Η πρόσφατη εξαγορά τριών περιφερειακών εμπορικών κέντρων από τον ουγγρικό επενδυτικό όμιλο Indotek σηματοδότησε μία ακόμα σημαντική κίνηση ενός ξένου θεσμικού επενδυτή στην ελληνική αγορά ακινήτων τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, την ίδια στιγμή, η κίνηση αυτή σηματοδότησε και την «έξοδο» ενός από τους πρώτους ξένους που τοποθετήθηκαν στην Ελλάδα, της γαλλικής Klepierre.
Η εταιρεία είχε αποκτήσει τρία κέντρα, κατά την περίοδο της δεκαετίας του 2000, το Patra Mall, το Makedonia Mall και το Efkarpia Mall, τα οποία διαθέτουν συνολικά 67 καταστήματα, με σημείο αναφοράς και στα τρία την παρουσία της αλυσίδας Σκλαβενίτη. Η Indotek έχει επενδύσει και στον τομέα της φιλοξενίας στην Ελλάδα, αγοράζοντας το 2022 το ξενοδοχείο Oscar στον σταθμό Λαρίσης. Το ακίνητο αυτό αποκτήθηκε αντί 5,5 εκατ. ευρώ μέσω πλειστηριασμού με επισπεύδοντα την Εθνική Τράπεζα και σήμερα ανακατασκευάζεται. Οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές έχουν αρχίσει να επανατοποθετούνται στρατηγικά στην εγχώρια αγορά ακινήτων, ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση, η «ευημερία» δεικτών που ακολούθησε και το επιστέγασμα αυτών με την εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας, έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα, με την ελληνική αγορά ακινήτων να εξελίσσεται σε έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, που μπορεί να προσελκύσει τόσο επενδυτές συντηρητικού προφίλ, όσο κι εκείνους που επιθυμούν την ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου, ανάλογα με το είδος της επένδυσης.
Ενας από τους ομίλους που έχουν δημιουργήσει ένα δυνητικό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο άνω των 600 εκατ. ευρώ, είναι η Brook Lane Capital που ιδρύθηκε από τον κ. Αζίζ Φράνσις, διαχειριστή κεφαλαίων με εμπειρία στη Morgan Stanley και στη Spinnaker Capital. Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος, «η ελληνική αγορά προσφέρει πολύ μεγάλες ευκαιρίες έπειτα από ένα κώμα 10 χρόνων. Οι επενδύσεις σήμερα γίνονται όχι μόνο επειδή η Ελλάδα έχει καλές τιμές, αλλά επειδή διαθέτει πολλά ενδιαφέροντα ακίνητα».
Η Ελλάδα προσελκύει πλέον τόσο επενδυτές συντηρητικού προφίλ όσο κι εκείνους που επιθυμούν την ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου.
Το μεγαλύτερο μέρος του επενδυτικού σχεδίου της Brook Lane αφορά το ακίνητο του Ελληνικού, όπου έχει τεθεί σε τροχιά η υλοποίηση έργων εκτιμώμενου ύψους 450 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία προχωράει, σε συνεργασία με τη Lamda Development (70%-30%), στην ανάπτυξη ενός πύργου μεικτής χρήσης, στον εμπορικό πόλο του ακινήτου, στο βόρειο τμήμα, κοντά στη Λ. Βουλιαγμένης. Ο πύργος θα περιλαμβάνει ξενοδοχείο, branded διαμερίσματα (με την επωνυμία του ξενοδοχείου και υπηρεσίες φιλοξενίας), όπως επίσης κι επιπλωμένα διαμερίσματα, τα οποία θα συνοδεύονται από υπηρεσίες φιλοξενίας. Η εταιρεία ήταν και μεταξύ των αγοραστών οικοπέδων για οικιστική χρήση, επίσης εντός του Ελληνικού.
Στο Μαρούσι, σε κοινοπραξία 50%-50% με τη Noval Property, η Brook Lane αναπτύσσει σήμερα το συγκρότημα γραφείων The Grid, στη συμβολή των οδών Χειμάρρας και Αμαρουσίου-Χαλανδρίου (πρώην Kodak). Πρόκειται για επένδυση συνολικού ύψους πλησίον των 100 εκατ. ευρώ, με το 50% να έχει μισθωθεί από την Ernst & Young που προβλέπεται να εγκατασταθεί στις αρχές του 2026. Το υπόλοιπο 50% του συγκροτήματος σχεδιάζεται να παραδοθεί προς το τέλος του 2026.
Επενδυτική «βεντάλια» που μπορεί να ξεπεράσει σε αξία το 1,5 δισ. ευρώ, έχει αναπτύξει και η Dromeus Capital, υπό τη διαχείριση του κ. Αχιλλέα Ρισβά και με την υποστήριξη σημαντικών ξένων θεσμικών funds. Σε συνεργασία με την Blackrock έχει αναπτυχθεί ένα χαρτοφυλάκιο γραφείων συνολικής αξίας άνω των 500 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, στον τομέα των logistics, μόλις ολοκληρώθηκε το πρώτο έργο, που αφορά ένα σύγχρονο κτίριο logistics επιφάνειας 42.000 τ.μ. στην Ελευσίνα. Μισθωτής θα είναι η Synergy, εταιρεία παροχής υπηρεσιών logistics. Παράλληλα, σχεδιάζεται και η επέκταση του εν λόγω συγκροτήματος κατά 30.000 τ.μ. Το συνολικό ύψος της επένδυσης της Dromeus στην αγορά logistics στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 100 εκατ. ευρώ. Για τον σκοπό αυτό υφίσταται κοινοπραξία με την επενδυτική εταιρεία Quilvest Capital Partners, έναν επενδυτικό όμιλο που διαθέτει κεφάλαια ύψους 7 δισ. ευρώ υπό διαχείριση.
Το τελευταίο χρονικά εγχείρημα αφορά την αγορά των data centers και υλοποιείται σε συνεργασία με την Apto, που είναι ο «βραχίονας» της PIMCO στον τομέα των κέντρων επεξεργασίας μεγάλου όγκου δεδομένων. Πρόκειται για μια επένδυση η οποία, σε πλήρη ανάπτυξη, αναμένεται να ανέλθει σε 1 δισ. ευρώ, καθώς θα αφορά ένα συγκρότημα από τρία data center (κέντρα επεξεργασίας μεγάλου όγκου δεδομένων), συνολικής δυναμικότητας 80 MVA (περί τα 80 MW).

