Μπορεί η Ελλάδα να εξασφάλισε τη μεγαλύτερη, αναλογικά με το ΑΕΠ της, χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και να «έτρεξε» γρήγορα στα πρώτα αιτήματα πληρωμής, αλλά ο κρατικός μηχανισμός έχει λαχανιάσει πλέον και δυσκολεύεται, όχι μόνο να εκταμιεύσει, αλλά κυρίως να διοχετεύσει τους πόρους στους τελικούς δικαιούχους.
Τα στοιχεία της Eurostat που δόθηκαν στη δημοσιότητα πριν από λίγες μέρες δείχνουν ότι η Ελλάδα, ως ποσοστό των συνολικών επιχορηγήσεων (χωρίς τα δάνεια) που δικαιούται, είχε εισπράξει έως το τέλος του 2024 το 47,4% ή 8,6 δισ. ευρώ, έναντι 57,88% του μέσου όρου στην Ε.Ε., καταλαμβάνοντας μια θέση στη μέση των 27 χωρών. Το 2023 η Ελλάδα έκανε ένα μόνο αίτημα πληρωμής κι αυτό αντικατοπτρίστηκε στις εισπράξεις του 2024.
Αυτό, όμως, που προβληματίζει περισσότερο τους οικονομικούς αναλυτές και το έχει αναφέρει κατ’ επανάληψιν στις εκθέσεις της και η Τράπεζα της Ελλάδος, είναι ότι τα κονδύλια που εισπράττονται δεν διοχετεύονται γρήγορα στους τελικούς δικαιούχους, αλλά λιμνάζουν στους φορείς της γενικής κυβέρνησης, εις βάρος προφανώς της ανάπτυξης. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η χρήση των επιχορηγήσεων στην Ελλάδα περιοριζόταν στο τέλος του 2024 στο 28% των συνολικών διαθεσίμων πόρων ή στα 5,1 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, από τις επιχορηγήσεις που εισέπραξε, λίγο λιγότερες από τις μισές, το 40,6% ή 3,5 δισ. ευρώ, δεν είχαν χρησιμοποιηθεί. Σε αυτή την κατάταξη καταλαμβάνει τη 19η θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε.
Τα κονδύλια που εισπράττονται δεν διοχετεύονται γρήγορα στους τελικούς δικαιούχους, αλλά λιμνάζουν στους φορείς της γενικής κυβέρνησης, εις βάρος της ανάπτυξης.
«Υπάρχει μια πολύ βαριά γραφειοκρατική διαδικασία», εξηγεί οικονομικός αναλυτής από τον τραπεζικό χώρο. «Από τη στιγμή που θα υποβληθεί ένα επενδυτικό σχέδιο, μέχρι να εγκριθεί, να γίνουν συμβασιοποιήσεις κ.λπ., περνάει μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπάρχουν κι άλλες χώρες που έχουν τέτοιο θέμα, αλλά εμείς είμαστε λίγο χειρότερα. Βεβαίως, το δικό μας πρόγραμμα είναι το μεγαλύτερο ως ποσοστό του ΑΕΠ, άρα είναι πιο απαιτητικό από τη δημόσια διοίκηση, αλλά και η ελληνική δημόσια διοίκηση έχει σοβαρό πρόβλημα».
Το ίδιο θέμα είχε αναδείξει και η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, σημειώνοντας ότι «η υποεκτέλεση των δαπανών καταδεικνύει τις δυσκολίες υλοποίησης των επενδυτικών προγραμμάτων. Οι προηγούμενες επιδόσεις όσον αφορά την απορρόφηση κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. δείχνουν ότι οι πληρωμές δαπανών που σχετίζονται με δημόσια επενδυτικά έργα χρηματοδοτούμενα από ευρωπαϊκά κονδύλια παρουσιάζουν σημαντικές καθυστερήσεις».
Η υποεκτέλεση των δαπανών καταδεικνύει τις δυσκολίες υλοποίησης των επενδυτικών προγραμμάτων, επισήμανε πρόσφατα σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος.
Το ποιοι είναι οι τελικοί δικαιούχοι έχει επίσης ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, για την περίοδο 2021-2024, στο σύνολο των επιχορηγήσεων που χρησιμοποιούνται, η συντριπτική πλειονότητα στην Ελλάδα, περίπου το 85%, έναντι περίπου 55% στην Ε.Ε., έχει τελικό προορισμό φορείς εκτός γενικής κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, αφορά «μεταβιβάσεις κεφαλαίων» σε φορείς της κυβέρνησης που προορίζονται για τη χρηματοδότηση επενδύσεων φορέων εκτός κυβέρνησης, όπως εξηγεί η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Το ποσό που έχει διοχετευθεί για ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, δηλαδή έχει επενδυθεί κατ’ ευθείαν από τη γενική κυβέρνηση, είναι κάτω από 10% έναντι 21% στην Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι το 29% του συνόλου των επιχορηγήσεων στην Ε.Ε. έχει διατεθεί για τρέχουσες δαπάνες, που υποτίθεται ότι δεν θα χρηματοδοτούσε το ΤΑΑ. Στην Ελλάδα το σχετικό ποσοστό δεν ξεπερνά το 10%. Αλλά και το τι ορίζεται ως επένδυση είναι ένα άλλο μεγάλο ερώτημα. Π.χ. στην Ελλάδα η επιδότηση επιτοκίων για στεγαστικά δάνεια θεωρείται επένδυση.
Βεβαίως, από το Ταμείο Ανάκαμψης επισημαίνουν ότι η Ελλάδα σε απόλυτα μεγέθη είναι 6η σε εκταμιεύσεις, επομένως έχει εισπράξει ένα μεγάλο ποσό. Επιπλέον, τονίζουν ότι το ελληνικό σχέδιο είναι οπισθοβαρές, καθώς τα περισσότερα ορόσημα του τελευταίου αιτήματος πληρωμής (9ο) τον Αύγουστο του 2026 είναι ορόσημα ολοκλήρωσης έργων, οπότε και θα πληρωθούν τα μεγαλύτερα ποσά. Το 2025 ο στόχος απορρόφησης είναι 4,9 δισ. ευρώ και το 2026 είναι 7 δισ. ευρώ. «Το κρίσιμο πεδίο είναι τώρα», λέει ο Ορέστης Καβαλάκης, διοικητής του Ταμείου.
Στο σκέλος των δανείων η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα όπου το σύνολο σχεδόν των ποσών που έχει εισπράξει προορίζεται για ιδιωτικό δανεισμό (καταγράφεται ως «άλλα κόστη» στον πίνακα της Eurostat). Αλλες χώρες, όπως π.χ. η Κύπρος, η Σλοβενία και η Ρουμανία δανείζονται για δημόσιες επενδύσεις, που σημαίνει ότι θα επιστρέψουν οι ίδιες τα δάνεια.
Τα νεότερα στοιχεία δείχνουν ότι έως τον Απρίλιο οι εκταμιεύσεις έχουν φτάσει τα 21,34 δισ. ευρώ (9,94 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 11,4 δισ. ευρώ δάνεια), δηλαδή το 59,4% των ποσών που δικαιούται η χώρα.

