Παρουσιάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου ως θύμα της παγκοσμιοποίησης, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκίνησε μια προσπάθεια αποδόμησης του σημερινού συστήματος διεθνούς εμπορίου και διεθνών οικονομικών σχέσεων, στην αρχιτεκτονική του οποίου είχαν πρωταγωνιστήσει, μέσω της επιβολής υψηλών δασμών για εισαγωγές στις ΗΠΑ σχεδόν κατά πάντων με τους οποίους έχουν εμπορικές σχέσεις.
Η προσπάθεια αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές υπάρχει μια ανάπαυλα στον εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε με όλες τις χώρες, πλην της Κίνας η οποία σήκωσε νωρίς «το γάντι» των αντιποίνων. Την ανάπαυλα αυτή πολύ βιαστικά αποφάσισε ο πρόεδρος των ΗΠΑ όταν ξεκίνησε ένα ξεπούλημα των ομολόγων των ΗΠΑ με κίνδυνο μια ευρύτερη χρηματοπιστωτική κρίση και αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ ως «ασφαλούς» προορισμού του διεθνούς κεφαλαίου. Ηδη οι ΗΠΑ δανείζονται από τις αγορές με υψηλά επιτόκια, ενώ το δημόσιο χρέος τους βρίσκεται στο υψηλό επίπεδο του 124% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του προϋπολογισμού έχει ξεπεράσει το 6%.
Αρκετές είναι οι θεωρίες που προσπαθούν να εξηγήσουν την επίθεση με δασμούς που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ ακόμη και κατά φίλων και συμμάχων. Βέβαια ο πρόεδρος Τραμπ ήδη από την εποχή που ήταν πολύ νεότερος αρθρογραφούσε δείχνοντας μια αδυναμία στους δασμούς και τη συγκράτηση της παραγωγής εντός των τειχών των ΗΠΑ. Δύο σύμβουλοί του έχουν προσθέσει και θεωρητικό υπόβαθρο σε αυτή την «εμμονή» του. Ο σύμβουλός του για θέματα εμπορίου στηρίζει τη δασμολογική επίθεση στον τρόπο που λειτουργεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) και στα μη δασμολογικά εμπόδια που επιβάλλουν πολλές χώρες και συμβάλλουν στη δημιουργία ελλειμμάτων στο εξωτερικό εμπόριο των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων των ΗΠΑ δίνει μια άλλη εξήγηση αρκετά ευρύτερη. Υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ προσφέρουν δύο υπηρεσίες στον κόσμο για τις οποίες πρέπει με κάποιον τρόπο να ανταμειφθούν. Η πρώτη έχει να κάνει με τον ρόλο του δολαρίου ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα, που θεωρούν πως το κρατάει υπερτιμημένο, και η δεύτερη με την ομπρέλα αμυντικής προστασίας που προσφέρουν σε πολλές χώρες και βέβαια στην Ευρώπη. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι δασμοί αποτελούν έναν τρόπο αύξησης της διαπραγματευτικής δύναμης των ΗΠΑ ώστε να συντονιστεί μέσω παρεμβάσεων μια ισορροπία του δολαρίου σε κάποιο χαμηλότερο από το υπάρχον επίπεδο, όπως είχε γίνει με την Plazza Accord το 1985 ή για να πάρει κάποια ανταμοιβή για την αμυντική προστασία. Ενας άλλος λόγος για τη σχεδόν καθολική επιβολή των δασμών θα μπορούσε να είναι ο περιορισμός της παγκοσμιοποίησης, στην οποία η Κίνα έχει αναδειχθεί «πρωταθλήτρια», απειλώντας την ηγετική θέση των ΗΠΑ.
Το πρόβλημα όμως είναι πως αν τυχόν υπάρχουν κάποιες «αδικίες» για τις ΗΠΑ στο διεθνές οικονομικό σύστημα, αυτές δεν λύνονται με «bullying» γιατί οι αγορές την εποχή της παγκοσμιοποίησης μπορεί να αντιδράσουν βίαια, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα. Βέβαια, η μέθοδος των δασμών που χρησιμοποιεί ο νέος πρόεδρος μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στις ίδιες τις ΗΠΑ, ενώ δεν φαίνεται να βοηθάει στην αποκατάσταση κάποιων ανισορροπιών. Ετσι οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να χάσουν σημαντικές συμμαχίες οι οποίες σφυρηλατήθηκαν μέσα σε πολλές δεκαετίες, να κινδυνεύσει ο διεθνής ρόλος του δολαρίου και να προκληθεί στασιμοπληθωρισμός στο εσωτερικό τους. Ο τελευταίος μπορεί να προκύψει από την αύξηση των τιμών που θα φέρουν στο εσωτερικό οι δασμοί, οι οποίοι θα μειώσουν το πραγματικό εισόδημα των καταναλωτών και μαζί με την τεράστια αβεβαιότητα η οποία δημιουργείται, να μειωθεί η ζήτηση και η οικονομική δραστηριότητα. Οι όποιες ελπίδες για επαναπατρισμό της παραγωγής μπορεί επίσης να μην επιβεβαιωθούν λόγω της σχεδόν πλήρους απασχόλησης που υπάρχει στις ΗΠΑ, του περιορισμού της μετανάστευσης και της αβεβαιότητας κάποιων κανόνων στο εσωτερικό.
Αναφορικά με τον διεθνή ρόλο του δολαρίου, οι κινήσεις του τις πρώτες ημέρες μετά την επιβολή των δασμών δημιουργούν προβληματισμό, καθώς το δολάριο υποτιμήθηκε αντί να ανατιμηθεί, όπως θα αναμενόταν σ’ αυτή την περίπτωση. Ο Λάρι Σάμερς, υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ επί Κλίντον, το απέδωσε και στο ότι οι ΗΠΑ με τις θεσμικές «ακροβασίες» του προέδρου Τραμπ έχουν αρχίσει να μοιάζουν με μια αναδυόμενη παρά ώριμη αγορά. Αλλοι λόγοι στους οποίους μπορεί να αποδοθεί η «οπισθοχώρηση» του δολαρίου είναι το ξεκίνημα κάποιας απομάκρυνσης από το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα και ίσως η προεξόφληση κάποιων αντιποίνων τα οποία συζητούνται. Οι κινήσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι πιο έντονες, αν οι τίτλοι σε ευρώ από «ασφαλείς προορισμούς», όπως η Γερμανία, ήταν περισσότεροι ώστε να υπάρχει μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί με κοινή έκδοση ευρωπαϊκού χρέους, το οποίο βέβαια δεν συζητείται – ακόμη τουλάχιστον. Να σημειωθεί πως η όποια υποχώρηση του δολαρίου λειτουργεί ενισχυτικά προς τους δασμούς, αυξάνοντας το πρόβλημα από την επιβολή τους.
Εχουμε την ευκαιρία να εμβαθύνουμε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, καθώς η Ευρώπη φαίνεται πως σφυρηλα-τείται στις κρίσεις.
Το πρόβλημα του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ οφείλεται στο ότι οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με Ευρώπη, Κίνα κ.λπ., αποταμιεύουν λίγα και επενδύουν πολλά, τα οποία χρηματοδοτούνται από τις αποταμιεύσεις και άλλων χωρών. Το πρόβλημα όμως θα βελτιωνόταν αν οι ίδιες οι ΗΠΑ μείωναν το μεγάλο δημοσιονομικό τους έλλειμμα, περιορίζοντας έτσι τη ζήτηση και αυξάνοντας την εσωτερική αποταμίευση. Ο περιορισμός των ιδιωτικών επενδύσεων είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί και οφείλεται κυρίως στην τεράστια ρευστότητα της κεφαλαιαγοράς της και στις ελκυστικές αποδόσεις των επενδύσεων στις ΗΠΑ. Μια ελκυστικότητα η οποία μάλιστα αυξάνεται, καθώς αρκετές επιχειρήσεις με έδρα τις ΗΠΑ υλοποιούν τμήματα της παραγωγής τους σε χώρες χαμηλότερου κόστους. Μέρος τουλάχιστον του ελλείμματος θα μπορούσε να καλυφθεί από τα έσοδα που φέρνουν οι δασμοί, αλλά ο νέος πρόεδρος έχει υποσχεθεί φοροαπαλλαγές σε άλλους τομείς.
Με την ανακοίνωση των δασμών κάποιες χώρες, όπως η Κίνα, ξεκίνησαν τα αντίποινα ενώ κάποιες, όπως της Ευρώπης, τα σχεδίαζαν, δεδομένης και της δυσκολίας επίτευξης συμφωνίας σε ένα σύνολο 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η υιοθέτηση αντιποίνων από την Ευρώπη μπορεί να είναι κάπως δημοφιλής, αλλά θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στο εσωτερικό της, πιθανόν και στασιμοπληθωρισμό. Η επιλογή δε για αντίποινα μέσω της επιβολής φορολογίας στις εισαγόμενες από τις ΗΠΑ υπηρεσίες πολύ πιθανόν να δημιουργήσει άλλα προβλήματα λόγω της έλλειψης εσωτερικών υποκατάστατων στις ψηφιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να απειλεί η Ευρώπη με αντίποινα και να φαίνεται πως τα εννοεί, προκειμένου να ενισχύει τη διαπραγματευτική της δύναμη.
Προτεραιότητα όμως στην Ευρώπη πρέπει να δοθεί στο εσωτερικό της με την υιοθέτηση και ενεργοποίηση των προτάσεων των Λέτα και Ντράγκι για πλήρη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της Κοινής Αγοράς και αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μείωση των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, τα οποία το καθηλώνουν στο 20%-25% του συνόλου, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που βρίσκεται σε ύψος γύρω στο 80%. Μάλιστα ο Ντράγκι έχει αναφερθεί σε άρθρο του σε μελέτη του ΔΝΤ η οποία υπολογίζει τα εσωτερικά εμπόδια σε ισοδύναμους δασμούς 45% για τη βιομηχανία και 110% για τις υπηρεσίες, πολλαπλάσια δηλαδή αυτών που επέβαλε ο πρόεδρος Τραμπ. Πέραν αυτών των εμποδίων η Ευρώπη πρέπει να αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις αξιοποιώντας τη μεγάλη αποταμίευση που υπάρχει στην ήπειρο. Η δημιουργία της Ενωσης Αποταμίευσης και Επενδύσεων (πρώην Ενωση Κεφαλαιαγορών), η οποία θα ενοποιήσει τη διάσπαρτη ρευστότητα, σίγουρα θα βοηθήσει στην αύξηση των επενδύσεων και θα μειώσει τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για τα οποία παραπονιούνται οι ΗΠΑ. Το wake up call του Τραμπ προς την Ευρώπη ίσως αποτελεί μια ακόμη ευκαιρία να εμβαθύνουμε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, συμπεριλαμβανομένης και της κοινής άμυνας, καθώς η Ευρώπη φαίνεται πως σφυρηλατείται στις κρίσεις, όπως είπε κάποτε ο Ζαν Μονέ. Φαίνεται όμως πως και πολιτικά μπορεί να είναι πιο εύκολο να υπάρξουν αντίποινα αντί να… φτιάξουμε την Ευρώπη. Ομως, «σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν»!
Προς το παρόν, πάντως, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει κηρύξει προσωρινή ανακωχή των «εχθροπραξιών» για τρεις μήνες προκειμένου να γίνουν διαπραγματεύσεις, κρατώντας σε χαμηλότερα επίπεδα τους δασμούς σε σχέση με αυτούς που επιβλήθηκαν αρχικά. Ολοι μιλούν με όλους, ενώ η εμπορική διαμάχη ΗΠΑ και Κίνας θα επηρεάσει τη διαδικασία. Το πιο πιθανό σενάριο είναι πως στο τέλος αυτών των διαπραγματεύσεων θα μιλάμε για λιγότερη παγκοσμιοποίηση με δασμούς μικρότερους από αυτούς που αναγγέλθηκαν την «Ημέρα της απελευθέρωσης» και πιθανώς κάποιες νέες συμμαχίες.
*Ο κ. Γιώργος Π. Ζανιάς είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Eurobank.

