Οι προοπτικές των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης επιδεινώνονται υπό τον φόβο των συνεπειών που θα έχει ο εμπορικός πόλεμος, οι οποίες έρχονται να προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα δομικά προβλήματα στην περιοχή και στις πολιτικές αναταραχές που εντοπίζονται κυρίως σε Γερμανία και Γαλλία.
Η οικονομία της Γερμανίας θα ανακάμψει με πολύ αργούς ρυθμούς μετά μια παρατεταμένη περίοδο αδυναμίας, καθώς θα αναπτυχθεί μόνο κατά 0,2% φέτος, σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις της Ενωσης Τραπεζών της Γερμανίας, όπως αναφέρουν πηγές του Reuters. Η Ενωση είχε προηγουμένως προβλέψει ανάπτυξη 0,7% για φέτος στις εκτιμήσεις της που δημοσιεύθηκαν τον Σεπτέμβριο.
Η οικονομία δεν αναμένεται να ανακάμψει αισθητά πριν από το 2026, οπότε προβλέπεται ανάπτυξη 1,4%, ανέφερε η Ενωση Γερμανικών Τραπεζών. Η γερμανική οικονομία συρρικνώνεται επί δύο συνεχή έτη και οι προοπτικές της για φέτος επιδεινώθηκαν μετά την ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου ότι επιβάλλει δασμούς 25% στα εισαγόμενα οχήματα, κάτι που αναμένεται να πλήξει ιδιαίτερα τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες.
Το 2026, ο θετικός αντίκτυπος του δημοσιονομικού πακέτου της Γερμανίας εκτιμάται ότι θα αποτυπωθεί για πρώτη φορά στους αριθμούς ανάπτυξης, δήλωσε ο Χάινερ Χέρκενκοφ, διευθύνων σύμβουλος της Ενωσης Γερμανικών Τραπεζών.
«Ωστόσο, με ισχυρές μεταρρυθμίσεις και την προοπτική μιας ανταγωνιστικής φορολογικής πολιτικής, η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να τονώσει τις επενδύσεις νωρίτερα», επισήμανε ο Χέρκενκοφ.
Η Ενωση ανησυχεί ιδιαίτερα για τις εταιρικές επενδύσεις, οι οποίες αναμένεται να μειωθούν σε πραγματικούς όρους φέτος. «Ακόμη και η αναμενόμενη αύξηση του 3,5% για το 2026 είναι μάλλον αδύναμη σε σύγκριση με προηγούμενες ανακάμψεις», δήλωσε ο Χέρκενκοφ, σημειώνοντας ότι πριν από την ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους οι εταιρικές επενδύσεις αυξάνονταν τακτικά με διψήφια ποσοστά σε περιόδους οικονομικής ανάκαμψης.
Η κυβέρνηση της Γαλλίας θα αναθεωρήσει πτωτικά την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη το 2025, λιγότερο από δύο μήνες μετά την οριστικοποίηση του προϋπολογισμού, όπως ανέφερε η υφυπουργός Εργασίας Αστριντ Πανοσιάν. Το φετινό νομοσχέδιο για τα δημοσιονομικά, το οποίο εγκρίθηκε με καθυστέρηση μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης, βασίζεται σε μια πρόβλεψη για ανάπτυξη 0,9% φέτος. Πρόσφατες έρευνες της στατιστικής υπηρεσίας της Γαλλίας και της κεντρικής τράπεζας δείχνουν ότι η οικονομία δεν έχει τη δυναμική να επιτύχει αυτόν τον στόχο.
«Είμαστε περισσότερο στο 0,7%, που είναι οι προβλέψεις της Τράπεζας της Γαλλίας», δήλωσε η υφυπουργός Εργασίας στην τηλεόραση France 2 την Τετάρτη. Οι ασθενέστερες προοπτικές για την οικονομία της Γαλλίας αποτελούν πλήγμα για την κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία προσπαθεί να περιορίσει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού με περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων που βρίσκουν αντιδράσεις στο κοινοβούλιο.
Οι οικονομικές προοπτικές των τριών χωρών επιδεινώνονται υπό τον φόβο των συνεπειών που θα έχει ο εμπορικός πόλεμος.
Οι δημοσιονομικές δυσκολίες σε συνδυασμό με την πολιτική αναταραχή μετά τις πρόωρες εκλογές του περασμένου καλοκαιριού έχουν οδηγήσει σε εκτίναξη του κόστους δανεισμού της Γαλλίας σε σχέση με άλλες χώρες.
Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λόμπαρντ δήλωσε ότι θα αξιολογήσει τις μεταβαλλόμενες οικονομικές προοπτικές στα μέσα Απριλίου και θα λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να διατηρήσει τον στόχο του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 5,4% του ΑΕΠ το 2025.
Ο Λόμπαρντ επιβεβαίωσε, μιλώντας την Τρίτη σε βουλευτές, ότι θα υπάρξει μια νέα πρόβλεψη για την ανάπτυξη τις επόμενες εβδομάδες. Προειδοποίησε για τα εμπόδια, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού ποσοστού αποταμίευσης μεταξύ των νοικοκυριών και της αύξησης του κόστους δανεισμού της Γαλλίας, μετά την ανακοίνωση των σχεδίων της Γερμανίας για μια τεράστια επέκταση των δαπανών.
Ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε, επίσης, ότι οι αποφάσεις του Αμερικανού προέδρου για τους δασμούς θα επιβαρύνουν την ανάπτυξη, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να ανταποκριθεί, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες. «Βρισκόμαστε πράγματι σε μια λεπτή οικονομική κατάσταση», δήλωσε ο Λόμπαρντ. «Είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί ώστε να συνεχίσουμε με μέτρα στήριξης για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις προκλήσεις».
Η οικονομία της Ιταλίας θα αναπτυχθεί μόλις 0,6% φέτος υπό το βάρος των υψηλών τιμών ενέργειας και της αύξησης των αμερικανικών δασμών, σύμφωνα με την επιχειρηματική ένωση Confindustria.
Η εκτίμηση ανακοινώνεται πριν από την επίσημη πρόβλεψη της κυβέρνησης αργότερα αυτόν τον μήνα, η οποία ενδέχεται να υποβαθμιστεί, λόγω της απογοητευτικής ανάπτυξης το 2024 κατά 0,7%, αντί του 1% που ήταν ο στόχος.
«Η αβεβαιότητα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο», αναφέρει η Confindustria στην έκθεσή της, προειδοποιώντας ότι οι δασμοί του Αμερικανού προέδρου αποτελούν τεράστια απειλή για την οικονομία, καθώς οι ΗΠΑ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τα ιταλικά προϊόντα μετά τη γερμανική. Πάντως, προέβλεψε ότι η ανάπτυξη του επόμενου έτους θα επιταχυνθεί στο 1%.
Οι κίνδυνοι για την οικονομία περιλαμβάνουν, επίσης, τις υψηλές τιμές της ενέργειας που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των ιταλικών εταιρειών και την έλλειψη «στήριξης για επενδύσεις σε εργοστάσια και μηχανήματα», σύμφωνα με την έκθεση.
Οι παράγοντες που συμβάλλουν στη διατήρηση της ανάπτυξης περιλαμβάνουν τη μείωση του κόστους δανεισμού, χάρη στη χαλαρότερη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τη μείωση της ανεργίας. Μια τρίτη κινητήρια δύναμη είναι η συνεχιζόμενη εφαρμογή του προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης της Ιταλίας, το οποίο ρίχνει δισεκατομμύρια στην οικονομία, ανέφερε η Confindustria.

