Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και οι σύμβουλοί του διατείνονται ότι αυτό ήταν το σχέδιο από την αρχή: Να τρομάξουν τον κόσμο ανακοινώνοντας αστρονομικά υψηλούς δασμούς, να κάνουν τις χώρες να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και –με εξαίρεση την Κίνα– να υποχωρήσουν από τους πιο αυστηρούς εμπορικούς φραγμούς, όσο η Αμερική επεξεργάζεται νέες εμπορικές συμφωνίες σε όλο τον κόσμο.
Ωστόσο, η 90ήμερη αναβολή του Τραμπ στους «αμοιβαίους» δασμούς του, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ αμοιβαίοι, δίνει στην κυβέρνησή του το περιθώριο μόλις τριών μηνών για να συνάψει εξαιρετικά περίπλοκες εμπορικές συμφωνίες με δεκάδες χώρες που, όπως λέει ο ίδιος, περιμένουν στην ουρά για να διαπραγματευτούν.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν δείχνουν να τον πιστεύουν. Οι μετοχές ταλαντεύονται καθώς η μεταβλητότητα έχει αυξηθεί, ενώ και οι διακυμάνσεις σε άλλες αγορές, όπως το πετρέλαιο, τα ομόλογα και το δολάριο, είναι ενδεικτικές μιας ευρύτερης επιφυλακτικότητας για το εάν ο Τραμπ θα μπορέσει να τα καταφέρει.
Τα κακά μαντάτα των αγορών
Οι συναλλαγές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης πραγματοποιούνται στην κόψη του ξυραφιού και κάθε ανακοίνωση της διοίκησης Τραμπ σχετικά με τους δασμούς έχει τη δυνατότητα να στείλει τις μετοχές στα ύψη ή στα τάρταρα. Για παράδειγμα, οι μετοχές σημείωσαν βουτιά την Πέμπτη, αφού η κυβέρνηση διευκρίνισε ότι οι δασμοί στην Κίνα ανέρχονται σε 145% αντί για 125%.
Στα 129 χρόνια ιστορίας του Dow Jones, ο βιομηχανικός δείκτης έχει κλείσει υψηλότερα ή χαμηλότερα κατά τουλάχιστον 1.000 μονάδες μόλις 31 φορές. Τέσσερις από αυτές τις φορές ήταν την περασμένη εβδομάδα. Ο S&P 500 σημείωσε πτώση λίγο πάνω από 9% κατά την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου, τη μεγαλύτερη πτώση μιας εβδομάδας από τον Μάρτιο του 2020. Ο δείκτης κέρδισε 5,7% την περασμένη εβδομάδα, στη μεγαλύτερη εβδομαδιαία άνοδο από το 2023.
Παρά την ιστορική άνοδο της Τετάρτης μετά την ανακοίνωση της παύσης των δασμών, οι μετοχές παραμένουν πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο όπου βρίσκονταν προτού ο πρόεδρος παρουσιάσει το σχέδιο δασμών της «Ημέρας της Απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου.
Ομοίως, η αγορά ομολόγων συμπεριφέρεται περίεργα. Συνήθως, τα ομόλογα είναι κερδισμένα σε περιόδους αναταραχής. Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα θεωρούνται ιστορικά τα ασφαλέστερα assets. Ωστόσο, σε αυτή τη φάση υποχωρούν. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι επενδυτές έχουν χάσει την πίστη τους στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και φοβούνται ότι η Αμερική θα μπορούσε να πληγεί ακόμη χειρότερα από τις χώρες στις οποίες στοχεύει η δασμολογική πολιτική του Τραμπ. Οπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase, Τζέιμι Ντίμον, στην ετήσια επιστολή του προς τους μετόχους σήμερα, Δευτέρα, η πολιτική «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ κινδυνεύει να αποξενώσει τους πιο σημαντικούς εταίρους της και να κλονίσει την ιδιαίτερη θέση της χώρας στον κόσμο.
Οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων ξεπέρασαν για λίγο την Παρασκευή το 4,5%, ενώ στις αρχές της εβδομάδας βρίσκονταν κάτω από το 4%. Οι υψηλότερες αποδόσεις θα μπορούσαν να πλήξουν την αμερικανική οικονομία, καθώς ένας αριθμός καταναλωτικών δανείων συνδέεται στενά με αυτά τα επιτόκια.
Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα βρίσκονταν σε τροχιά για τη χειρότερη εβδομάδα τους από το 2019, σύμφωνα με τον δείκτη συνολικής απόδοσης του αμερικανικού δημοσίου του Bloomberg, όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης αναγκάστηκε να παρέμβει και να αγοράσει κρατικά ομόλογα για να μειώσει την άνοδο των αποδόσεων που προκλήθηκε από την έλλειψη ρευστότητας.
Παράλληλα, η αγορά πετρελαίου συμπεριφέρεται σαν να έρχεται ύφεση. Οι τιμές έπεσαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο εβδομάδων, καθώς οι επενδυτές φοβούνταν ότι η εμπορική πολιτική του Τραμπ θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη ζήτηση για ταξίδια, ναυτιλία και μεταφορές, καθώς όλα αυτά απαιτούν καύσιμα.
Επίσης, το δολάριο υποχώρησε την Παρασκευή στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών. Αυτό είναι το αντίθετο από ό,τι θα περίμενε κανείς όταν τίθενται σε εφαρμογή δασμοί. Συνήθως, οι δασμοί αυξάνουν την αξία ενός τοπικού νομίσματος, επειδή ενθαρρύνουν τους κατοίκους να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα αντί για ξένες επιλογές. Ομως, οι traders συναλλάγματος πωλούν το δολάριο, επειδή πιστεύουν ότι η Αμερική θα σηκώσει το βάρος των επιπτώσεων του εμπορικού πολέμου του Τραμπ και θα καταλήξει συγκριτικά πιο αδύναμη από ό,τι πριν από την επιβολή των δασμών.
Οι εμπορικές συμφωνίες
Παρά το γεγονός ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές εκφράζουν τεράστιες αμφιβολίες για το αν η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να συνάψει διμερείς εμπορικές συμφωνίες και με τις 150 χώρες του κόσμου, η κυβέρνηση Τραμπ παραμένει αισιόδοξη.
Ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι περισσότερες από 70 χώρες ζήτησαν να συναντηθούν με εκπροσώπους των ΗΠΑ για να συνάψουν μια συμφωνία που θα μπορούσε να τις εξαιρέσει από τους τιμωρητικούς δασμούς του Τραμπ. Αν και η κυβέρνηση έδωσε λίγες λεπτομέρειες για τις χώρες με τις οποίες διαπραγματεύεται, δήλωσε ότι θα ευνοήσει πρώτα συμμάχους όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία.
Αλλά οι εμπορικές συμφωνίες είναι απίστευτα πολύπλοκες και συνήθως χρειάζονται χρόνια και όχι μήνες. Και ακόμη και αν ο Τραμπ διαπραγματευόταν για το εμπόριο με όλες αυτές τις χώρες σε σύντομο χρονικό διάστημα –είτε πρόκειται για πλήρεις συμφωνίες είτε για επιστολές που συγκροτούν ένα πλαίσιο συμφωνίας– η Κίνα, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, παραμένει ο ελέφαντας στο δωμάτιο.
Οι αμερικανικοί δασμοί στην Κίνα ανέρχονται πλέον σε τουλάχιστον 145% και η Κίνα την Παρασκευή ανταπέδωσε με δασμούς 125%. Αυτό θα προκαλέσει τεράστια ζημιά στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, καθώς και οι δύο πλευρές έχουν δηλώσει ότι δεν είναι πρόθυμες να υποχωρήσουν. Η Κίνα έχει δηλώσει σταθερά ότι είναι ανοιχτή σε διαπραγματεύσεις, αλλά θέλει να γίνουν με σεβασμό.
Εν τω μεταξύ, οι οικονομολόγοι δεν έχουν συγκινηθεί από τη μερική μεταστροφή Τραμπ. Ασχέτως με τις όποιες εμπορικές συμφωνίες επιτευχθούν, μεγάλο μέρος της ζημίας έχει ήδη γίνει, υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι της Wall Street. Εξάλλου, οι τιμωρητικοί καθολικοί δασμοί 10% παραμένουν σε ισχύ, όπως και οι δασμοί 25% στα αυτοκίνητα, οι δασμοί 25% σε ορισμένα αγαθά από το Μεξικό και τον Καναδά και οι δασμοί 25% στον χάλυβα και στο αλουμίνιο.
Γι’ αυτό η JPMorgan και η Goldman Sachs λένε ότι η πιθανότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι παγκόσμιες οικονομίες να εισέλθουν σε ύφεση φέτος είναι ορατή.
Πηγή: moneyreview.gr

