Σημαντικό μέρος του ελληνικού χρέους, 31,6 δισ. ευρώ, αναμένεται να αποπληρωθεί πρόωρα – τουλάχιστον μια δεκαετία (και πλέον) νωρίτερα της κανονικής του λήξης.
Σκοπός είναι να σταλεί ένα μήνυμα στους οίκους αξιολόγησης και τη διεθνή επενδυτική κοινότητα ότι το χρέος είναι απόλυτα βιώσιμο με καλύτερες προοπτικές από άλλες χώρες της Ευρωζώνης και ότι η Ελλάδα κινείται με προνοητικότητα και διορατικότητα προκειμένου να μειώσει περαιτέρω τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες και μετά το 2032. Πρόκειται για μια περίοδο η οποία έχει χαρακτηρισθεί συχνά «ανησυχητική», καθώς ξεκινάει η πληρωμή τόκων για το δάνειο που έλαβε η Ελλάδα από τον EFSF κατά το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης, επιβαρύνοντας το κόστος εξυπηρέτησης.
Και το μήνυμα ήδη ελήφθη: αναλυτές και οικονομολόγοι εκτιμούν μιλώντας στην «Κ» ότι το πρώτο μνημόνιο θα έχει αποπληρωθεί άνετα, όχι απλά μέχρι το 2031 αντί του 2041, αλλά και έως το 2030. Η Ελλάδα ήδη από τα τέλη του 2027 δεν θα είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην Ευρώπη και έως το 2030 θα είναι σε καλύτερη θέση ακόμη και από τις ΗΠΑ, ενώ η αξιολόγηση της χώρας θα έχει ανέβει έως τότε στην κατηγορία «Α», ίσως και στην «Α+» (τέσσερα σκαλοπάτια υψηλότερα από την τρέχουσα πιο υψηλή αξιολόγηση), επιστρέφοντας πλήρως έτσι στην κανονικότητα προ κρίσης.
Μήνυμα στους οίκους αξιολόγησης και στη διεθνή επενδυτική κοινότητα ότι το χρέος είναι απολύτως βιώσιμο και με καλύτερες προοπτικές από άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Το οικονομικό επιτελείο έχει θέσει προτεραιότητα μέσα στα επόμενα έξι χρόνια να «σβηστούν» σημαντικές εκκρεμότητες με το παρελθόν, ελαφρύνοντας το βάρος του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση.
Μια τέτοια κίνηση έχει ήδη γίνει και ολοκληρώνεται στις 14 Μαΐου. Ο ΟΔΔΗΧ την επόμενη εβδομάδα προχωράει στην επαναγορά των τίτλων ΑΕΠ (GDP-linked securities) που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του PSI τον Μάρτιο του 2012. Τα ομόλογα αυτά, με λήξη το 2042, τα οποία είχαν ρήτρα συγκεκριμένων επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας (ΑΕΠ πάνω από 265 δισ. ευρώ και ανάπτυξη άνω του 2%) κινδύνευαν να «ενεργοποιηθούν» το 2027 υποχρεώνοντας το ελληνικό Δημόσιο να πληρώνει 300-400 εκατ. ευρώ επιπλέον σε τόκους μέχρι και το 2042. Ο ΟΔΔΗΧ, ασκώντας το δικαίωμα επαναγοράς, κλείνει το «θέμα» καταβάλλοντας ένα ποσό της τάξης των 160 εκατ. ευρώ.
Η άλλη κίνηση αφορά τα δάνεια του πρώτου μνημονίου. Αυτά τα δάνεια (GLF) συνολικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ δόθηκαν στη χώρα μας από χώρες της Ευρωζώνης στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος διάσωσης τον Μάιο του 2010, το οποίο περιελάμβανε και δάνεια 20,1 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ που η Ελλάδα εξόφλησε πλήρως πριν από τη λήξη τους, το 2022. Οι δόσεις των GLF επεκτείνονται έως και το 2041, ενώ έχουν ήδη αποπληρωθεί 21,3 δισ. ευρώ, κυρίως με πρόωρες πληρωμές που έχουν «καλύψει» τις δόσεις έως και το 2028 και το υπολειπόμενο ποσό (δόσεις 2029-2041) ανέρχεται σε 31,6 δισ. ευρώ.
Το ελληνικό Δημόσιο θα ξεκινήσει από φέτος τον Δεκέμβριο να αποπληρώνει πρόωρα τα GLF που λήγουν από το 2033 έως το 2041, περίπου 21 δισ. ευρώ, καταβάλλοντας 5,3 δισ. ευρώ κάθε χρόνο. Οι ετήσιες αυτές πληρωμές θα καλύπτουν αναλογικά (pro rata) μέρος του συνολικού υπολοίπου του δανείου, ενώ αναμένεται τα επόμενα χρόνια να διατεθεί πρόσθετο ποσό (πέραν των 5,3 δισ. ευρώ ετησίως) ώστε να αποπληρωθούν και οι νωρίτερες λήξεις (του 2029-2032).
Την επόμενη πενταετία ο ελληνικός δείκτης χρέους θα είναι χαμηλότερος και από αυτόν της Γαλλίας (128,4%), του Βελγίου (125,6%), αλλά και των ΗΠΑ (128,2%).
Με αυτές τις κινήσεις, έως το 2031 ή και έναν χρόνο νωρίτερα κατά τους αναλυτές (2030), θα έχει «σβήσει» ουσιαστικά το πρώτο μνημόνιο – αντί του 2041.
Και ο λόγος που δίνεται προτεραιότητα στις δόσεις μετά το 2032 έχει να κάνει με το γεγονός ότι από το 2033 η χώρα θα πληρώνει αυξημένα τοκοχρεολύσια. Εκείνη τη χρονιά θα πρέπει να γίνει πληρωμή τόσο των τόκων που τρέχουν όσο και των τόκων του δανείου του EFSF του 2013, των οποίων είχε αναβληθεί η πληρωμή μέχρι το 2032, καθώς τελειώνει η 20ετής περίοδος χάριτος που είχε λάβει η χώρα μας σαν μέτρο ελάφρυνσης χρέους με βάση δύο αποφάσεις του Eurogroup (2013, 2018).
Ετσι, ενώ έως το 2032 τα χρεολύσια σε μέσο όρο είναι περίπου στα 10 δισ. ευρώ ετησίως, ξαφνικά το 2033 εκτινάσσονται πάνω από τα 17 δισ. ευρώ.
Αν και θεωρείται πως θα είναι μία απόλυτα διαχειρίσιμη κατάσταση, καθώς το 2033 η ελληνική οικονομία θα είναι μεγαλύτερη, με το ΑΕΠ να ξεπερνάει τα 300 δισ. ευρώ, η πιστοληπτική της αξιολόγηση θα είναι στην κατηγορία «Α» και συνεπώς θα μπορεί άνετα να αντλήσει από τις αγορές υπερδιπλάσια ποσά από τα 8-10 δισ. ευρώ που αντλεί ετησίως τα τελευταία χρόνια, ωστόσο το οικονομικό επιτελείο θέλει να «σβήσει» ακόμη και αυτή τη μη βάσιμη αλλά υπαρκτή ανησυχία.
Σημειώνεται πως το «ξεπάγωμα» αυτών των τόκων του EFSF δημιουργεί πρόσθετη υποχρέωση ύψους περίπου 25 δισ. ευρώ, ωστόσο αυτό το ποσό δεν θα πληρωθεί ολόκληρο το 2033 αλλά σταδιακά, κατά 1-1,5 δισ. ευρώ κάθε έτος για τα 20 έτη που θα ακολουθήσουν.
Με βάση τα παραπάνω, στόχος είναι ο δείκτης του χρέους από το 145,7% που θα μειωθεί φέτος, το 2027 να είναι στο 140% και το 2030 στο 120%, αν και δεν αποκλείονται ακόμη καλύτερες επιδόσεις.
Αυτό σημαίνει πως σε δύο χρόνια θα είναι χαμηλότερος από αυτόν της Ιταλίας, ενώ στα επόμενα πέντε χρόνια εκτός από τον ιταλικό (137,7%), ο ελληνικός δείκτης χρέους θα είναι χαμηλότερος και από αυτόν της Γαλλίας (128,4%), του Βελγίου (125,6%), αλλά και των ΗΠΑ (128,2%), αν λάβουμε υπόψη τις προβλέψεις του ΔΝΤ.
Σήμα για επιστροφή στην πρώτη κατηγορία
Διεθνείς αναλυτές και οίκοι αξιολόγησης θεωρούν πως αυτή η στρατηγική διαχείρισης χρέους που έχει χαράξει ο ΟΔΔΗΧ είναι απόλυτα θετική για τις δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας, κάτι που ακόμη δεν έχουν προσέξει οι αγορές και αναμένεται να αποτυπωθεί και στην αξιολόγησή της.

«Είναι πολύ θετικό ότι η Ελλάδα θα αποπληρώσει τα GLF δέκα χρόνια νωρίτερα από τη λήξη τους και αυτό είναι κάτι που ακόμη δεν έχει μπει στο ραντάρ των αγορών. Δημιουργείται έτσι ένα ισχυρό story αξιολόγησης, καθώς αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται δύο μόλις βαθμίδες από την κατηγορία “Α” και δεδομένων των τρεχουσών προσδοκιών, στα επόμενα έξι χρόνια θα μπορεί άνετα να ανακτήσει αυτό το ορόσημο», σχολιάζει στην «Κ» ο Τζενς Πίτερ Σόρενσεν, επικεφαλής αναλυτής της Danske Bank.
Κατά τον οίκο αξιολόγησης Morningstar DBRS, η συνέχιση της προπληρωμής του χρέους αποτελεί ένδειξη ισχυρής δέσμευσης της κυβέρνησης για τη διατήρηση του χρέους σε καθοδική τροχιά, παραμένοντας παράλληλα προνοητική για τον περιορισμό του κινδύνου αναχρηματοδότησης του χρέους μακροπρόθεσμα.
Η Ελλάδα βρίσκεται δύο μόλις βαθμίδες από την κατηγορία «Α» και βάσει των σημερινών δεδομένων μέχρι το 2031 θα μπορεί άνετα να ανακτήσει αυτό το ορόσημο.
«Τα τελευταία χρόνια ο ΟΔΔΗΧ έχει σημειώσει μεγάλη επιτυχία στις πρόωρες αποπληρωμές χρέους και αυτή η νέα δέσμευση θα ενισχύσει περαιτέρω τη δημοσιονομική αξιοπιστία της κυβέρνησης. Τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα σε συνδυασμό με την υπεραπόδοση στα δημοσιονομικά έσοδα, δίνουν στον ΟΔΔΗΧ περιθώριο ελιγμών στη διαχείριση του χρέους, οδηγώντας όχι μόνο τον δείκτη του χρέους χαμηλότερα αλλά και το χρέος σε απόλυτα επίπεδα», όπως σημειώνει μιλώντας στην «Κ» ο Κάρλο Καπουάνο, επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα στην DBRS.
Σημειώνεται πως, σύμφωνα με τη στρατηγική του ΟΔΔΗΧ, το ελληνικό χρέος, από 364,9 δισ. ευρώ το 2024, φέτος αναμένεται να μειωθεί στα 362-363 δισ. ευρώ, ενώ στόχος είναι η μείωσή του κατά 1 δισ. ευρώ τουλάχιστον, ετησίως, τα επόμενα χρόνια.
Οπως προβλέπει ο Καπουάνο, με «όπλο» και τα υψηλά ταμειακά αποθέματα, η Ελλάδα θα μπορούσε γρήγορα να δει τον δείκτη χρέους να μην είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη πολύ νωρίτερα από το 2029. «Αυτό, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, που θα οδηγήσει σε υψηλότερη διαρθρωτική ανάπτυξη, θα βελτιώσει το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας», προσθέτει ο αναλυτής.
Υψηλά ταμειακά διαθέσιμα
Η στρατηγική της πρόωρης αποπληρωμής του χρέους είναι τολμηρή, αλλά είναι σίγουρα εφικτή, όπως σημειώνει στην «Κ» και ο Πάολο Γκρινιάνι, οικονομολόγος της Oxford Economics, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα για συναντήσεις με θεσμούς και τράπεζες, τονίζοντας πως το κλίμα απέναντι στην Ελλάδα είναι πολύ θετικό.
«Η κυβέρνηση διαθέτει άφθονα ταμειακά διαθέσιμα και υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, επομένως θα είναι σχετικά εύκολη η αποπληρωμή 31,6 δισ. ευρώ έως το 2031 χωρίς να ασκηθεί πίεση».
Κατά τον οικονομολόγο, η ανάκτηση της βαθμίδας «Α», αν και δύσκολο να προβλεφθεί, είναι εφικτή και η μείωση του χρέους θα βοηθήσει σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, το χρέος δεν είναι ο μόνος παράγοντας, το σταθερό πολιτικό περιβάλλον είναι εξίσου σημαντικό, όπως επισημαίνει.
Η επιτάχυνση της αποπληρωμής του πρώτου μνημονίου ενισχύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, σημειώνει από την πλευρά του ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings.
«Οι στόχοι για τη μείωση του χρέους –με τον δείκτη χρέους να υποχωρεί κοντά στο 120% έως το 2030– είναι φιλόδοξοι αλλά εφικτοί, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα διατηρηθούν, η οικονομική ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν», σχολιάζει στην «Κ» ο Τζέικομπ Σουάλσκι, γενικός διευθυντής της Scope και επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα. Κατά τον αναλυτή, η περαιτέρω βελτίωση του πιστωτικού προφίλ της Ελλάδας θα εξαρτηθεί και από τη διατήρηση της μακροοικονομικής σταθερότητας, των ισχυρών θεσμών και της σταθερής προόδου στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

