δημιουργώντας ένα νέο τοπίο στις εργασιακές συνθήκες των δικηγορικών γραφείων και εταιρειών.
Πλέον, η Τ.Ν. μπορεί να αναλάβει περίπου το 10% έως 20% της ουσιαστικής νομικής ύλης που συνήθως ανατίθεται σε ασκούμενους ή νέους δικηγόρους – ποσοστό που εξαρτάται από τον κλάδο δικαίου αλλά και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε γραφείου. Μολονότι αυτό το ποσοστό παραμένει αισθητά χαμηλότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες, η διαφορά εξηγείται εν μέρει από τη γλωσσική ιδιαιτερότητα, τον περιορισμένο βαθμό ψηφιοποίησης των διαδικασιών και τη διαχρονική επιμονή της ελληνικής γραφειοκρατίας.
Και όμως, αν σκεφτούμε ότι πριν από μόλις τρία χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό ήταν σχεδόν μηδενικό, η πρόοδος είναι εντυπωσιακή – και προδιαγράφει τον ρυθμό με τον οποίο η τεχνολογία επεκτείνεται στον νομικό κλάδο.
Ηδη, σε δικηγορικές εταιρείες του εξωτερικού, όπου η Τ.Ν. είναι πιο διαδεδομένη, παρατηρείται η πρόθεση να μην επενδύουν σε νέους φυσικούς χώρους, όχι τόσο λόγω της τηλεργασίας, όσο λόγω της αναμενόμενης μείωσης στις προσλήψεις νέων δικηγόρων.
Ακόμη και στην Ελλάδα, όσο κι αν οι θεσμοί και ο νομοθέτης αντιστέκονται –συχνά επινοώντας νέα, χαμηλής ποιότητας, δικηγορική ύλη–, το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί με γρήγορους ρυθμούς, καθώς η Τ.Ν. εξελίσσεται και τα δικηγορικά γραφεία εξοικειώνονται περισσότερο με τα εργαλεία της.
Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι αυτό το 10%-20% των εργασιών που ήδη αναλαμβάνει η Τ.Ν., τo φέρει εις πέρας συχνά πιο αποτελεσματικά από έναν νέο δικηγόρο: με μεγαλύτερη ακρίβεια, ταχύτερα και με πολύ χαμηλότερο κόστος – χωρίς να τίθεται θέμα κόπωσης, διαθεσιμότητας ή «πίστης» στον εργοδότη.
Αξιοπιστία. Ηδη σήμερα τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να επεξεργάζονται με αξιοπιστία δεδομένα από τη νομοθεσία, τη θεωρία και τη νομολογία – στον βαθμό που αυτά είναι διαθέσιμα. Σε αρκετές περιπτώσεις είναι σε θέση να καταλήγουν σε λογικά συμπεράσματα, πραγματοποιώντας δηλαδή έναν συνεπή δικανικό συλλογισμό: υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών (ελάσσων πρόταση) στο νομοθετικό πλαίσιο, όπως αυτό ερμηνεύεται από τη θεωρία και τα δικαστήρια (μείζων πρόταση). Με άλλα λόγια, ανταγωνίζονται πλέον επάξια την ικανότητα ενός δικηγόρου με λίγα χρόνια εμπειρίας.
Ταχύτητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πλατφόρμα του ChatGPT, η οποία μπορεί να συντάξει νομικό κείμενο υψηλής ποιότητας, έκτασης αρκετών σελίδων μέσα σε περίπου 15 λεπτά. Για το ίδιο αποτέλεσμα ένας νέος δικηγόρος θα χρειαζόταν συνήθως 2-3 ημέρες – και ακόμη και τότε το κείμενο θα χρειαζόταν πιθανότατα περισσότερες διορθώσεις και παρεμβάσεις.
Κόστος. Το κόστος απασχόλησης ενός νέου δικηγόρου για τον εργοδότη του κυμαίνεται, κατά τον πρώτο χρόνο, μεταξύ 15.000 και 25.000 ευρώ ετησίως. Την ίδια στιγμή, η συνδρομή στα πλέον διαδεδομένα γλωσσικά μοντέλα Τ.Ν. –ChatGPT και Copilot– ανέρχεται σε περίπου 600 ευρώ τον χρόνο.
Η διαφορά ανάμεσα στις παραπάνω παραμέτρους είναι τόσο σημαντική που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Και αργά ή γρήγορα, αυτή η ανισορροπία θα αρχίσει να αντικατοπτρίζεται πιο έντονα στις αμοιβές των νέων δικηγόρων.
Αναμφίβολα, το παραγόμενο έργο ενός συστήματος Τ.Ν. χρειάζεται –τουλάχιστον προς το παρόν– επανέλεγχο από έναν πιο έμπειρο νομικό, ιδίως όταν το προς επίλυση ζήτημα παρουσιάζει αυξημένη πολυπλοκότητα. Ωστόσο, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την εργασία ενός νέου δικηγόρου, για την οποία, όπως προαναφέρθηκε, απαιτείται επίσης η εποπτεία ενός εμπειρότερου συναδέλφου.
Πέρα από τον έλεγχο, τη διασταύρωση και το φιλτράρισμα των αποτελεσμάτων που παράγει η τεχνητή νοημοσύνη, η εμπειρία του δικηγόρου αποδεικνύεται καθοριστική και για έναν ακόμη λόγο: για τη σωστή διατύπωση των εντολών (prompts) προς το σύστημα. Το λεγόμενο prompting αναδεικνύεται σε νέο πεδίο εξειδίκευσης και διαφοροποίησης μεταξύ των νομικών επαγγελματιών που αξιοποιούν αυτή την τεχνολογία.
H Τ.Ν. πλέον μπορεί να αναλάβει περίπου το 10% έως 20% της ουσιαστικής νομικής ύλης που συνήθως ανατίθεται σε ασκούμενους ή νέους δικηγόρους.
Και ακόμη κι όταν το αποτέλεσμα που παράγει η Τ.Ν. είναι τεχνικά άρτιο, η εμπειρία του δικηγόρου είναι εκείνη που καθορίζει τον βέλτιστο τρόπο αξιοποίησής του – και, συχνά, αν, πότε, πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις θα επικοινωνηθεί στον εντολέα.
Οι αλλαγές αυτές αρχίζουν ήδη να επηρεάζουν τη δομή των μεγαλύτερων δικηγορικών σχημάτων. Από το παραδοσιακό μοντέλο της «πυραμίδας» φαίνεται πως οδεύουμε προς μια δομή που θυμίζει περισσότερο «διαμάντι», όπου ο αριθμός των συνεργατών μέσης εμπειρίας, οι οποίοι θα είναι σε θέση να αξιοποιούν την Τ.Ν., θα αυξάνεται εις βάρος των νέων δικηγόρων.
Ολα αυτά θέτουν τα εξής κρίσιμα ερωτήματα: Ποιος θα είναι, τελικά, ο ρόλος των νέων δικηγόρων στο αυριανό επάγγελμα; Πώς θα αποκτήσουν την εμπειρία που χρειάζεται για να εξελιχθούν; Και κυρίως: Πώς θα δημιουργηθούν, σε αυτό το περιβάλλον, οι μελλοντικοί senior συνεργάτες ή εταίροι;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, σε ένα περιβάλλον αυξημένου ανταγωνισμού, ήταν και παραμένει διαχρονικά απλή: θα πρέπει να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί. Μόνο που αυτή τη φορά δεν έχουν να ανταγωνιστούν μόνο τους νέους συναδέλφους τους αλλά και την τεχνολογία, η οποία εξελίσσεται και βελτιώνεται ταχύτατα.
Πώς επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο; Και εδώ η απάντηση είναι απλή: κατ’ αρχάς με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάθεση για τριβή και έκθεση σε πραγματικές συνθήκες εργασίας με στόχο την απόκτηση εμπειρίας, η οποία θα τους επιτρέψει να γίνουν πιο αποτελεσματικοί, ακριβώς με τη χρήση της Τ.Ν.
Ωστόσο, όπως πολλοί εργοδότες παρατηρούν –όχι μόνο στον νομικό χώρο– η διάθεση για ουσιαστική ενασχόληση με την πραγματικότητα της αγοράς φαίνεται να περιορίζεται. Οι κοινωνικοοικονομικές μετατοπίσεις και οι διαφορετικές προτεραιότητες της νέας γενιάς φέρνουν στην επιφάνεια ένα νέο είδος ανισορροπίας: αυτή τη φορά, εις βάρος της εργασιακής εμπειρίας. Το (εύλογο) αίτημα (και ενίοτε απαίτηση) για ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και την προσωπική ζωή (work life balance) τείνει να δημιουργεί μια νέα ανισορροπία, αυτή τη φορά εις βάρος της εργασίας.
Επιπλέον, οι νέοι δικηγόροι θα πρέπει να εστιάσουν στην απόκτηση και καλλιέργεια των λεγόμενων «ήπιων δεξιοτήτων» (soft skills), δηλαδή ικανοτήτων πέραν της επιστημονικής κατάρτισης, όπως η συνύπαρξη και απόδοση σε ομάδες, η επικοινωνία με τους εντολείς και τους συναδέλφους, η προσαρμοστικότητα, η κριτική σκέψη εκτός πλαισίου, η συναισθηματική νοημοσύνη, οι ηγετικές ικανότητες κ.ο.κ. Σε ένα βαθμό οι ικανότητες αυτές είναι έμφυτες, ωστόσο η διάθεση για βελτίωση εντός του εργασιακού περιβάλλοντος είναι και πάλι ο κρίσιμος παράγοντας που θα διακρίνει τους δικηγόρους οι οποίοι θα παραμείνουν ανταγωνιστικοί από εκείνους που θα μείνουν εκτός επαγγέλματος.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η επαγγελματική δέσμευση προϋποθέτει αποδοχή κάθε μορφής εργασιακής πίεσης ή επιστροφή σε έναν «εργασιακό μεσαίωνα». Ούτε ότι οι νέες γενιές πρέπει να παραιτηθούν από τις κατακτήσεις των προηγούμενων. Το αντίθετο: έχουν χρέος να τις διατηρήσουν. Ομως η προσαρμογή στις νέες συνθήκες είναι αναπόφευκτη – και απαιτείται να γίνει με ρεαλισμό, ταχύτητα και πλήρη επίγνωση του πόσο γρήγορα αλλάζει το επαγγελματικό τοπίο.
Ταυτόχρονα, η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στους νέους. Τα δικηγορικά γραφεία, οι επαγγελματικοί φορείς και τα πανεπιστήμια χρειάζεται να αναθεωρήσουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο προετοιμάζουν και στηρίζουν τους νέους νομικούς. Η Τ.Ν. δεν είναι απλώς ένα ακόμη εργαλείο· είναι μια νέα συνθήκη. Και σε αυτό το πλαίσιο, οι νέοι δικηγόροι έχουν κάθε δικαίωμα να είναι απαιτητικοί. Γραφεία που δεν επενδύουν στη μάθηση και στην έκθεσή τους σε ουσιαστική εργασία δεν έχουν θέση στις επιλογές τους. Το περιθώριο για «χαμένες ευκαιρίες» απλώς δεν υπάρχει πια.
Εντέλει, όπως και στα περισσότερα επαγγέλματα, η Τ.Ν. δεν αναμένεται, σύντομα τουλάχιστον, να υποκαταστήσει πλήρως τους νέους (ή μη) δικηγόρους, ωστόσο είναι βέβαιο ότι θα τους υποχρεώσει να προσαρμοσθούν και να εξελιχθούν πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνέβαινε μέχρι σήμερα.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Λογαράς είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, με εξειδίκευση στη διανοητική ιδιοκτησία και στις νέες τεχνολογίες. Το 2019, έχοντας συμπληρώσει 15 χρόνια εργασίας σε δικηγορικές εταιρείες στην Ελλάδα, ίδρυσε το γραφείο Λογαράς & Συνεργάτες (Logaras Law).

