Ο καθηγητής Ανταμ Χέιλι Σαπίρο το 2023 δημοσίευσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό άρθρο με τίτλο «Ανάλυση του πληθωρισμού με γνώμονα την προσφορά και τη ζήτηση» (Decomposing Supply and Demand Driven Inflation). Οι δύο αυτές συνιστώσες του πληθωρισμού αναδεικνύουν τόσο τις εγγενείς αδυναμίες της πολιτικής δασμών του Τραμπ όσο και τις επερχόμενες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία των ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα, οι δασμοί θα προκαλέσουν άνοδο του πληθωρισμού, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα: την επομένη της επιβολής των δασμών οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, ιδιαίτερα από την Κίνα, θα είναι πολύ υψηλότερες, έχοντας ως λογικό επακόλουθο τη μείωση της ζήτησης. Ετσι ακριβώς διαμορφώνονται ασύμμετρες συνθήκες στην αγορά. Η συνιστώσα του πληθωρισμού προσφοράς διαμορφώνει τις υψηλότερες τιμές, ενώ η συνιστώσα του πληθωρισμού ζήτησης εξουδετερώνεται. Οι συνέπειες για τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ είναι επίσης προφανείς. Η πολιτική δασμών ουσιαστικά αφαιρεί ένα βασικό εργαλείο παρέμβασης της κεντρικής τράπεζας. Οπως δήλωσε ο κεντρικός τραπεζίτης της Τζερόμ Πάουελ, «αυτό που (η κεντρική τράπεζα) μπορεί να ελέγξει είναι η ζήτηση, δεν μπορούμε να επηρεάσουμε πραγματικά την προσφορά με τις πολιτικές μας», υποδηλώνοντας με απόλυτη σαφήνεια ότι ο επερχόμενος πληθωρισμός λόγω δασμών επί των εισαγόμενων προϊόντων «…εξαρτάται από παράγοντες που δεν ελέγχουμε». Πάνω σε αυτή τη λογική εδράζεται η εκτίμηση των πλέον έγκυρων σχολιαστών ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα αυξηθούν, η ύφεση είναι προ των πυλών, όπως και η δημοσιονομική αστάθεια. Για ένα σύστημα αγοράς όπου βασική προϋπόθεση ανάπτυξης είναι η σταθερότητα και η ασφαλής πρόβλεψη, η πολιτική Τραμπ φαντάζει ως τρομοκρατική ενέργεια χωρίς κάποια οικονομική λογική και στόχευση, όπως παρατηρεί ο Πολ Κρούγκμαν, αλλά με παράπλευρες απώλειες που είναι δύσκολο να εκτιμηθούν με ακρίβεια σε αυτή τη φάση. Ακόμη και η επίτευξη του απώτερου στόχου της πολιτικής Τραμπ, που είναι η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής σε βάθος χρόνου, δεν θα επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο προστατευτισμός ακυρώνει τον ανταγωνισμό προερχόμενο από εισαγωγές ομοειδών προϊόντων, ανοίγοντας τον δρόμο για αύξηση των τιμών εγχώριων προϊόντων σε επίπεδα πολύ κοντά στις διεθνείς –υψηλότερες πλέον λόγω των δασμών– τιμές. Επιπλέον, η πολιτική αυτή εμπεριέχει και άλλες επιμέρους αντιφάσεις που επιφέρουν και το ανάλογο κόστος. Πρώτον, το καθεστώς δασμών ευνοεί την κερδοσκοπία. Ηδη μεγάλες εταιρείες στην Αμερική, που εμπορεύονται από αυτοκίνητα μέχρι άλλα καταναλωτικά προϊόντα μικρότερης αξίας, «διαφημίζουν» την επερχόμενη αύξηση τιμών. Σε άλλες, δε, περιπτώσεις ενισχύεται η αποθήκευση (hoarding) προϊόντων με στόχο να πωληθούν ακριβότερα στο μέλλον. Σε αυτές τις συνθήκες καταστρατηγούνται βασικές αρχές του υγιούς και ελεύθερου εμπορίου, και εισάγονται πρακτικές αισχροκέρδειας και χειραγώγησης της αγοράς. Είναι όντως παράδοξο για την πλέον ανεπτυγμένη αγορά του κόσμου να δημιουργούνται τέτοια φαινόμενα, έστω και πρόσκαιρα.
Δεύτερον, εύλογα τίθεται το ερώτημα της διατήρησης της δημοσιονομικής σταθερότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο νέος πρόεδρος με την πολιτική δασμών έχει διαμορφώσει συνθήκες αβεβαιότητας, μείωσης των καταναλωτικών δαπανών και κατ’ επέκτασιν των δημοσίων εσόδων, την οποία δεν θα μπορεί να αντισταθμίσει η αναμενόμενη αύξηση των εσόδων από δασμούς. Είναι απορίας άξιον πώς οι συνθήκες αυτές συνάδουν με την επιθυμία του Τραμπ για άμεση και δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών. Οι πρώτες αντιδράσεις έχουν ήδη καταγραφεί με τη χρηματιστηριακή αστάθεια, τη φυγή κεφαλαίων, τη διακύμανση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων και τη διακύμανση της ισοτιμίας του αμερικανικού δολαρίου. Αν μη τι άλλο, η συνέχιση της πολιτικής Τραμπ θα οδηγήσει στη διατήρηση ή στην ανάγκη αύξησης των φορολογικών επιβαρύνσεων, ειδάλλως το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος θα αυξηθούν έτι περαιτέρω. Πολλοί προβλέπουν ότι σύντομα ο νέος πρόεδρος θα βρεθεί στον πυρακτωμένο πυρήνα του εμπορικού πυρηνικού πολέμου που έχει ο ίδιος εξαπολύσει, χωρίς δημοσιονομικό αντίδοτο στην κρίση που δημιούργησε.
Τρίτον, δεν είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι σε ένα εδραιωμένο παιχνίδι παγκόσμιου εμπορίου που ανέρχεται σε 33 τρισ. δολ. (2024), δηλαδή στο 33% περίπου του παγκόσμιου ΑΕΠ, ο παίκτης που συμμετέχει με 5,4 τρισ. δολ., δηλαδή η Αμερική, είναι πολύ σημαντικός, αλλά όχι ικανός να ανατρέψει μακροπρόθεσμα την παγκόσμια εμπορική ισορροπία. Μπορεί να επιφέρει ρωγμές και κρίσεις, αλλά όταν οι αντίπαλες οικονομίες, που είναι πολλαπλάσιες σε μέγεθος, αντιδράσουν συντονισμένα και με διάρκεια, θα κερδίσουν τον εμπορικό πόλεμο. Οι αντοχές των πολλών είναι πολύ μεγαλύτερες από την αντοχή του ενός. Ηδη διαμορφώνονται συνθήκες εμπορικής αλληλεγγύης μεταξύ των οικονομιών που πλήττονται, με ηγέτιδα δύναμη την Κίνα, που συσπειρώνονται απέναντι στην Αμερική. Αυτό που παρέλειψαν να αξιολογήσουν οι εμπνευστές της πολιτικής των δασμών είναι ότι η πολιτική αντιποίνων που υιοθετήθηκε από τις άλλες οικονομίες στοχεύει μόνο την Αμερική, διατηρώντας το εμπορικό καθεστώς μεταξύ τους ανεπηρέαστο. Ο κοινός κίνδυνος ενώνει, έστω και για όσο διάστημα ο κίνδυνος υφίσταται.
Ο επερχόμενος πληθωρισμός λόγω δασμών επί των εισαγόμενων προϊόντων «…εξαρτάται από παράγοντες που δεν ελέγχουμε», προειδοποιεί ο πρόεδρος της Fed.
Τέλος, ο τίτλος του άρθρου μοιάζει ειρωνικός, αλλά δεν είναι. Τουλάχιστον δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Οπως έλεγε και ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, «η δυσκολία δεν έγκειται τόσο στην ανάπτυξη νέων ιδεών, όσο στην απόδραση από τις παλιές». Η πολιτική δασμών, που κάποτε εξυπηρέτησε τους στόχους και τις επιδιώξεις μεμονωμένων εμπορικών ανταγωνιστών, δεν μπορεί και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε μια απόλυτα παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ανεξάρτητα από τις όποιες ατέλειες τη χαρακτηρίζουν. Οι ατέλειες επιβάλλεται να διορθωθούν εντός του πλαισίου όπου δημιουργήθηκαν, διότι οι αιτίες τους είναι βαθιά ριζωμένες σε επενδυτικές, παραγωγικές και εμπορικές πρακτικές που για δεκαετίες εξυπηρετούσαν όλους τους εμπλεκομένους. Μεμονωμένες, βίαιες και ακραίες αντιδράσεις όπως αυτές των δασμών επαναφέρουν παλιές ιδέες που δεν μπορούν ούτε να ανταποκριθούν ούτε να διορθώσουν τις όποιες αδυναμίες των νέων εμπορικών συνθηκών.
*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

