Νέα πτώση κατέγραψαν οι δείκτες στη Wall Street, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν για τις οικονομικές επιπτώσεις από την κλιμάκωση της εμπορικής πολιτικής του Τραμπ. Οι δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ, ότι είναι έτοιμος να επιβάλει επιπλέον δασμούς στην Κίνα, ενέτειναν τις πιέσεις στην αγορά.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι δείκτες είχαν αρνητικό πρόσημο. Στο κλείσιμο της συνεδρίας, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έκλεισε με απώλειες 0,91% στις 37,965.60 μονάδες, ενώ ο ευρύτερος δείκτης S&P 500 σημείωσε πτώση 0,23%, στις 5,062.25 μονάδες. Οριακή άνοδο 0,099% στις 15,603.26 μονάδες κατέγραψε ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq.
Η προοπτική επιβολής δασμών σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ από τη διοίκηση Τραμπ, καθώς και νέες κυρώσεις σε βασικούς εμπορικούς εταίρους, εντείνουν τους φόβους για επιβράδυνση της οικονομίας και αύξηση του πληθωρισμού.
Η μεταβλητότητα εκτοξεύθηκε, με τον δείκτη VIX, που θεωρείται ο «δείκτης φόβου» της Wall Street, να φθάνει στο υψηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2024 – τις 48,49 μονάδες.
Οι ελπίδες για ανάκαμψη ήταν πρόσκαιρες, όταν νωρίτερα μέσα στη συνεδρίαση κυκλοφόρησε –και στη συνέχεια διαψεύστηκε– αναφορά του CNBC ότι ο Λευκός Οίκος εξετάζει αναστολή των δασμών για 90 ημέρες.
Από την περασμένη Τετάρτη, οπότε κι ο Τραμπ ανακοίνωσε το σχέδιό του για δασμούς, ο S&P 500 έχει χάσει 10,5%, με απώλειες περίπου 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε χρηματιστηριακή αξία — η χειρότερη διήμερη επίδοση από τον Μάρτιο του 2020. Ο Dow Jones έχει απολέσει σχεδόν 17% από το ιστορικό του υψηλό τον Δεκέμβριο, ενώ ο Nasdaq έχει ήδη επιβεβαιώσει ότι βρίσκεται σε «bear market».

Η Fed δεν παίρνει θέση
Αποστάσεις κρατά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) από τις δραματικές εξελίξεις στις αγορές, αποφεύγοντας να παρέμβει άμεσα, καθώς η πορεία της αμερικανικής οικονομίας παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη μετά την επιθετική στροφή της εμπορικής πολιτικής του Τραμπ.
Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, εμφανίστηκε -την Παρασκευή- επιφυλακτικός ως προς την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων, τονίζοντας ότι «βρισκόμαστε όλοι σε φάση αναμονής – και αυτό είναι ίσως το πιο σωστό σε αυτή τη στιγμή αυξημένης αβεβαιότητας».
Οι δηλώσεις του επιβεβαίωσαν ότι η Fed δεν σκοπεύει να επισπεύσει μειώσεις επιτοκίων για να συγκρατήσει την κατάρρευση στις χρηματιστηριακές αγορές. Ο ίδιος σημείωσε ότι τα θετικά στοιχεία για την απασχόληση τον Μάρτιο δεν αντανακλούν ακόμα τις επιπτώσεις από τις ανακοινώσεις του Τραμπ για δασμούς.
Παρότι η Fed παρεμβαίνει συνήθως όταν διαπιστώνεται συστημικός κίνδυνος –ειδικά στην αγορά των αμερικανικών κρατικών ομολόγων– προς το παρόν δεν έχει κινητοποιηθεί για τις απώλειες στις μετοχές.
Σύμφωνα με τον πρώην αντιπρόεδρο της Fed και καθηγητή του Πρίνστον, Άλαν Μπλίντερ, «η πρώτη προτεραιότητα του Πάουελ είναι να διαλύσει την εντύπωση ότι η Fed ετοιμάζεται να μειώσει άμεσα τα επιτόκια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει μείωση στο μέλλον, αν δούμε ύφεση».
Η Fed έχει στο παρελθόν κινηθεί γρήγορα και αποφασιστικά – με χαρακτηριστικά παραδείγματα την κρίση COVID-19, την κατάρρευση της Silicon Valley Bank το 2023, ή την αντιμετώπιση του πληθωρισμού το 2022. Ωστόσο, η τρέχουσα κατάσταση –με επίκεντρο πολιτικές αποφάσεις της διοίκησης Τραμπ, όπως οι μαζικοί δασμοί στις εισαγωγές– δεν προσφέρεται για άμεση απάντηση, αφού συνδυάζει αντικρουόμενους κινδύνους: πιθανή επιβράδυνση της οικονομίας και ταυτόχρονα άνοδο πληθωρισμού.
Η JPMorgan εκτιμά πλέον ότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ θα μειωθεί κατά 0,3% το 2025, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για αύξηση 1,3%. Η ανεργία αναμένεται να φτάσει στο 5,3%, από 4,2% σήμερα. Η μέση επιβάρυνση δασμών στις εισαγωγές –ύψους 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως– ενδέχεται να εκτοξευθεί από 2,5% σε 25% ή και περισσότερο.
Οι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού κατά τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα, επιδεινώνοντας την απόκλιση από τον στόχο του 2%.
Τι λένε οι ειδικοί για τη βουτιά στις αγορές
Κόλιν Γκράχαμ, Robeco: «Αν η πιθανότητα ύφεσης είναι στο 50%, τότε οι μετοχές έχουν περιθώριο να υποχωρήσουν ακόμη 20%-25%. Δεν υπάρχει στήριξη ούτε από τον Τραμπ ούτε από τη Fed. Η στήριξη, αν υπάρχει, αφορά την αγορά ομολόγων – όχι τις μετοχές»
Αϊρίν Τάνκελ, BCA: «Η πρώτη φάση της πτώσης, λόγω αβεβαιότητας πολιτικής, έχει τελειώσει. Η δεύτερη –και πιο επώδυνη– φάση μόλις ξεκίνησε: τώρα η αγορά προεξοφλεί την πραγματική ζημιά των δασμών στα κέρδη και στην οικονομία. Τα κυκλικά χαρτοφυλάκια υποχωρούν, οι επενδυτές βλέπουν πλέον καθαρά την ύφεση να έρχεται».
Μπάνο Μπαουέτζα, UBS: «Η αγορά κοιμόταν όρθια θεωρώντας ότι ο Τραμπ δεν θα άφηνε να καταρρεύσει το Χρηματιστήριο. Τώρα αναθεωρεί. Μπορεί να δούμε αρνητική ανάπτυξη κερδών φέτος. Πρόκειται για τεχνητό σοκ, συγκεντρωμένο γύρω από έναν μόνο άνθρωπο. Αν αλλάξει γνώμη, αλλάζει και το σκηνικό».
Μάικλ Τζέιμς, Rosenblatt Securities: «Η διάψευση για την “αναστολή 90 ημερών” επανέφερε τη βουτιά. Η αγορά είναι τεχνικά υπερπουλημένη, αλλά χωρίς μεταβολή στην πολιτική δασμών, δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική ανάκαμψη».
Ράιαν Ντρίτρικ, Carson Group: «Η λέξη του μήνα είναι “αβεβαιότητα”. Οι επενδυτές είναι τραυματισμένοι και σε κατάσταση πανικού. Το θετικό: είμαστε σε σημείο “ξεπλύματος”. Αλλά μόνο θετική είδηση από ΗΠΑ-Κίνα μπορεί να αλλάξει το κλίμα».
Μάξγουελ Γκρινάκοφ, UBS: «Ο δείκτης μεταβλητότητας VIX προεξοφλεί ύφεση. Δεν πρόκειται να ξεθυμάνει σύντομα. Η αντίδραση της αγοράς είναι θεμελιώδης, όχι τεχνική – και είναι υγιής με βάση όσα έχουν συμβεί».
Λούκα Παολίνι, Pictet Asset Management: «Είμαστε κοντά σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού. Η αγορά βλέπει μόνο την ύφεση, αλλά παραμένει ο κίνδυνος του πληθωρισμού. Δεν μπορείς να πουλήσεις μαζικά – ρισκάρεις να βρεθείς στην τελείως λάθος πλευρά της αγοράς».
Αλτάφ Κασάμ, State Street Global Advisors: «Τα spreads στα high-yield ομόλογα διευρύνονται, λογικά, καθώς οι αδύναμοι εκδότες θα δυσκολευτούν να αναχρηματοδοτηθούν. Οι κεντρικές τράπεζες παραμένουν εξαρτημένες από τα στοιχεία – η “ομπρέλα προστασίας” θα ανοίξει μόνο αν εκτιναχθεί η ανεργία και ο πληθωρισμός παραμείνει υπό έλεγχο».
Μπανού Μπαουέτζα, UBS: «Η αγορά είχε εφησυχάσει θεωρώντας πως ο Τραμπ θα έδινε σημασία στις αντιδράσεις των επενδυτών. Τώρα αναγκάζεται να αναθεωρήσει. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για μείωση της ανάπτυξης των εταιρικών κερδών».
Αυτή την εβδομάδα οι επενδυτές αναμένουν σειρά από τοποθετήσεις αξιωματούχων της Fed, καθώς και νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό, με επίκεντρο τις ανησυχίες για πιθανή ύφεση.

«Βουτιά» στην Ευρώπη
Στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 μηνών υποχώρησαν τη Δευτέρα οι ευρωπαϊκές μετοχές, εν μέσω αυξανόμενης ανησυχίας για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας λόγω της εμπορικής κλιμάκωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο πανευρωπαϊκός δείκτης STOXX 600 έκλεισε με πτώση 4,5%, συμπληρώνοντας τέσσερις συνεχόμενες πτωτικές συνεδριάσεις.
Όλοι οι μεγάλοι χρηματιστηριακοί δείκτες της Ευρώπης κατέγραψαν απώλειες άνω του 4%, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές ξεπέρασαν το 5%.
Ο δείκτης DAX της Γερμανίας, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις εξελίξεις του παγκόσμιου εμπορίου, έφτασε ενδοσυνεδριακά να υποχωρεί κατά 6,4% – περισσότερο από 20% κάτω από το υψηλό ρεκόρ του Μαρτίου, μπαίνοντας τεχνικά σε «bear market». Τελικά περιόρισε τις απώλειες σε 4,3%.
Ο δείκτης μεταβλητότητας V2TX σκαρφάλωσε στις 46,72 μονάδες, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών.
Όλοι οι τομείς του STOXX 600 έκλεισαν στο κόκκινο. Ο τραπεζικός δείκτης υποχώρησε κατά 20,9% από το πρόσφατο υψηλό του Μαρτίου, επιβεβαιώνοντας και επίσημα είσοδο σε bear market.
Σημαντικές απώλειες (άνω του 5%) κατέγραψαν και οι μετοχές αμυντικής βιομηχανίας, καθώς οι επενδυτές κατοχύρωσαν κέρδη από την άνοδο που είχε προηγηθεί λόγω των προσδοκιών για αυξημένες αμυντικές δαπάνες.
«Αν οι ΗΠΑ αρρωστήσουν, ο υπόλοιπος κόσμος παθαίνει γρίπη», σχολίασε ο Μπάρι Κναπ, της Ironsides Macroeconomics.
«Ήταν αφελές να νομίζει κανείς ότι μπορεί να “κρυφτεί” σε ξένες αγορές, αφού οι ΗΠΑ είναι η βασική πηγή παγκόσμιας ζήτησης».
Οι ανησυχίες για ύφεση και ταυτόχρονα άνοδο πληθωρισμού έχουν προκαλέσει ραγδαία στροφή των επενδυτών προς ασφαλή καταφύγια, ενώ αυξάνονται τα στοιχήματα για επικείμενες μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τη Fed.
Οι αγορές τιμολογούν σχεδόν δύο μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ στους επόμενους δύο κύκλους συνεδριάσεων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΚΤ, η επιβολή καθολικού δασμού από τις ΗΠΑ θα μειώσει την ανάπτυξη στην ευρωζώνη κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στο πρώτο έτος, ενώ τα ευρωπαϊκά αντίμετρα θα ενισχύσουν τη ζημιά έως και 0,5 μονάδες.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να απαντήσει. Όπως ανακοινώθηκε, από την επόμενη εβδομάδα θα αρχίσει η είσπραξη αντισταθμιστικών δασμών σε επιλεγμένα εισαγόμενα αμερικανικά προϊόντα, συνολικής αξίας μικρότερης των 26 δισ. ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά, οι υπουργοί Εμπορίου των 27 εκφράζουν την πρόθεσή τους να διαπραγματευτούν με την Ουάσιγκτον αντί να οδηγηθούν σε πλήρη αντιπαράθεση.
Η Barclays μείωσε την πρόβλεψή της για τον STOXX 600 στο τέλος του έτους στις 490 μονάδες, από 580 στην προηγούμενη εκτίμησή της. Όπως σημειώνει, «η αποτίμηση δεν έχει σχεδόν καμία αξία αυτή τη στιγμή – δεν υπάρχει προηγούμενο, ούτε θεμελιώδες πλαίσιο για να στηριχθούμε σε αυτή την κρίση».
Σε ελεύθερη πτώση βρέθηκαν τη Δευτέρα και οι βρετανικές μετοχές, ακολουθώντας το διεθνές κύμα αποεπένδυσης.
Ο δείκτης FTSE 100, που περιλαμβάνει τις μεγαλύτερες εισηγμένες στο Λονδίνο εταιρείες, υποχώρησε κατά 4,4%, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου έτους. Ο FTSE 250, που επικεντρώνεται κυρίως σε εταιρείες με δραστηριότητα εντός Ηνωμένου Βασιλείου, κατέγραψε πτώση 3,3%, φθάνοντας στα χαμηλά από τον Νοέμβριο του 2023.
Ισχυρό πλήγμα δέχθηκαν και οι ενεργειακές μετοχές, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί κατά 4,8%. Η Shell σημείωσε πτώση 4,5%, καθώς αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την παραγωγή LNG το πρώτο τρίμηνο, εξαιτίας ακραίων καιρικών συνθηκών στην Αυστραλία.
Ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ δήλωσε ότι η Βρετανία θα επιδιώξει τη διατήρηση μιας οικονομικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα θα εργαστεί για τη μείωση των εμπορικών εμποδίων με βασικούς εταίρους διεθνώς.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας, οι χρηματαγορές στοιχηματίζουν πλέον σχεδόν με βεβαιότητα (πιθανότητα 100%) ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα μειώσει τα επιτόκια τον Μάιο, έναντι μόλις 50% πριν από την ανακοίνωση των δασμών.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν, ενώ η στερλίνα υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου μήνα έναντι του δολαρίου.
Εν τω μεταξύ, αναπάντεχη ήταν η πτώση των τιμών κατοικιών τον Μάρτιο, σύμφωνα με στοιχεία της Halifax, υποδηλώνοντας επιβράδυνση της αγοράς ακινήτων μετά τη λήξη σχετικής φορολογικής ελάφρυνσης.
Reuters

