Φοροδοξίες: Γνωρίζετε ότι η επιβολή φόρου πλούτου παραμένει ανοιχτό ζήτημα;

Φοροδοξίες: Γνωρίζετε ότι η επιβολή φόρου πλούτου παραμένει ανοιχτό ζήτημα;

Η επιβολή φόρου πλούτου (wealth tax) σε ενωσιακό επίπεδο για φυσικά πρόσωπα υψηλής καθαρής περιουσίας παραμένει ανοιχτό ζήτημα, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνά τα μέσα αποτελεσματικότερης εφαρμογής του

2' 50" χρόνος ανάγνωσης

Η επιβολή φόρου πλούτου (wealth tax) σε ενωσιακό επίπεδο για φυσικά πρόσωπα υψηλής καθαρής περιουσίας παραμένει ανοιχτό ζήτημα, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνά τα μέσα αποτελεσματικότερης εφαρμογής του. Με τον όρο «φόρος πλούτου» εννοούμε τον άμεσο φόρο που επιβάλλεται στην καθαρή περιουσία, μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων, ενός φορολογούμενου φυσικού προσώπου. Συνδέεται με τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η αξία της καθαρής περιουσίας κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα (high net-worth individuals) ως μία προσπάθεια ενίσχυσης της φορολογικής δικαιοσύνης, μείωσης των ανισοτήτων και αύξησης των δημοσίων εσόδων. Πλέον, τα ευρωπαϊκά κράτη στα οποία επιβάλλεται φόρος πλούτου επί της καθαρής αξίας της συνολικής περιουσίας είναι η Νορβηγία, η Ισπανία και η Ελβετία. Η διστακτικότητα αυτή των κρατών οφείλεται κυρίως στο υψηλό διοικητικό κόστος εφαρμογής και στον πιθανό κίνδυνο φυγής κεφαλαίων και αποθάρρυνσης των επενδύσεων. Επί του παρόντος, οι προσεγγίσεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσον αφορά τη φορολογία επί του πλούτου, παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις με αποτέλεσμα οποιαδήποτε σχετική ενωσιακή ή διεθνής πρωτοβουλία να απαιτεί πολιτική βούληση, συντονισμό και κοινή δράση των κρατών. Περαιτέρω, σε συνέδριο που διεξήχθη πρόσφατα υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συζητήθηκε η πρόταση της επιβολής φόρου πλούτου με συντελεστή 3% επί της συνολικής καθαρής περιουσίας 600 φυσικών προσώπων που ανήκουν στην κατηγορία των ultra high net-worth individuals, υποδηλώνοντας ότι το εν λόγω ζήτημα παραμένει ανοιχτό στην ατζέντα δράσεων των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ο φορολογούμενος δικαιούται τόκους χωρίς να έχει υποβάλει αίτηση και σε περίπτωση συμψηφισμού επιστρεπτέου ποσού φόρου με οφειλές. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ανώνυμη εταιρεία είχε δηλώσει ποσό φόρου προς επιστροφή στη φορολογική της δήλωση. Επειτα από έλεγχο, η φορολογική αρχή αποδέχθηκε μέρος του ποσού προς επιστροφή και το συμψήφισε με άλλες οφειλές της εταιρείας. Η τελευταία ζήτησε την καταβολή τόκων για την καθυστέρηση της επιστροφής, χωρίς να έχει προηγηθεί χωριστή αίτηση επιστροφής φόρου. Το αίτημά της απορρίφθηκε τόσο από τη φορολογική αρχή όσο και από το Διοικητικό Εφετείο, με την αιτιολογία ότι δεν υποβλήθηκε αίτηση επιστροφής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η υποβολή δήλωσης με ποσό προς επιστροφή αρκεί και δεν απαιτείται νέα αίτηση, όταν η φορολογική αρχή προχωράει αυτεπαγγέλτως σε συμψηφισμό. Τέλος, το ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση της εταιρείας αναπέμποντας την υπόθεση στη φορολογική αρχή για να καταβληθούν οι τόκοι στην εταιρεία (ΣτΕ 175/2025).

Το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται ως προς την επιβολή δασμολογικών επιβαρύνσεων από αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Μετά τον καταλογισμό δασμών και φόρων από την τελωνειακή αρχή εις βάρος εταιρείας και του νομίμου εκπροσώπου της για λαθρεμπορία, το διοικητικό δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου δεν αίρει τις δασμολογικές επιβαρύνσεις. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης, με την οποία προβαλλόταν ότι η ποινική απαλλαγή του εκπροσώπου από την κατηγορία της λαθρεμπορίας θα έπρεπε να έχει δεσμευτική ισχύ και στη διοικητική διαδικασία, καθώς ανατρέπει την αιτιολογία της καταλογιστικής πράξης. Το δικαστήριο έκρινε ότι η δέσμευση από ποινικές αποφάσεις ισχύει μόνο για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, όπως τα πολλαπλά τέλη, όχι όμως και για την επιβολή δασμών και φόρων, οι οποίοι επιβάλλονται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας. Κατ’ επέκταση απορρίφθηκε και ο δεύτερος ισχυρισμός περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής «ne bis in idem», επιβεβαιώνοντας τη διακριτή λειτουργία διοικητικής και ποινικής δικαιοσύνης σε υποθέσεις με φορολογικές συνέπειες και εδραιώνοντας τη νομολογιακή αρχή ότι η διαπίστωση φορολογικής υποχρέωσης δεν προϋποθέτει ποινική ενοχή (ΣτΕ 291/2025).

Πηγή: Grant Thornton

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT