Μεταξύ των εμπόρων χονδρικής στην Κίνα, το άκουσμα του ονόματος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προκαλεί μειδίαμα και όχι ανησυχία, παρά τους δασμούς και τον εμπορικό πόλεμο. Η Κίνα δεν συμπεριφέρεται σαν ένα κράτος που δείχνει να φοβάται για τις οικονομικές επιπτώσεις από τις έξωθεν πιέσεις, ενώ ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει καταστήσει σαφές ότι το Πεκίνο δεν θα υποχωρήσει.
Το Διαδίκτυο και τα social media μάλιστα έχουν κατακλυστεί από σκωπτικά βίντεο, τα οποία, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, δείχνουν τον Τραμπ, τον Ελον Μασκ και τον Τζέι Ντι Βανς να δουλεύουν σε γραμμή παραγωγής υποδημάτων και iPhones.
Η αυτοπεποίθηση του Σι μπορεί να προέρχεται εν μέρει από το γεγονός ότι η Κίνα εξαρτάται πολύ λιγότερο από ό,τι πριν από 10 χρόνια από τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, σημειώνει το BBC. Ωστόσο η επιβολή υπέρογκων δασμών και ο τρόπος επιβολής τους από τον Τραμπ αποτελούν μοχλό πίεσης στην ήδη πιεσμένη οικονομία της ασιατικής χώρας και της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, που αντιμετωπίζει κρίση στο real estate, εργασιακή και συνταξιοδοτική ανασφάλεια, καθώς και δημογραφικό πρόβλημα.
Το ερώτημα τώρα είναι αν οι δασμοί Τραμπ θα μετατραπούν από τον πρόεδρο της Κίνας σε ευκαιρίες.
Για να αναζωογονήσει την επιβραδυνόμενη οικονομία, η κυβέρνηση ανακοίνωσε επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων για τη φροντίδα των παιδιών, αύξηση των μισθών και καλύτερες αμειβόμενες άδειες. Εχει επίσης εισαγάγει ένα πρόγραμμα ύψους 41 δισ. δολαρίων που προσφέρει εκπτώσεις σε είδη όπως τα ηλεκτρονικά ευρείας κατανάλωσης και τα ηλεκτρικά οχήματα (EVs) για να ενθαρρύνει περισσότερους ανθρώπους να ξοδέψουν. Ομως ο καθηγητής Τσανγκ Τζουν, κοσμήτορας Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Fudan, πιστεύει ότι αυτό δεν είναι «βιώσιμο». «Χρειαζόμαστε έναν μακροπρόθεσμο μηχανισμό», λέει. «Πρέπει να αρχίσουμε να αυξάνουμε το διαθέσιμο εισόδημα των κατοίκων», τονίζει.
Τα δεδομένα πιέζουν τώρα τον Σι Τζινπίνγκ. Το όνειρο της ευημερίας που πούλησε όταν ανέλαβε την εξουσία πριν από 13 χρόνια δεν έχει γίνει πραγματικότητα. Με τις εγχώριες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει, η λύση της αντικατάστασης των εξαγωγών από την εσωτερική ζήτηση θα πάρει χρόνο.
Εκεί όπου η χώρα έχει κάνει τεράστια βήματα την τελευταία δεκαετία είναι σε τομείς όπως τα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης, οι μπαταρίες και η τεχνητή νοημοσύνη, στο πλαίσιο μιας στροφής προς την προηγμένη μεταποίηση. Εχει ανταγωνιστεί την κυριαρχία της τεχνολογίας στις ΗΠΑ με το chatbot DeepSeek και την BYD, η οποία νίκησε την Tesla πέρυσι για να γίνει ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο.
Τώρα οι δασμοί του Τραμπ απειλούν να βάλουν ταφόπλακα σε φιλόδοξα projects. Οι περιορισμοί στην πώληση βασικών ημιαγωγών στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης κίνησης για τον περιορισμό των εξαγωγών από τον αμερικανικό γίγαντα των τσιπ, Nvidia, για παράδειγμα, αποσκοπούν να ψαλιδίσουν τις φιλοδοξίες του Σι για τεχνολογική υπεροχή.
Παρά ταύτα, ο Σι γνωρίζει ότι οι Κινέζοι κατασκευαστές βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση εδώ και δεκαετίες, με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί παραγωγοί να δυσκολεύονται να βρουν την ίδια κλίμακα υποδομών και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κάπου αλλού.
Ο Κινέζος πρόεδρος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτή την κρίση ως καταλύτη για περαιτέρω αλλαγές και για να βρει περισσότερες νέες αγορές για την Κίνα.Η πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ ήταν το σύνθημα για την Κίνα να αναζητήσει αλλού αγοραστές. Επέκτεινε τους δεσμούς της στη Νοτιοανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική και η πρωτοβουλία Belt and Road για το εμπόριο και τις υποδομές ενίσχυσε τους δεσμούς της με τον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο.
Η Κίνα αποκομίζει τα οφέλη αυτής της διαφοροποίησης. Πάνω από 145 χώρες πραγματοποιούν περισσότερες εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα από ό,τι με τις ΗΠΑ, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Lowy.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Σι μπορεί να ανατρέψει περαιτέρω την τρέχουσα παγκόσμια τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και να παρουσιάσει τη χώρα του ως έναν σταθερό, εναλλακτικό παγκόσμιο εμπορικό εταίρο και ηγέτη.
Υπάρχουν ωστόσο εμπόδια στο να παρουσιαστεί ο Σι ως ο «διαιτητής» του ελευθέρου εμπορίου στον κόσμο. Οι προηγούμενες ενέργειες της Κίνας μπορεί να εμποδίσουν την τρέχουσα παγκόσμια προσέγγιση του Σι και πολλές χώρες μπορεί να μην είναι πρόθυμες να επιλέξουν μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον. Η Κίνα εξάλλου έχει υποβάλει άλλα έθνη σε εμπορικούς περιορισμούς τα τελευταία χρόνια.
Το 2020, αφού η αυστραλιανή κυβέρνηση ζήτησε να διεξαχθεί παγκόσμια έρευνα για την προέλευση και τον πρώιμο χειρισμό της πανδημίας COVID-19, την οποία το Πεκίνο θεώρησε πολιτικό ελιγμό εναντίον της, η Κίνα έθεσε δασμούς στο αυστραλιανό κρασί και στο κριθάρι και επέβαλε μέτρα βιοασφάλειας σε ορισμένα είδη βοείου κρέατος και ξυλείας καθώς και απαγορεύσεις στον άνθρακα, στο βαμβάκι και στον αστακό. Ορισμένες αυστραλιανές εξαγωγές αγαθών προς την Κίνα μειώθηκαν σχεδόν στο μηδέν.
Εν κατακλείδι, ο εμπορικός πόλεμος κάνει την Κίνα να κοιτάξει στον καθρέφτη για να δει τα δικά της ελαττώματα. Το αν θα μπορέσει να τα διορθώσει θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές του Πεκίνου και όχι της Ουάσιγκτον.

