Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί ακόμη να κλείνει συμφωνίες και να εκδίδει διατάγματα. Αλλά η ισχύς του έχει μειωθεί από τότε που ανακοίνωσε ιλιγγιώδεις δασμούς και στη συνέχεια υποχώρησε. Η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα έχει αλλάξει προς όφελος του Πεκίνου.
Ο Τραμπ αντλεί την ισχύ του, μεταξύ άλλων, και από την πεποίθηση πως είναι γεννημένος νικητής. Η περιοδεία του σε Σαουδική Αραβία, Κατάρ και Αραβικά Εμιράτα, από όπου ανακοίνωσε συμφωνίες άνω του 1 τρισ. δολ., ενίσχυσε αυτήν την εικόνα του και οι προσωπικές του σχέσεις με τους ηγέτες του Κόλπου υπογράμμισαν το χάρισμά του, επίσης μια άλλη πηγή ισχύος. Παράλληλα, όμως, τις τελευταίες εβδομάδες ο Τραμπ δίνει την εντύπωση ότι υπαναχωρεί όταν αντιμετωπίσει ενδείξεις προβλημάτων. Ανέβαλε τους δασμούς όταν είδε την πτώση των αγορών, προδίδοντας μικρή ανοχή στα οικονομικά δεινά. Κατέβασε τους τόνους προς τον Καναδά όταν ο πρωθυπουργός Μαρκ Καρνέι προχώρησε σε αντίποινα.
Η σημαντικότερη υποχώρησή του, όμως, ήταν την περασμένη εβδομάδα όταν μείωσε τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα για τουλάχιστον 90 ημέρες χωρίς να έχουν προηγηθεί υποχωρήσεις του Πεκίνου. Ισως φοβήθηκε ότι θα οδηγούσε σε στασιμοπληθωρισμό. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο Τραμπ φάνηκε να έχει υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις του και να έχει υποτιμήσει τα χαρτιά που κρατούσαν οι αντίπαλοί του. Αλλοι ίσως συμπεραίνουν πως δεν έχει τελικά «τα κότσια» για παρατεταμένες μάχες. Τώρα αντιμετωπίζει μεγαλύτερες αντιστάσεις στο εσωτερικό της χώρας του. Ακόμη και ορισμένες από τις επιτυχίες του ενδέχεται να μην είναι τόσο καλές όσο φαίνονται. Επέτυχε, για παράδειγμα, μια εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία που, όμως, συνεπάγεται για τις αμερικανικές επιχειρήσεις ευκαιρίες για εξαγωγές αξίας μόλις 5 δισ. δολ., σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της κυβέρνησής του. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με μόλις 0,02% του αμερικανικού ΑΕΠ. Στο μεταξύ, η συμφωνία βάσει της οποίας οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν τα Αραβικά Εμιράτα στην ανέγερση ενός κολοσσιαίου κέντρου τεχνητής νοημοσύνης, έχει προκαλέσει ανησυχία στους κόλπους της αμερικανικής κυβέρνησης ότι ίσως οι προηγμένοι μικροεπεξεργαστές θα καταλήξουν τελικά στην Κίνα. Οπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Σάιμον Εβενετ, καθηγητής Γεωπολιτικής και Στρατηγικής στο IMD, οι υποσχέσεις για επενδύσεις δεν μεταφράζονται απαραιτήτως σε πραγματικές επενδύσεις.
Επίσης, το γεγονός ότι επέτυχε να πείσει τους Ευρωπαίους, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες ενδέχεται και πάλι να έχει κάποιες αρνητικές επιπτώσεις. Ισως να μειώσει την οικονομική επιβάρυνση για τους Αμερικανούς φορολογούμενους, αλλά εξωθεί την Ευρώπη να μειώσει την εξάρτησή της από την Ουάσιγκτον και να ενισχύσει την άμυνά της. Αυτό μπορεί σε τελική ανάλυση να αποδυναμώσει τις ΗΠΑ στην αντιπαλότητά τους με την Κίνα εφόσον μπορεί η Ουάσιγκτον να έχει ανάγκη τους συμμάχους της.
Το πρόβλημα με την προσπάθεια του Τραμπ να κυριαρχήσει είναι ότι χειρίζεται την εξουσία κοιτάζοντας τον κόσμο μέσα από ένα πρίσμα που βλέπει μόνον νικητές και ηττημένους. Θα μπορούσε ασφαλώς να υιοθετήσει μια προσέγγιση κοινού οφέλους που θα επικεντρωνόταν στις αμοιβαία επωφελείς σχέσεις των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους. Αυτό προσπάθησε να επιτύχει ο προκάτοχός του, Τζο Μπάιντεν, με τη στρατηγική του για την ανάσχεση της Κίνας. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε, όμως, ότι ο 78χρονος πρόεδρος θα μάθαινε νέους τρόπους άσκησης της εξουσίας του. Ισως μπορεί να το κάνει. Αλλά αν δεν μπορεί, τότε το «ας κάνουμε την Αμερική και πάλι μεγάλη» κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα «κάνουμε την Αμερική αδύναμη και πάλι».

