Μια ιστορική ανακάλυψη πετρελαίου κοντά στο Ελ Ντοράντο στην πολιτεία Αρκάνσας πριν από έναν και πλέον αιώνα πυροδότησε μια φρενίτιδα γεωτρήσεων που καθιέρωσε τις ΗΠΑ ως παγκόσμια ενεργειακή υπερδύναμη. Στην ακμή της η πόλη φιλοξένησε πάνω από 50 πετρελαϊκές εταιρείες και το Σμάκοβερ ήταν το μεγαλύτερο κοίτασμα πετρελαίου στον κόσμο. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, η παραγωγή του «μαύρου χρυσού» μειώθηκε απότομα και η βιομηχανία εξόρυξης στρέφεται εντατικά στο λίθιο, στον λεγόμενο «λευκό χρυσό», ένα κρίσιμο μέταλλο που κυριαρχεί στην πράσινη μετάβαση. Τα υπόγεια κοιτάσματα άλμης που βρίσκονται στο Αρκάνσας και στις γειτονικές πολιτείες περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις του μετάλλου, ενώ μια πρόσφατη μελέτη της Γεωλογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ εκτίμησε τον συνολικό πόρο μόνο στο νοτιοδυτικό Αρκάνσας σε 19 εκατ. τόνους, ποσότητα που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη ζήτηση λιθίου στις ΗΠΑ.
Μεταξύ των δώδεκα εταιρειών που επιδιώκουν να πραγματοποιήσουν γεωτρήσεις λιθίου στην περιοχή είναι οι κολοσσοί ExxonMobil, Occidental Petroleum και Equinor που εφαρμόζουν πιλοτικά την άμεση εξόρυξη λιθίου (DLE), μια αναδυόμενη τεχνολογία που θα μπορούσε να στηρίξει μια βιομηχανία πολλών δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ – και να χαλαρώσει τον ασφυκτικό έλεγχο της Κίνας στις αλυσίδες εφοδιασμού. «Η DLE θα μπορούσε να κάνει για τη βιομηχανία και την οικονομία των ΗΠΑ ό,τι έκανε η υδραυλική ρωγμάτωση (fracking) για τη βιομηχανία πετρελαίου των ΗΠΑ πριν από σχεδόν 20 χρόνια», λέει ο Αντι Ρόμπινσον, γεωεπιστήμονας και συνιδρυτής της Standard Lithium, η οποία αναπτύσσει ένα έργο αξίας 1,5 δισ. δολαρίων κοντά στο Ελ Ντοράντο σε συνεργασία με τον νορβηγικό όμιλο Equinor. Οι υποστηρικτές της λένε ότι η μέθοδος προσφέρει μια ταχύτερη και λιγότερο επιβλαβή για το περιβάλλον εναλλακτική λύση, ενώ αποτελεί έναν χρήσιμο τρόπο για να διαφοροποιήσουν τις επιχειρήσεις τους οι εταιρείες πετρελαίου. Η αναδυόμενη βιομηχανία έχει ισχυρούς υποστηρικτές, όπως ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δίνει προτεραιότητα στην παραγωγή κρίσιμων ορυκτών. Τον περασμένο μήνα η κυβέρνησή του επέλεξε το εργοστάσιο λιθίου της Standard ως ένα από τα δέκα κρίσιμα έργα ορυκτών που θα επωφεληθούν από μια νέα ταχεία διαδικασία αδειοδότησης.
H νέα τεχνολογία που εξάγει το μέταλλο συγκρίνεται με την επανάσταση του σχιστολιθικού πετρελαίου.
Οι πρωτοπόροι του λιθίου στις ΗΠΑ ωστόσο πρέπει να αποδείξουν ότι η νέα τεχνολογία μπορεί να είναι εμπορικά επιτυχημένη σε μεγάλη κλίμακα και να ανταγωνιστεί τόσο τις υπάρχουσες τεχνολογίες εξόρυξης όσο και τα αντίπαλα έργα σε χώρες χαμηλότερου κόστους. Οι Αμερικανοί παραγωγοί λένε ότι η Κίνα, μακράν ο μεγαλύτερος παράγοντας τόσο στην επεξεργασία λιθίου όσο και στην παραγωγή μπαταριών, έχει σκόπιμα κατακλύσει την αγορά λιθίου και έχει προκαλέσει κατάρρευση στις τιμές, με στόχο να αποθαρρύνει τους νέους «παίκτες» και να διατηρήσει την κυριαρχία της. Οι τιμές του ανθρακικού λιθίου έχουν μειωθεί κατά 80% σε περίπου 9.000 δολάρια ανά τόνο από την κορύφωσή τους τον Νοέμβριο του 2022. Το Πεκίνο έχει επίσης περιορίσει την εξαγωγή ορισμένων τεχνολογιών και υλικών που απαιτούνται για την επεξεργασία λιθίου και άλλων κρίσιμων ορυκτών που είναι ζωτικής σημασίας για τις βιομηχανίες άμυνας, αυτοκινητοβιομηχανίας και ημιαγωγών. «Η τεχνολογία DLE θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τις παγκόσμιες αγορές λιθίου την επόμενη δεκαετία και να βοηθήσει τις εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ να αποκτήσουν μια θέση στον κλάδο», λέει ο Φεντερίκο Γκέι, αναλυτής στην ερευνητική ομάδα Benchmark Mineral Intelligence. «Αλλά πρώτα πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να ξεπεράσουν τεχνικές, οικονομικές και στρατηγικές προκλήσεις».
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα η παραγωγή λιθίου ήταν μια βιομηχανία μικρής κλίμακας. Το στοιχείο χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως συστατικό σε πυρηνικές κεφαλές και αργότερα ως φάρμακο για τη σταθεροποίηση της διάθεσης. Ωστόσο, η εμπορευματοποίηση των μπαταριών ιόντων λιθίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από τον ιαπωνικό όμιλο Sony, και πιο πρόσφατα η χρήση τους σε ηλεκτρικά οχήματα και άλλα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, έχει πυροδοτήσει μια άνθηση της ζήτησης που μεταμορφώνει τον κλάδο. Από το 2020 έως το 2024 η παγκόσμια ζήτηση λιθίου τριπλασιάστηκε σε περίπου 1,2 εκατ. τόνους, σύμφωνα με τη Wood Mackenzie, η οποία προβλέπει ότι η κατανάλωση λιθίου θα φθάσει στους 5,8 εκατ. τόνους έως το 2050.
Η τεχνολογία DLE θα μπορούσε ενδεχομένως να αναδιαμορφώσει τις παγκόσμιες αγορές λιθίου την επόμενη δεκαετία και να βοηθήσει τις εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ να αποκτήσουν μια θέση στον κλάδο.

