Από την Ημέρα της Απελευθέρωσης στις 2 Απριλίου βρεθήκαμε στην Ημέρα της Υποχώρησης στις 9 Απριλίου με τις αγορές να βιώνουν το απόλυτο τρενάκι του τρόμου. Ο Ντόναλντ Τραμπ ανέτρεψε βεβαιότητες που στήριζαν την παγκόσμια οικονομία και εισήγαγε εξαιρετικά επίπεδα αστάθειας και σύγχυσης, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο, αυτό της εποχής του χάους. Μέσα σε μία περίπου εβδομάδα, τα χρηματιστήρια χτυπήθηκαν από την υψηλότερη μεταβλητότητα που έχει σημειωθεί τα τελευταία 25 χρόνια, χάθηκαν πάνω από 11 τρισ. δολάρια από την αξία των παγκόσμιων μετοχών, ενώ ο Τραμπ κατάφερε αυτό που μέχρι πριν από μερικές ημέρες θεωρείτο αδιανόητο: Να προκαλέσει μία ιστορική κρίση εμπιστοσύνης των ΗΠΑ. Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και το δολάριο, οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, έγιναν περιουσιακά στοιχεία υψηλού ρίσκου, με τους επενδυτές να μην τα αναγνωρίζουν πλέον ως τα ασφαλή επενδυτικά καταφύγια που πάντα ήταν. Η ριψοκίνδυνη πολιτική Τραμπ, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του και ο «σεισμός» που έχει προκαλέσει στις αγορές, έχουν μετατρέψει τον εξαιρετισμό των ΗΠΑ σε «αποκήρυξη των ΗΠΑ», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Bank of America. Ολα αυτά ουσιαστικά ακυρώνουν το… όραμα του Τραμπ να κάνει την Αμερική «Μεγάλη ξανά», τη στιγμή που όλα έχουν εξελιχθεί σε έναν κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, ο οποίος κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν οικονομικό πόλεμο που θα «γονατίσει» την παγκόσμια οικονομία.
Απειλές «με το καλημέρα»
Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Τραμπ απειλούσε επανειλημμένα με μια σειρά από «τιμωρητικά» μέτρα κατά των εμπορικών εταίρων, ανακαλούσε την τελευταία στιγμή ορισμένα από αυτά, ενώ είχε ονομάσει την 2α Απριλίου, την ημέρα που θα ανακοίνωνε τους αμοιβαίους δασμούς, ως την Ημέρα Απελευθέρωσης των ΗΠΑ. Ο πίνακας με τους «ερασιτεχνικούς» υπολογισμούς των δασμών που είχε αποφασίσει να επιβάλει, τον οποίο κρατούσε κατά την ομιλία του εκείνη την ημέρα στον Κήπο των Ρόδων του Λευκού Οίκου, πυροδότησε ένα ιστορικό sell-off στις παγκόσμιες αγορές, τροφοδοτώντας φόβους για σημαντική επιβράδυνση ακόμα και ύφεση στις ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία. Ο Τραμπ είπε ότι οι δασμοί θα επιστρέψουν στρατηγικά ζωτικής σημασίας παραγωγικές ικανότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες και θα κάνουν την Αμερική μεγάλη και πλούσια ξανά. Μάλιστα, και ενώ το sell-off ήταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Τραμπ, απευθυνόμενος στους επενδυτές, τόνισε ότι οι πολιτικές του «δεν θα αλλάξουν ποτέ»…
Χρειάστηκε μια εβδομάδα βουτιά στις αγορές μετοχών και ομολόγων –μαζί με μια συνεχή εκστρατεία από στελέχη, νομοθέτες και λομπίστες– για να αναγκαστεί ο Τραμπ στις 9 Απριλίου να «παγώσει» για 90 ημέρες ένα σημαντικό στοιχείο του σαρωτικού δασμολογικού του σχεδίου, λίγες μόλις ώρες αφού είχε τεθεί σε ισχύ. Οι επιπλέον δασμοί έπαυσαν προσωρινά, ενώ διατηρήθηκε ο βασικός δασμός 10% προς όλες τις χώρες, καθώς και οι συνολικοί δασμοί στην Κίνα. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε ότι το Σαββατοκύριακο που είχε προηγηθεί πλημμύρισε από ανησυχητικές κλήσεις από τη Wall Street και ένιωσε έντονα ότι έπρεπε να πείσει τον Τραμπ ότι χρειαζόταν μια παύση. Σύμφωνα με ρεπορτάζ των διεθνών μέσων, τις τελευταίες ημέρες και πριν από την 9η Απριλίου ο ίδιος ο Τραμπ είχε γίνει αποδέκτης έντονων ανησυχιών σχετικά με τις επιπτώσεις των σαρωτικών δασμών και των αντιποίνων στην οικονομία, από ορισμένους από τους πλουσιότερους συμμάχους του. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο δισεκατομμυριούχος fund manager Μπιλ Ακμαν και υποστηρικτής του Τραμπ είχε προειδοποιήσει ότι ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα ενός «οικονομικού πυρηνικού χειμώνα» εάν οι αυστηρότεροι δασμοί τεθούν σε ισχύ. «Υποστηρίζω μια παύση 30, 60 ή 90 ημερών για την εφαρμογή των δασμών, ώστε να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων χωρίς μια σημαντική παγκόσμια οικονομική αναστάτωση που θα βλάψει τις πιο ευάλωτες εταιρείες και πολίτες της χώρας μας», όπως είχε τονίσει. Την περασμένη Δευτέρα μάλιστα υπήρξε σχετική διαρροή για 90ήμερη παύση, την οποία ωστόσο η αμερικανική κυβέρνηση είχε σπεύσει να διαψεύσει.
Ο ρόλος του Ντίμον
Σημαντικό ρόλο στην υποχώρηση για τους δασμούς, παραδέχθηκε ο Τραμπ, έπαιξαν οι δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της JP Morgan, Τζέιμι Ντίμον στο Fox Business, ιδιαίτερα όταν είπε ότι ήταν «απόλυτα λογικό να συμπεράνουμε ότι το παγκόσμιο εμπόριο είναι άδικο». Ο Ντίμον ενθάρρυνε τους υπεύθυνους χάραξης εξωτερικής πολιτικής να υιοθετήσουν μια ήρεμη προσέγγιση και να «διαπραγματευτούν ορισμένες εμπορικές συμφωνίες». Αλλά ο Ντίμον προειδοποίησε επίσης ότι μια ύφεση ήταν ένα πιθανό αποτέλεσμα των κινήσεων Τραμπ και πως οι επιχειρήσεις έκαναν περικοπές εν μέσω της αβεβαιότητας. «Οι αγορές δεν έχουν πάντα δίκιο, αλλά μερικές φορές έχουν δίκιο», είπε ο Ντίμον.
H αγορά ομολόγων
Αυτό που πραγματικά έπαιξε ρόλο στη «στροφή» Τραμπ ήταν η εικόνα κατάρρευσης της αγοράς ομολόγων των ΗΠΑ. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είχε δώσει σημασία στο sell-off των μετοχών, αλλά το sell-off των ομολόγων το οποίο στις 9 Απριλίου πήρε επικίνδυνες διαστάσεις, προφανώς τον ταρακούνησε. Εκείνη την ημέρα οι αποδόσεις στα 10ετή και 30ετή αμερικανικά ομόλογα άγγιξαν ή και ξεπέρασαν το 5%. Τα ομόλογα των ΗΠΑ θεωρούνται «λιμάνι» για τους επενδυτές σε περιόδους πανικού. Πραγματοποίησαν ράλι κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, την 11η Σεπτεμβρίου, ακόμη και όταν η πιστοληπτική αξιολόγηση των ΗΠΑ υποβαθμίστηκε.
Το μήνυμα της αγοράς ομολόγων ήταν απλό: το δασμολογικό τσουνάμι δημιουργούσε πολύ περισσότερη αβεβαιότητα και κινδύνους από ό,τι ήταν πρόθυμοι να ανεχθούν οι επενδυτές. Ορισμένοι από αυτούς τους επενδυτές μετατράπηκαν σε «τιμωρούς των ομολόγων», απαιτώντας υψηλότερες αποδόσεις ως αποζημίωση για τα ρίσκα που τους ζητήθηκε να αναλάβουν στη συνήθως «risk free» αγορά ομολόγων υψηλής ρευστότητας των ΗΠΑ. Η εκτόξευση των αποδόσεων ήρθε σε μια εποχή που δηλωμένος στόχος της κυβέρνησης ήταν να μειώσει τις αποδόσεις για να μειώσει το κόστος δανεισμού.
Ταυτόχρονα υπήρξαν (και υπάρχουν) ερωτήματα σχετικά με την πιθανότητα η Κίνα να (έχει) ξεφορτωθεί μέρος του χρέους των ΗΠΑ που κατέχει, χρησιμοποιώντας τα ουσιαστικά ως «όπλο» για έμμεσα αντίποινα. «Οι δασμοί και η προοπτική συρρίκνωσης του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ ενδέχεται να αυξήσουν τις πιέσεις πώλησης από το εξωτερικό μεσοπρόθεσμα», σημειώνει η Bank of America. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, από το σύνολο των ομολόγων αξίας 29 τρισ. δολ. των ΗΠΑ, τα 8,5 τρισ. δολ., ή το 30% περίπου, κατέχονται από ξένους επενδυτές. Η Ιαπωνία κατέχει κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ αξίας 1,08 τρισ. δολ. και η Κίνα 760 δισ. δολ.
Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και το δολάριο, οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, έγιναν περιουσιακά στοιχεία υψηλού ρίσκου.
Κρίση εμπιστοσύνης
Ενώ η παύση που ανακοίνωσε ο Τραμπ προκάλεσε ιστορικό ράλι στις αγορές των ΗΠΑ την Τετάρτη, το οποίο και ακολούθησαν την Πέμπτη οι αγορές σε Ασία και Ευρώπη, η ευφορία αποδείχθηκε «τεχνική». Επειτα από τις ισχυρές απώλειες που είχαν βιώσει οι αγορές τις προηγούμενες ημέρες οδήγησε σε μία αναμενόμενη αντίδραση «ελατηρίου». Το ράλι ωστόσο δεν αντανακλούσε το τέλος της αβεβαιότητας και των ανησυχιών για την οικονομία, ούτε βελτίωσε την κατεστραμμένη επενδυτική εμπιστοσύνη προς τις ΗΠΑ. Αυτό αποδείχθηκε άμεσα καθώς το sell-off επέστρεψε στη Wall Street, τα αμερικανικά ομόλογα δέχθηκαν νέες πιέσεις, ενώ το δολάριο –το πλέον παραδοσιακά ασφαλές καταφύγιο και παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα– βυθίστηκε και πάλι υπογραμμίζοντας τη διάθεση φυγής των κεφαλαίων από τις ΗΠΑ.
«Ανησυχούμε βαθιά για την έλλειψη εμπιστοσύνης των επενδυτών στις ΗΠΑ», όπως σημειώνει η Nomura. «Πρόκειται για πρόταση μομφής όχι μόνο από την αγορά μετοχών αλλά και από τους συμμετέχοντες στην αγορά ομολόγων στην κυβέρνηση Τραμπ και τις πολιτικές της».
Ο δείκτης δολαρίου άγγιξε τα χαμηλά τριών ετών, ενώ το ευρώ εκτινάχθηκε πάνω από το 1,13, στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές του 2022, και το ελβετικό φράγκο στα υψηλά 10 ετών, έναντι του αμερικανικού νομίσματος. «Η κρίση του δολαρίου αναμένεται να συνεχιστεί», προβλέπει η ING. «Η κατάρρευση του δολαρίου λειτουργεί ως βαρόμετρο του “πουλήστε την Αμερική” αυτή τη στιγμή», όπως σημειώνει. «Ειλικρινά, η τρέχουσα κατάσταση δεν είναι μόνο χαοτική, είναι κάτι τρελό», αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ολλανδικού οίκου, Κάρστεν Μπρζέσκι.
Παρά το U-turn του Τραμπ με τους δασμούς, κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στη συνέχεια. «Αυτό που απομένει είναι μια αυξανόμενη αίσθηση αβεβαιότητας. Ακόμα και το 90ήμερο μορατόριουμ σε πολλούς δασμούς αποτελεί μόνο μια μικρή ανακούφιση, επειδή κανείς δεν ξέρει αν και πότε ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα αλλάξει ξανά γνώμη», όπως σημειώνει η DZ Bank.
Εν τω μεταξύ, ο εμπορικός πόλεμος όχι μόνο συνεχίζεται αλλά συνεχώς κλιμακώνεται, απειλώντας να ανατρέψει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και «χτυπώντας» συναγερμό ύφεσης. ΗΠΑ και Κίνα έχουν εμπλακεί σε ένα «παιχνίδι της κότας» και σε έναν «πόλεμο» δύναμης που έχει προκαλέσει τη μεγαλύτερη αναταραχή στην τάξη του παγκόσμιου εμπορίου εδώ και δεκαετίες, ανταλλάσσοντας συνεχώς… δασμούς. Οι αυξήσεις των αμοιβαίων δασμών αναμένεται να διακόψουν εντελώς το εμπόριο αγαθών μεταξύ των δύο χωρών, όπως σημειώνει η UBS. Το εμπόριο αυτό ήταν πάνω από 650 δισ. δολάρια το 2024.
Παράλληλα, η Αμερική εξακολουθεί να επιβάλλει δασμούς 10% σε σχεδόν όλες τις άλλες χώρες, κάτι που από μόνο του αποτελεί δραματική αύξηση καθώς ο δασμολογικός συντελεστής έχει εκτιναχθεί από το μόλις 2,5% πριν στο άνω από 25% πλέον και στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και πάνω από έναν αιώνα.
H Bank of America προέτρεψε την Παρασκευή τους επενδυτές να πουλήσουν στο όποιο ράλι κάνει ο αμερικανικός δείκτης S&P 500 και να σορτάρουν τις αμερικανικές μετοχές μέχρι να παρέμβει η Fed και οι ΗΠΑ και η Κίνα να αποκλιμακώσουν τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο.
Οικονομικός πόλεμος
H μεγαλύτερη ανησυχία είναι πως οι δύο ισχυρότερες οικονομίες στον κόσμο κινδυνεύουν να μετατρέψουν τον εμπορικό πόλεμο σε οικονομικό. «Ενα πράγμα που με κρατάει ξύπνιο τα βράδια είναι ότι ο εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε οικονομικό πόλεμο», όπως σχολιάζει ο Βασίλειος Γκιονάκης, οικονομολόγος και στρατηγικός αναλυτής στην Aviva Investors.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank, Τζορτζ Σαραβέλος, προειδοποίησε πριν από μερικές ημέρες ότι εισερχόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά. «Ο κίνδυνος είναι η επόμενη φάση να είναι ένας ξεκάθαρος οικονομικός πόλεμος που περιλαμβάνει την ιδιοκτησία των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων από την Κίνα», τονίζει. «Ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει νικητής σε έναν τέτοιο πόλεμο: θα πληγεί τόσο ο ιδιοκτήτης (Κίνα) όσο και ο παραγωγός (ΗΠΑ) αυτών των assets. Ο χαμένος θα είναι η παγκόσμια οικονομία», τόνισε χαρακτηριστικά.

