Η συμφωνία για εκεχειρία 90 ημερών ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ουάσιγκτον, που έφερε την αισιοδοξία μεταξύ επενδυτών και οικονομολόγων και απομάκρυνε τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, αιφνιδίασε μεν αλλά τελικά δεν ήταν προϊόν αστραπιαίας διαπραγμάτευσης ενός Σαββατοκύριακου. Είχαν προηγηθεί κρυφές επαφές πριν από τρεις εβδομάδες και μάλιστα στο υπόγειο των κεντρικών γραφείων του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον και το ουσιαστικό μέρος της συμφωνίας είχε προετοιμαστεί εκεί. Κατά κάποιον τρόπο συμπληρώθηκε και σχεδόν ολοκληρώθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο. Την πληροφορία έδωσαν στους Financial Times πηγές προσκείμενες στις συνομιλίες και αναφέρουν ότι ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, που παρευρισκόταν στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ, συναντήθηκε με τον Κινέζο ομόλογό του Λαν Φοάν. Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, οι δύο υπουργοί συζήτησαν το πρόβλημα του διμερούς εμπορίου ανάμεσα στις χώρες τους, το οποίο είχε ουσιαστικά καταρρεύσει εξαιτίας των ένθεν και ένθεν εξωπραγματικών δασμών.
Ηταν η πρώτη επαφή που είχαν αξιωματούχοι των δύο χωρών σε υψηλό επίπεδο μετά την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ και την έναρξη του νέου εμπορικού πολέμου. Οδήγησε όμως στις συνομιλίες της Γενεύης ανάμεσα στον κ. Μπέσεντ και τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης, Χε Λιφένγκ, και τελικά στην εκεχειρία, με τις δύο πλευρές να μειώνουν η κάθε μία τους δασμούς κατά 115 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το επίπεδο στο οποίο τους είχε φέρει μετά την Τετάρτη 2 Απριλίου. Και έτσι μολονότι οι δύο πλευρές προειδοποιούσαν και απειλούσαν ότι ήταν αποφασισμένες να πάνε στα άκρα, η εκεχειρία απεδείχθη πολύ πιο εύκολη. Πέραν όμως του εύλογου ερωτήματος γιατί να έχουν κρατηθεί μυστικές οι συνομιλίες, το πιο καυτό ερώτημα που πλανάται παντού αφορά το ποιος υποχώρησε τελικά, ήταν το Πεκίνο ή η Ουάσιγκτον που έκανε την πρώτη παραχώρηση;
Ο Τραμπ έσπευσε να κηρύξει τη νίκη της Ουάσιγκτον, το Πεκίνο παρουσιάζει την προσωρινή συμφωνία ως θρίαμβό του.
Οπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, τόσο οι μεν όσο και οι δε δηλώνουν νικητές, όπως και οι δύο πλευρές ισχυρίζονταν πριν ότι η άλλη πλευρά ήταν η πιο ευάλωτη στους δασμούς. Ο πρόεδρος Τραμπ έσπευσε να κηρύξει τη νίκη της Ουάσιγκτον στη διαπραγμάτευση και να υποστηρίξει ότι επετεύχθη μια «πλήρης επανεκκίνηση» με την Κίνα. Από την πλευρά της, η Κίνα παρουσιάζει την προσωρινή συμφωνία ως θρίαμβό της και δικαίωση της διαπραγματευτικής της στρατηγικής. Κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνδεδεμένα με το εθνικό δίκτυο ραδιοφωνίας και τηλεόρασης CCTV αποδίδουν τη θετική έκβαση των συνομιλιών στα «αποφασιστικά μέτρα και αντίποινα της Κίνας που αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως αποτελεσματικά». Σύμφωνα μάλιστα με την εκδοχή της κινεζικής πλευράς, οι διαπραγματευτές του Πεκίνου έπεισαν την κυβέρνηση Τραμπ να ανακαλέσει το μεγαλύτερο μέρος των δασμών ύψους 145% που είχε επιβάλει και να τους περιορίσει στο 30%. Και σε αντάλλαγμα το Πεκίνο έκανε την αντίστοιχη κίνηση. Σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο CNBC, στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει εκδηλωθεί ένα ρεύμα εθνικής υπερηφάνειας με έναν χρήστη να γράφει σε ανάρτησή του, «οι πρόγονοί μας δεν υποχώρησαν, γιατί να υποχωρήσουμε εμείς;». Η ανάρτηση προσείλκυσε πολλές χιλιάδες επαίνους, κοινώς likes στη γλώσσα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Στο μεταξύ, το μόνο βέβαιο είναι πως η συμφωνία απαλλάσσει τις δύο οικονομίες από τα δεινά που θα επέφερε ένας τόσο επιθετικός εμπορικός πόλεμος, με την υπερδύναμη να αποφεύγει τον στασιμοπληθωρισμό και την Κίνα να αποφεύγει εκτόξευση της ανεργίας. Κι ενώ πολλοί αναλυτές υπογραμμίζουν πως παραμένει η αβεβαιότητα καθώς πρόκειται για ανακωχή 90 ημερών και οι υφιστάμενοι δασμοί δεν είναι και χαμηλοί, απομακρύνονται η απαισιοδοξία και ο φόβος της ύφεσης. Ηδη η Goldman Sachs έσπευσε λίγο μετά την ανακοίνωση της εκεχειρίας να μειώσει την εκτίμησή της για τις πιθανότητες ύφεσης στις ΗΠΑ στο 35% από το 45% στο οποίο τις είχε τοποθετήσει προσφάτως. Ο τραπεζικός κολοσσός αναθεώρησε επιπλέον προς τα πάνω την πρόβλεψή του για την αύξηση του αμερικανικού ΑΕΠ το 2025 κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες στο 1% σε τριμηνιαία βάση. Την ίδια στιγμή, οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης σπεύδουν να αναβαθμίσουν την Κίνα, ενώ τραπεζικοί κολοσσοί αναθεωρούν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας.
Νέες παραχωρήσεις από Ουάσιγκτον και Πεκίνο μετά τη συμφωνία
Εκατέρωθεν αποκλιμάκωση των εντάσεων στις σινοαμερικανικές σχέσεις αποτυπώνουν οι εξελίξεις στο εμπόριο ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου μετά τις διαπραγματεύσεις του Σαββατοκύριακου.
Πλην της αμοιβαίας μείωσης των εξαγγελθέντων δασμών, αρχής γενομένης από τις 14 Μαΐου, οι δύο χώρες προχώρησαν σε ιδιαίτερα σημαντικές παραχωρήσεις, δίνοντας ανάσα στις διεθνείς αγορές, οι οποίες τις προηγούμενες ημέρες βρίσκονταν σε αναβρασμό λόγω της αβεβαιότητας και των πιθανών διαστάσεων που θα μπορούσε να πάρει ο εμπορικός πόλεμος.
Αρχικά, η Κίνα προχωράει σε άρση της απαγόρευσης στην παραλαβή αεροσκαφών Boeing. Το μέτρο αυτό, το οποίο είχε ανακοινωθεί μετά την «επίθεση» του Ντόναλντ Τραμπ εναντίον εμπορικών εταίρων με σαρωτικούς δασμούς, προοιωνιζόταν σοβαρό πλήγμα για τον αμερικανικό γίγαντα της αεροναυπηγικής, που ήδη αντιμετώπιζε σειρά προβλημάτων και καθυστερούσε στις παραδόσεις αεροσκαφών. Σύμφωνα με το Bloomberg, Κινέζοι αξιωματούχοι άρχισαν να ενημερώνουν τους εγχώριους αερομεταφορείς και τις κυβερνητικές υπηρεσίες αυτή την εβδομάδα ότι οι παραδόσεις αεροσκαφών αμερικανικής κατασκευής μπορούν να επανεκκινήσουν. Εχει δοθεί διακριτική ευχέρεια στις αεροπορικές εταιρείες να οργανώσουν τις παραδόσεις ανάλογα με τους χρόνους και τους όρους που τις εξυπηρετούν. Σε κάθε περίπτωση, η επανέναρξη των παραδόσεων στην Κίνα αναμένεται να δώσει άμεση ώθηση στην Boeing.

Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους πρόκειται να μειώσουν το de minimis, το αφορολόγητο όριο σε αποστολές από Κίνα, το οποίο επηρεάζει χιλιάδες πακέτα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες που αντλούν μεγάλο μέρος των εσόδων τους από την αμερικανική αγορά. Ειδικότερα, η εξαίρεση de minimis αφορά προϊόντα έως 800 δολαρίων, τα οποία πριν από την ορκωμοσία Τραμπ εξάγονταν στις ΗΠΑ χωρίς καμία επιβάρυνση και με ελάχιστους ελέγχους. Τον Φεβρουάριο, όμως, o Αμερικανός πρόεδρος κατήργησε την εξαίρεση, ανακοινώνοντας φόρο 120% ή ένα προγραμματισμένο ενιαίο τέλος 200 δολαρίων, που θα ίσχυαν από τον Ιούνιο στις αποστολές από Κίνα. Ενα τέτοιο μέτρο θα χτυπούσε σφοδρά τις εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως τους κινεζικούς κολοσσούς Shein και Temu, που έχουν μεγάλη παρουσία στις ΗΠΑ.
Το Πεκίνο ανακαλεί το εμπάργκο στην Boeing, η Ουά- σιγκτον μειώνει τους δασμούς σε προϊόντα Temu, Shein.
Τελικά, όπως ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ο Λευκός Οίκος, ο φόρος σε εισαγωγές αξίας κάτω των 800 δολαρίων από την Κίνα θα μειωθεί, όπως κατά πάσα πιθανότητα και το ενιαίο τέλος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς της Nomura, η Κίνα εξήγαγε πέρυσι καταναλωτικά προϊόντα αξίας 240 δισ. δολαρίων σε ολόκληρο τον κόσμο, αξιοποιώντας την εξαίρεση de minimis, που αποτελεί το 7% των πωλήσεών της στο εξωτερικό. Για τις ΗΠΑ, ο αριθμός των πακέτων που εισήχθησαν αφορολόγητα έχει εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς τουλάχιστον το 90% αυτών μπαίνουν στη χώρα με de minimis. Εξ αυτών, περίπου το 60% προήλθε από την Κίνα. Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου εκμεταλλεύονται δυσανάλογα το μέτρο, καθώς και διακινητές φαιντανύλης και άλλων παράνομων προϊόντων.
Οι δύο παραχωρήσεις, ιδιαίτερα σημαντικές και για τις δύο χώρες, έρχονται σε συνέχεια της εμπορικής συμφωνίας που επετεύχθη το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Βέβαια, παρότι οι εξελίξεις έδωσαν ανάσα στην αγορά, δεν διασφαλίζουν ότι ο εμπορικός πόλεμος έληξε. Ο Τραμπ είπε ενώπιον δημοσιογράφων ότι ορισμένοι δασμοί, οι οποίοι ανεστάλησαν και δεν καταργήθηκαν, ενδέχεται να ανέβουν εκ νέου σε τρεις μήνες, εφόσον δεν σημειωθεί κάποια πρόοδος. Ωστόσο, είπε ότι δεν αναμένει πως θα επανέλθουν στο προηγούμενο επίπεδο του 145%. «Δεν σκοπεύουμε να βλάψουμε την Κίνα», είπε ο Τραμπ μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας, αναφέροντας ότι αναμένεται να μιλήσει τις επόμενες ημέρες με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ.
Κύμα αναβαθμίσεων για την κινεζική οικονομία
Αναβαθμίσεις στις προβλέψεις των επενδυτικών οίκων τόσο για τους ρυθμούς ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας όσο και για τις επιδόσεις των κινεζικών μετοχών φέρνει η συμφωνία ΗΠΑ – Κίνας για μείωση των δασμών για 90 ημέρες, που αποκλιμακώνει τις εντάσεις του εμπορικού πολέμου.
Οι δασμοί των ΗΠΑ στις περισσότερες κινεζικές εισαγωγές μειώνονται από το 145% στο 30%, ενώ της Κίνας στις αμερικανικές εισαγωγές πέφτουν από το 125% στο 10%.

Κατόπιν τούτων η UBS ανέφερε σε ανάλυσή της ότι η αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας το 2025 θα μπορούσε να ανέλθει σε 3,7% έως 4%, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 3,4%. Η αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα «μικρότερο σοκ» στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, σημειώνει ο οίκος.
Η Morgan Stanley αναβάθμισε επίσης τις βραχυπρόθεσμες τριμηνιαίες προβλέψεις της για το ΑΕΠ της Κίνας, λόγω των προσδοκιών ότι οι εταιρείες θα προσπαθήσουν να επιταχύνουν τις εξαγωγές για να επωφεληθούν από τους χαμηλότερους δασμούς.
Τι βλέπουν διεθνείς οίκοι για τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και για τις επιδόσεις του χρηματιστηρίου.
«Ενώ οι δασμοί παραμένουν υψηλοί, το “παράθυρο” της αναστολής τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμπροσθοβαρείς αποστολές και παραγωγή», σημείωσαν οι αναλυτές της επενδυτικής τράπεζας. Το ΑΕΠ της Κίνας για το δεύτερο τρίμηνο θα μπορούσε να εμφανίσει αύξηση υψηλότερη από την τρέχουσα εκτίμηση του 4,5%, πρόσθεσαν. Για το τρίτο τρίμηνο αναμένονται ρυθμοί πάνω από 4%.
Η ANZ Bank «βλέπει» τώρα ότι η ανάπτυξη της Κίνας θα είναι υψηλότερη από 4,2% φέτος, αφότου η τράπεζα αναθεώρησε την πρόβλεψή της στο 4,2% από 4,8% τον Απρίλιο.
Ομοίως, η Natixis προβλέπει την αύξηση του ΑΕΠ της χώρας στο 4,5% φέτος, από το βασικό της σενάριο του 4,2% εάν υπάρξουν περισσότερα μέτρα τόνωσης της οικονομίας και περαιτέρω μείωση των δασμών. Αυτό έρχεται μετά την υποβάθμιση της πρόβλεψης της γαλλικής τράπεζας για το ΑΕΠ της Κίνας στο 4,2% από 4,7% στις αρχές Απριλίου.
Την ίδια στιγμή, η Nomura αναβαθμίζει τις κινεζικές μετοχές σε «tactical overweight» και στρέφει κάποια κεφάλαια από την Ινδία προς την Κίνα.
Η Citi αναβάθμισε τον στόχο της για τον δείκτη Hang Seng κατά 2%, στις 25.000 μονάδες, μέχρι το τέλος του έτους, ενώ αναμένει ότι θα φτάσει στις 26.000 μονάδες μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2026.
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτογραφία: Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ (φωτογραφία) συναντήθηκε πριν από τρεις εβδομάδες με τον Κινέζο ομόλογό του Λαν Φοάν. Ηταν η πρώτη επαφή που είχαν αξιωματούχοι των δύο χωρών σε υψηλό επίπεδο μετά την έναρξη του νέου εμπορικού πολέμου και οδήγησε στις συνομιλίες της Γενεύης ανάμεσα στον κ. Μπέσεντ και τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης, Χε Λιφένγκ, και τελικά στην εκεχειρία, με τις δύο πλευρές να μειώνουν η κάθε μία τους δασμούς κατά 115 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το επίπεδο στο οποίο τους είχαν φέρει μετά την Τετάρτη 2 Απριλίου. [EPA]

