Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) αποτελούν εδώ και χρόνια τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος των νέων θέσεων εργασίας, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη, στην καινοτομία και την κοινωνική συνοχή. Ομως, η πρόοδός τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση – μια πρόσβαση που δεν είναι πάντα δεδομένη.
Οι υπογράφοντες το άρθρο αυτό διεξήγαγαν μια έρευνα που φιλοδοξεί να ρίξει φως σε ένα λιγότερο ορατό αλλά κρίσιμο πρόβλημα: τις επιπτώσεις των χρηματοδοτικών περιορισμών στην απασχόληση. Μελετώντας δεδομένα από χώρες της Ευρωζώνης για την περίοδο 2014-2022 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξετάζεται πώς επηρεάζεται η μεταβολή της απασχόλησης όταν οι ΜμΕ δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ότι οι επιχειρήσεις που δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση διαφέρουν συστηματικά από εκείνες που έχουν.
Και εδώ προκύπτει μια πολύ σημαντική διάκριση τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στην αγορά: δεν είναι όλες οι χρηματοδοτικές δυσκολίες ίδιες. Υπάρχουν επιχειρήσεις που αιτούνται δανείου και απορρίπτονται από τις τράπεζες – η γνωστή πιστωτική απόρριψη. Υπάρχουν όμως και άλλες, που ενώ έχουν ανάγκη από χρηματοδότηση δεν υποβάλλουν καν αίτηση. Ο λόγος; Ο φόβος ότι θα απορριφθούν. Αυτή η δεύτερη ομάδα χαρακτηρίζεται στη σχετική βιβλιογραφία ως «αποθαρρημένοι δανειολήπτες» (discouraged borrowers) και είναι εκείνοι που εν τέλει αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη δυσκολία να αναπτυχθούν και να προσλάβουν προσωπικό.
Τα στατιστικά είναι αποκαλυπτικά. Βάσει της έρευνας για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση (SAFE), που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τις επιχειρήσεις που κατάφεραν να εξασφαλίσουν τραπεζική χρηματοδότηση, πάνω από 31% δήλωσαν ότι αύξησαν την απασχόλησή τους το προηγούμενο εξάμηνο. Αντιθέτως, μόνο 20% όσων δεν είχαν πρόσβαση σε χρηματοδότηση παρουσίασαν αύξηση στην απασχόληση. Η διαφορά υφίσταται ακόμη και όταν ληφθούν υπόψη παράγοντες που αφορούν χαρακτηριστικά της επιχείρησης τον κλάδο και τη χώρα δραστηριότητας. Μια ακόμη σημαντική διάσταση είναι, όπως παρατηρείται στο διάγραμμα, ότι όσοι δεν έφθασαν στο σημείο να υποβάλουν αίτηση, ήτοι όσοι δηλώνουν αποθαρρημένοι δανειολήπτες, έχουν τη χαμηλότερη πιθανότητα να αυξήσουν το προσωπικό τους σε σχέση με όλες τις άλλες κατηγορίες δανειοληπτών που κατέθεσαν αίτηση δανείου, ανεξάρτητα εν τέλει του αποτελέσματος αυτής.
Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η αντίληψη της απόρριψης –και όχι μόνο η πραγματική απόρριψη– αρκεί για να κρατήσει πολλές επιχειρήσεις εκτός της αγοράς δανείων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πραγματική οικονομία. Οι αποθαρρημένες επιχειρήσεις τείνουν να είναι πιο μικρές, πιο νέες και πιο ευάλωτες οικονομικά, παρόλο που έχουν τον μεγαλύτερο δυναμισμό στην αγορά εργασίας και είναι υπεύθυνες για μεγάλο μέρος των νέων θέσεων εργασίας.
Η πιθανότητα αύξησης της απασχόλησης ενισχύεται με βάση την επιτυχία της αίτησης δανεισμού, ενώ ειδικά οι αποθαρρημένοι δανειολήπτες παρουσιάζουν τη χαμηλότερη πιθανότητα να μεταβάλουν θετικά την απασχόληση στις ΜμΕ.
Για τον επιχειρηματικό κόσμο τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης είναι ιδιαίτερα χρήσιμα. Δεν αρκεί να εξετάζουμε μόνο αν οι επιχειρήσεις απορρίπτονται από τις τράπεζες. Πρέπει να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια που αποτρέπουν τις επιχειρήσεις από το να ζητήσουν χρηματοδότηση εξαρχής. Mέτρα όπως ο εξορθολογισμός των διαδικασιών υποβολής αιτήσεων, η ενίσχυση της διαφάνειας και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού μπορούν να μειώσουν την αποθάρρυνση των δανειοληπτών. Αυτό απαιτεί όχι μόνο αλλαγές στον τραπεζικό τομέα, αλλά και υποστηρικτικές πολιτικές που χτίζουν εμπιστοσύνη και μειώνουν την ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ τραπεζών και επιχειρήσεων. Παράγοντες όπως η αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων αποτελούν σημείο καμπής για τη μείωση των προβλημάτων ασυμμετρίας στην αγορά δανείων και άρα ευκολότερης πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Επιπλέον, πολιτικές προσαρμοσμένες στις περιφερειακές και τομεακές συνθήκες –όπως διαφοροποιημένα επιτόκια δανεισμού ή η κατανομή των πιστώσεων σε συγκεκριμένους τομείς– μπορεί να αποδειχθούν πιο αποτελεσματικές από την οριζόντια νομισματική χαλάρωση που πολλές φορές δεν προσεγγίζει αναγκαστικά τις ΜμΕ υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Σε μια περίοδο όπου η οικονομική ανάκαμψη είναι κρίσιμη και η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας αποτελεί προτεραιότητα, η ενίσχυση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση για τις ΜμΕ δεν είναι πολυτέλεια – είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Συμπερασματικά λοιπόν, και για να συμβεί αυτό, πρέπει να εντοπίσουμε και να άρουμε όχι μόνο τα οικονομικά, αλλά και τα ψυχολογικά εμπόδια της χρηματοδότησης, που εν τέλει φαίνεται να αποτελούν κομβικό παράγοντα στη χρηματοδότηση των ΜμΕ.
*Ο κ. Ιωάννης Βλασσάς είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
*Ο κ. Νίκος Γιαννακόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών.
*Ο κ. Χρήστος Καλλανδράνης είναι επίκουρος καθηγητής Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

