Χαμηλή είναι η άμεση έκθεση της ελληνικής οικονομίας στις ΗΠΑ, σημειώνει ανάλυση της Μονάδας Οικονομικής Ανάλυσης και Ερευνας της Eurobank για τον εμπορικό πόλεμο, υπολογίζοντας ότι οι εξαγωγές αγαθών προς τις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν μόλις το 1% του ΑΕΠ της χώρας και ο εισερχόμενος τουρισμός από τις ΗΠΑ αντιπροσώπευε το 2024 μόλις το 7,7% των συνολικών εισπράξεων. Ωστόσο οι έμμεσες επιπτώσεις, μέσω της χαμηλότερης ανάπτυξης στην Ε.Ε., τον κύριο εμπορικό εταίρο της Ελλάδας, και της αυξημένης αβεβαιότητας, δημιουργούν μη αμελητέους κινδύνους για τη ζήτηση εξαγωγών, τις ροές τουρισμού και τα ευρύτερα κανάλια εμπιστοσύνης, τονίζουν οι αναλυτές.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα εισέρχεται σε αυτή τη νέα περίοδο αστάθειας που προκαλείται από το διεθνές εμπόριο σε μια θέση σχετικής ισχύος σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν της κατά τη διάρκεια της κρίσης δημοσίου χρέους της περιόδου 2008-2018.
Τα ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα, η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, τα σημαντικά αποθέματα ρευστότητας, η επιστροφή στην πιστοληπτική αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας, η συνεχιζόμενη εισροή κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τα υπόλοιπα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε., τα οποία λειτουργούν ως ισχυρό αντικυκλικό εργαλείο, σε συνδυασμό με την εφαρμογή του νέου δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενισχύουν την ανθεκτικότητα της χώρας, σημειώνει η Eurobank.
Επιπλέον, οι προοπτικές του τουρισμού παραμένουν ισχυρές και, μέχρι στιγμής, ο προγραμματισμός αεροπορικών θέσεων δείχνει ανοδική τάση για τη φετινή τουριστική περίοδο, συμπεριλαμβανομένων των ταξιδιωτών από τις ΗΠΑ. Οι αυξανόμενες επενδύσεις στην άμυνα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, θα μπορούσαν επίσης να προσφέρουν ώθηση στη συνολική ζήτηση, καθώς και διαχύσεις υψηλής τεχνολογίας στην οικονομία. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν καλά κεφαλαιοποιημένες και διαθέτουν υψηλή ρευστότητα, με ελάχιστη άμεση έκθεση σε κίνδυνο που συνδέεται με τις ΗΠΑ. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων, αν και εξακολουθεί να είναι υψηλότερος σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί, και η εξυπηρέτηση των δανείων έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα έναντι μιας σειράς από κραδασμούς (πανδημία, ενεργειακή κρίση, επίμονος πληθωρισμός), μετριάζοντας τις πιθανές ανησυχίες για ένα νέο κύμα καθυστερήσεων. Τούτων δοθέντων, εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει και την παρούσα χρονιά να υπεραποδίδει αναπτυξιακά έναντι της Ευρωζώνης.

