Βρισκόμαστε πλέον σε μια εποχή που διαμορφώνεται κυρίως από την πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία καθιστά σαφές ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης χωρίς να λάβουμε υπόψη τις παγκόσμιες προκλήσεις που σχετίζονται με το εμπόριο και την ασφάλεια. Η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε δασμούς στις εισαγωγές προς τις ΗΠΑ, η σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας συνεχίζεται και υπάρχουν ακόμη πολλά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της Συρίας υπό την προσωρινή κυβέρνηση που ανακοινώθηκε πρόσφατα. Η μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής προς τα ορυκτά καύσιμα δημιουργεί έντονη αβεβαιότητα και πολλαπλές προκλήσεις τόσο για την Ευρώπη όσο και για τη διεθνή κοινότητα.
Σε αυτό το ιστορικό σημείο καμπής, το Φόρουμ των Δελφών προσφέρει μια ευκαιρία για ουσιαστικό διάλογο γύρω από τις ποικίλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος, αλλά και για την εξέταση εναλλακτικών πολιτικών επιλογών που θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο σε νέες ευκαιρίες.
Το ενεργειακό σύστημα αντιμετωπίζει δύο κυρίαρχες πιέσεις – τη διασφάλιση ενός ασφαλούς, οικονομικά προσιτού και αξιόπιστου εφοδιασμού και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Στην Ευρώπη, η ενεργειακή ασφάλεια υπήρξε ανέκαθεν ζήτημα υψίστης προτεραιότητος, ακόμη περισσότερο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις προσπάθειες απεξάρτησης των ευρωπαϊκών αγορών από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η διαχείριση αυτής της κρίσιμης συγκυρίας στον ενεργειακό τομέα απαιτεί προσοχή στις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες ανάγκες, χωρίς εκτροπή από τους μακροπρόθεσμους στόχους της ενεργειακής μετάβασης.
Η Ανατολική Μεσόγειος προσφέρει πρόσθετες δυνατότητες για διαφοροποίηση του φυσικού αερίου.
Η αντιμετώπιση αυτής της συγκυρίας απαιτεί καινοτομία, πολιτική βούληση και μια δόση ρεαλισμού. Οι εξελίξεις αυτές μπορούν να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες για την Ευρώπη, τόσο σε επίπεδο αγορών όσο και συνεργασιών. Παράλληλα, η τεχνολογική πρόοδος καθιστά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας –και ιδιαίτερα την αιολική και την ηλιακή– ολοένα και πιο ανταγωνιστικές έναντι των επιλογών που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η παγκόσμια κοινή ευθύνη για το μέλλον του πλανήτη συνιστά κάλεσμα για δράση και συνεργασία. Παράλληλα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής οφείλουν να αναγνωρίσουν τον διαρκή ρόλο και τη σημασία του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα κατά την περίοδο της μετάβασης, ως μια συγκριτικά καθαρότερη επιλογή σε σχέση με πηγές όπως ο άνθρακας. Μακροπρόθεσμα, η πυρηνική ενέργεια –τόσο μέσω των παραδοσιακών μεγάλων μονάδων όσο και των μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων– μπορεί να προσφέρει μια καθαρή επιλογή για την παροχή σταθερής ενεργειακής βάσης.
Τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα έχουν επιδείξει προνοητικότητα, προωθώντας την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και επενδύοντας παράλληλα σε τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου, με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας στον εφοδιασμό με φυσικό αέριο για εγχώριες ανάγκες, αλλά και για τη συμβολή στη διαφοροποίηση του ενεργειακού μείγματος στα Βαλκάνια. Η Ανατολική Μεσόγειος, επιπλέον, προσφέρει πρόσθετες δυνατότητες για διαφοροποίηση του φυσικού αερίου, με άμεσες προεκτάσεις για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια. Η αξιοποίηση αυτής της «win-win» ευκαιρίας προϋποθέτει συνεργασία και ενεργό συμμετοχή όλων των περιφερειακών δρώντων. Αντίστοιχα, το Αιγαίο παρουσιάζει σημαντικές δυνατότητες στον τομέα της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας. Μια σχετικά ρεαλιστική πρωτοβουλία για την προώθηση της καθαρής ενέργειας σε περιφερειακό επίπεδο είναι η αύξηση της ικανότητας μεταφοράς των δικτύων και των διασυνδέσεων, καθώς και η βελτίωση των ρυθμιστικών πλαισίων και των μηχανισμών αγοράς. Η δέσμευση και η συνεργασία των Ηνωμένων Πολιτειών σε ολόκληρη την περιοχή είναι σημαντική για την αντιμετώπιση των οριζόντιων ενεργειακών προκλήσεων.
*Η κ. Ντεφνέ Σαντικλάρ Αρσλάν είναι Senior Director, Atlantic Council in Turkiye.

