Η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης βρίσκεται σε φάση διάσωσης. Οπως μια ομάδα άμεσης επέμβασης που παρεμβαίνει για να σταθεροποιήσει μια κρίσιμη κατάσταση, έτσι και η Ευρωπαϊκή Ενωση οφείλει να αντιμετωπίσει χωρίς καθυστέρηση τις οικονομικές της αδυναμίες και τη φθίνουσα παγκόσμια θέση της.
Με το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ να έχει μειωθεί από 23% σε 14% σε διάστημα τριών δεκαετιών και τις εισοδηματικές διαφορές σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες να διευρύνονται, η ικανότητα της Ε.Ε. να καινοτομεί, να επενδύει στην τεχνολογία και να διασφαλίζει κοινωνική σταθερότητα τίθεται υπό απειλή. Αν σ’ αυτό προστεθούν οι ασταθείς ενεργειακές αγορές και οι γεωπολιτικές πιέσεις, γίνεται σαφές ότι η Ευρώπη δεν έχει το περιθώριο να αναβάλει τη λήψη αποφασιστικών μέτρων.
Το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Οταν μιλάμε για ανταγωνιστικότητα, δεν αναφερόμαστε απλώς στην παραγωγικότητα, στις οικονομικές επιδόσεις ή στη βιομηχανική παραγωγή – μιλάμε για τα ίδια τα θεμέλια της ευημερίας της Ευρώπης και του ιδιαίτερου κοινωνικού μας μοντέλου.
Ανταγωνιστικότητα σημαίνει να επιτρέπουμε στις επιχειρήσεις μας να καινοτομούν, να δημιουργούν θέσεις εργασίας και να παρέχουν ευκαιρίες στους πολίτες μας. Σημαίνει να διασφαλίζουμε ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες μπορούν να ευδοκιμήσουν σε μια ταχέως εξελισσόμενη παγκόσμια οικονομία – ανταγωνιζόμενες με δίκαιους όρους τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και άλλες παγκόσμιες δυνάμεις. Σημαίνει επίσης να προωθούμε πρωτοποριακές καινοτομίες που θα στηρίζουν την πράσινη μετάβαση. Δεν πρόκειται απλώς για την οικονομία.
Ας είμαστε σαφείς: μια ισχυρότερη οικονομία οδηγεί σε ισχυρότερη διαπραγματευτική επιρροή για την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Αποτελεί επίσης τη βάση για να στηρίξει τις τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται ώστε η Ευρωπαϊκή Ενωση να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική της άμυνα και τη στρατηγική της αυτονομία, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει να στέκεται στο πλευρό της Ουκρανίας και του λαού της.
Mια ισχυρότερη οικονομία οδηγεί σε ισχυρότερη διαπραγματευτική επιρροή για την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων.
Τους τελευταίους μήνες έχουν γίνει ενθαρρυντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι εκθέσεις Λέτα και Ντράγκι χάραξαν έναν σαφή οδικό χάρτη για την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας και πλέον βρίσκονται στο επίκεντρο του στρατηγικού οράματος της Κομισιόν για την επόμενη πενταετία. Οι εκθέσεις δεν έμειναν στο συρτάρι, όπως συνέβη με άλλες στο παρελθόν.
Η συμφωνία για καθαρή βιομηχανία, το σχέδιο δράσης για προσιτή ενέργεια και το πρώτο πακέτο απλοποίησης Omnibus –που παρουσιάστηκαν εντός των πρώτων 100 ημερών της Κομισιόν– αποδεικνύουν πραγματική πρόθεση. Η αίσθηση του κατεπείγοντος είναι εμφανής.
Ομως η στρατηγική από μόνη της δεν αρκεί. Οι εξαγγελίες στις Βρυξέλλες δεν έχουν ακόμη μετατραπεί σε ουσιαστική στήριξη για τις επιχειρήσεις. Σε ολόκληρη την Ευρώπη οι επιχειρήσεις μάς λένε το ίδιο: οι προτάσεις είναι μεν πολλά υποσχόμενες, αλλά δεν είναι αρκετές.
Η υπερρύθμιση, το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό εξακολουθούν να αποτελούν τα βασικά εμπόδια για την ανάπτυξη.
Η απλούστευση είναι το «κλειδί» για να γίνει η Ευρώπη πιο ελκυστική για τις επιχειρήσεις και όσους παράγουν καινοτομία. Αυτή τη στιγμή πάνω από το 60% των επιχειρήσεων θεωρεί τις ρυθμίσεις σημαντικό εμπόδιο για τις επενδύσεις, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να πλήττονται ιδιαίτερα από τους επικαλυπτόμενους και διαρκώς μεταβαλλόμενους κανόνες.
Η απλούστευση των κανονισμών μπορεί να απελευθερώσει πόρους, μειώνοντας δυνητικά το διοικητικό κόστος κατά 37 δισ. ευρώ και αποδεσμεύοντας επενδύσεις ύψους 50 δισ. ευρώ έως το 2029. Τα πρώτα βήματα, όπως τα πακέτα Omnibus, είναι ευπρόσδεκτα, αλλά απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες – μεταξύ άλλων η απλούστευση του κανονισμού για την αποψίλωση των δασών και του συστήματος εμπορίας εκπομπών της Ε.Ε. Επιπλέον, απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας, ώστε οι νέοι κανονισμοί να βασίζονται σε τεκμηριωμένα δεδομένα και να είναι φιλικοί προς τις επιχειρήσεις, με εργαλεία όπως ο έλεγχος ανταγωνιστικότητας να λειτουργούν ως μηχανισμοί εγγύησης – διασφαλίζοντας ότι οι πολιτικές αποφάσεις δεν είναι μόνο καλοπροαίρετες, αλλά τεκμηριωμένες, ισορροπημένες και έξυπνες ως προς τον αντίκτυπό τους στις επιχειρήσεις.
Την ίδια στιγμή, οι τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη παραμένουν δύο έως τρεις φορές υψηλότερες απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στην Κίνα, συνιστώντας σοβαρή πρόκληση για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Αν και η συμφωνία για καθαρή βιομηχανία και το σχέδιο δράσης για προσιτή ενέργεια θέτουν ελπιδοφόρους μακροπρόθεσμους στόχους –μείωση τιμών, περιορισμό επενδυτικού ρίσκου και δημιουργία αγορών για προϊόντα χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα– οι επιχειρήσεις δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν.
Πολλές από αυτές ήδη περιορίζουν τη δραστηριότητά τους, μεταφέρουν την παραγωγή τους αλλού ή «παγώνουν» τις επενδύσεις τους, αποδυναμώνοντας τη βιομηχανική βάση της Ευρώπης. Απαιτούνται άμεσα μέτρα: επιτάχυνση των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εκσυγχρονισμός των ηλεκτρικών δικτύων για μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και παροχή στοχευμένων ελαφρύνσεων –όπως ανώτατα όρια τιμών ενέργειας ή επιδοτήσεις– για την προστασία των ευάλωτων βιομηχανιών, ενόσω διαμορφώνονται οι απαραίτητες διαρθρωτικές λύσεις.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν θέσεις εργασίας λόγω ελλείψεων και αναντιστοιχιών σε δεξιότητες. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η Ενωση των Δεξιοτήτων (Union of Skills) πρέπει να γίνει πράξη μέσα από τη δημιουργία ενός συνεκτικού οικοσυστήματος δεξιοτήτων που θα σέβεται τις εθνικές ιδιαιτερότητες, ενώ ταυτόχρονα θα προωθεί κοινούς στόχους.
Αυτό περιλαμβάνει την ενίσχυση της επαγγελματικής κατάρτισης και της διά βίου μάθησης, ιδίως στους ψηφιακούς, πράσινους και τεχνικούς τομείς, ώστε να διασφαλιστεί η συνεχής επανεκπαίδευση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού πρέπει να ενισχυθεί μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας, της βελτίωσης της αναγνώρισης των προσόντων και της παροχής κινήτρων για μετακίνηση όπου υπάρχει ανάγκη.
Επιπλέον, οι ξεπερασμένοι κανόνες της αγοράς εργασίας πρέπει να εκσυγχρονιστούν, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προσαρμόζονται και στους εργαζομένους να αξιοποιούν τις νέες ευκαιρίες. Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται συνεργασία με τα κράτη-μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους, καθώς και σημαντικές επενδύσεις σε προγράμματα όπως το Erasmus+, μετατρέποντας την εκπαίδευση και την κατάρτιση σε κινητήρια δύναμη της ανταγωνιστικότητας.
Τέλος, αλλά όχι ήσσονος σημασίας, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά δεν αξιοποιείται στο έπακρο λόγω διαρκών ρυθμιστικών περιορισμών, ιδίως στις διασυνοριακές υπηρεσίες. Η πλήρης απελευθέρωσή της θα μπορούσε να αποφέρει 2,8 τρισ. ευρώ ετησίως και να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 2%, μέσα από μια πιο ολοκληρωμένη ψηφιακή Ενιαία Αγορά. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να καταργηθούν τα ξεπερασμένα εθνικά εμπόδια, να εφαρμοστεί πλήρως η οδηγία για τις Υπηρεσίες και να διαμορφωθεί μια πραγματικά ενοποιημένη εσωτερική αγορά. Εως τον Ιούνιο του 2025 απαιτείται μια σαφής στρατηγική για την άρση αυτών των εμποδίων – όχι άλλη ανάλυση. Η Ενιαία Αγορά είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική ισχύ της Ευρώπης και τώρα είναι η στιγμή να την ενδυναμώσουμε. Δεν είναι η ώρα για διαχείριση του status quo – βρισκόμαστε σε επιχείρηση διάσωσης.
*O κ. Στέφανο Μάλια είναι πρόεδρος του European Economic and Social Committee Employers Group.

