Στον κόσμο των χρημάτων δεν υπάρχουν πολλές σταθερές, αλλά ανέκαθεν μπορούσε κανείς να βασιστεί στο εξής: όταν η αγορά γινόταν τρομακτική, ο κόσμος κατέφευγε στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Οι επενδυτές αγόραζαν αμερικανικούς τίτλους, θεωρώντας πως οτιδήποτε κι αν συμβεί –οικονομικός πανικός, πόλεμος, φυσική καταστροφή– η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα αντέξει και θα «σηκώσει» τα χρέη της. Ως αποτέλεσμα, τα ομόλογα των ΗΠΑ θεωρούνταν παραδοσιακά επενδυτικό καταφύγιο.
Κι όμως, η «τρικυμία» της περασμένης εβδομάδας στις αγορές ομολόγων αποκάλυψε πόσο πολύ έπληξε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ την εμπιστοσύνη σε αυτή τη βασική παραδοχή, δοκιμάζοντας την προηγουμένως αψεγάδιαστη σταθερότητα του αμερικανικού χρέους. Ο εμπορικός πόλεμος δημιούργησε ανησυχίες για μια παγκόσμια οικονομική ύφεση, πλήττοντας ταυτόχρονα την αξιοπιστία των ΗΠΑ ως υπεύθυνου ηγέτη για την ειρήνη και την ευημερία.
«Ολος ο κόσμος αποφάσισε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει ιδέα τι κάνει», δήλωσε ο Μαρκ Μπλάιθ, συγγραφέας και πολιτικός οικονομολόγος στο Brown University. Η διάβρωση της εμπιστοσύνης στη διακυβέρνηση της μεγαλύτερης οικονομίας διεθνώς ευθύνεται τουλάχιστον εν μέρει για την πρόσφατη βουτιά της αγοράς ομολόγων. Οταν μεγάλος αριθμός επενδυτών ξεπουλάει ομόλογα μαζικά, η κυβέρνηση προσφέρει υψηλότερο επιτόκιο για να προσελκύσει άλλους να αγοράσουν το χρέος της. Αυτό τείνει να ανεβάζει τα επιτόκια σε ολόκληρη την οικονομία, αυξάνοντας τις πληρωμές για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια.
Την περασμένη εβδομάδα η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς, που αποτελεί σημείο αναφοράς για τον επενδυτικό κόσμο, εκτινάχθηκε περίπου στο 4,5% από λιγότερο από 4%, κάνοντας το μεγαλύτερο άλμα εδώ και σχεδόν 25 χρόνια. Στο μεταξύ, το δολάριο πέφτει, παρότι θεωρητικά οι δασμοί θα το ενισχύσουν.
Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για το ξεπούλημα στις αγορές. Τα hedge funds και άλλοι οικονομικοί «παίκτες» πούλησαν θέσεις, καθώς βγαίνουν από ένα σύνθετο συναλλακτικό παιχνίδι, το οποίο επιδιώκει να εκμεταλλευθεί το χάσμα μεταξύ των υφιστάμενων τιμών των ομολόγων και των στοιχημάτων για τις μελλοντικές τιμές τους. Οι κερδοσκόποι ξεφορτώνονται ομόλογα λόγω της βουτιάς στις μετοχές, καθώς προσπαθούν να συγκεντρώσουν χρήματα και να αποφύγουν τη χρεοκοπία. Μάλιστα, ορισμένοι φοβούνται ότι η κεντρική τράπεζα της Κίνας, η οποία έχει μεταξύ άλλων 761 δισ. δολάρια σε ομόλογα των ΗΠΑ, πουλάει τίτλους ως αντίποινα για τους αμερικανικούς δασμούς.
Ο εμπορικός πόλεμος δημιούργησε ανησυχίες για μια παγκόσμια οικονομική ύφεση, πλήττοντας ταυτόχρονα την αξιοπιστία των ΗΠΑ ως υπεύθυνου ηγέτη για την ειρήνη και την ευημερία.
Σε κάθε περίπτωση, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν επί χρόνια για μια ξαφνική πτώση στη διάθεση των ξένων να αγοράζουν και να διακρατούν αμερικανικό χρέος, που θα οδηγούσε σε μια απότομη και αποσταθεροποιητική αύξηση στα αμερικανικά επιτόκια δανεισμού. Τώρα ίσως έφθασε αυτή η στιγμή. Για τους Αμερικανούς, αυτή η επαναξιολόγηση απειλεί ένα μοναδικό πλεονέκτημα της χώρας. Επειδή οι ΗΠΑ ήταν επί μακρόν το ασφαλές καταφύγιο της παγκόσμιας οικονομίας, η κυβέρνηση έβρισκε αξιόπιστους ενδιαφερόμενους για το χρέος της σε χαμηλά επιτόκια. Αυτό μείωσε το κόστος των στεγαστικών, των πιστωτικών καρτών και των καταναλωτικών δανείων, και έτσι οι Αμερικανοί καταναλωτές ξόδευαν χωρίς ιδιαίτερο μέτρο.
Ταυτόχρονα, οι ξένοι που αγόραζαν περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια ανέβασαν την αξία του αμερικανικού νομίσματος, με αποτέλεσμα τα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ να γίνονται φθηνότερα σε όρους δολαρίου.
Πολλοί υποστήριζαν ότι αυτό το μοντέλο είναι μη βιώσιμο και καταστροφικό. Η εισροή των ξένων χρημάτων σε περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια επέτρεψε στους Αμερικανούς να βασιστούν σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές, θυσιάζοντας θέσεις εργασίας στη βιομηχανία. Οι κινεζικές επιχειρήσεις απέκτησαν κυριαρχία σε βασικούς κλάδους, με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να εξαρτώνται για βασικά αγαθά από έναν απομακρυσμένο αντίπαλο.
Ωστόσο, οι οικονομολόγοι που το πίστευαν αυτό πρότειναν μια σταδιακή διαδικασία προσαρμογής, με την κυβέρνηση να υιοθετεί μια βιομηχανική πολιτική ενθάρρυνσης για την ανάπτυξη νέων κλάδων. Αυτό απαιτεί επενδύσεις και κατά συνέπεια προβλεψιμότητα. Ο Τραμπ από την πλευρά του προειδοποίησε τις επιχειρήσεις ότι ο μόνος τρόπος να αποφύγουν τους δασμούς είναι να στήσουν εργοστάσια στις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα αύξησε τον εμπορικό προστατευτισμό στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα.
Ακόμη και η ξαφνική απόφαση του Λευκού Οίκου για παύση στους περισσότερους δασμούς σε όλους τους εμπορικούς εταίρους πλην της Κίνας δεν κατάφερε να απομακρύνει την αίσθηση ότι ξεκινάει μια νέα εποχή για την παγκόσμια οικονομία, μια εποχή στην οποία οι ΗΠΑ θα θεωρούνται πιθανόν απρόβλεπτος παράγοντας.
Ο θυμός για την ανεργία στις βιομηχανικές κοινότητες βοήθησε στην ανάδειξη του Τραμπ, αλλοιώνοντας τις πολιτικές του εμπορίου. Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι λένε ότι ο εμπορικός πόλεμος ενδέχεται να επιδεινώσει περαιτέρω τις προοπτικές της αμερικανικής βιομηχανίας. Οι δασμοί απειλούν υφιστάμενες θέσεις εργασίας σε εργοστάσια που εξαρτώνται από εισαγόμενα εξαρτήματα για να κατασκευάσουν τα προϊόντα τους. Επίσης, οι δασμοί τέθηκαν σε –από όσο φαίνεται– τυχαία επίπεδα, σύμφωνα με οικονομολόγους. «Αυτό που πραγματικά δεν άρεσε στην αγορά ήταν τα τυχαία, τρελά μαθηματικά των δασμών», δήλωσε ο Σάιμον Τζόνσον, νομπελίστας οικονομολόγος του MIT. «Φάνηκε σαν να μην ξέρουν τι κάνουν και σαν να μην τους ενδιαφέρει. Είναι ένα εντελώς νέο επίπεδο τρέλας».

