Σε πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγική δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών της μισθωτής εργασίας, υποστηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ότι πρέπει να αξιοποιηθεί ο δημοσιονομικός χώρος που ενδεχομένως θα προκύψει από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και από την ευρωπαϊκή συμφωνία για τις αμυντικές δαπάνες.
Ως πρώτη προτεραιότητα, πάντως, η τριμηνιαία έκθεση του ΓΠΚΒ που δημοσιεύθηκε χθες, αξιολογεί τη συνέχιση της ταχείας μείωσης του δημοσίου χρέους, η οποία –όπως υποστηρίζει– «ενισχύει την εκλαμβανόμενη αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής». Αυτό προκύπτει, άλλωστε, από το γεγονός ότι ένας παράγοντας που οδήγησε στις πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης ήταν η πορεία του δημοσίου χρέους.
Ο επικεφαλής του Γραφείου, καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς, εκτίμησε χθες ότι δεν θα προκύψει χώρος από τη συμφωνία για τις αμυντικές δαπάνες, αλλά μόνο από τη φοροδιαφυγή. Ο ίδιος τάχθηκε κατά των σεναρίων για επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο, σημειώνοντας ότι «θα ήταν λάθος να γίνουν τέτοιες παρεμβάσεις γιατί μας ξαναβάζουν στη διαδικασία που μας έβαλε στην κρίση».
Ο κ. Τσουκαλάς ανέφερε, εξάλλου, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 ίσως είναι ακόμη μεγαλύτερο και από το 3,5% του ΑΕΠ, που ανέφερε πρόσφατα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης (έναντι πρόβλεψης στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2025 για 2,5%).
«Η ελληνική οικονομία έχει χτίσει ένα συμπαγές τείχος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, συνεχίζοντας και κατά το δ΄ τρίμηνο του 2024 τη σταθερή πορεία βελτίωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών», σημειώνει η έκθεση, με τον κ. Τσουκαλά να εκτιμά πάντως ότι τα προβλήματα της Ευρώπης θα έρθουν και στην Ελλάδα.
«Κλειδί παραμένουν οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα, με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας», υποστηρίζει το Γραφείο. Οι επενδύσεις, η αύξηση της παραγωγικότητας και οι μεταρρυθμίσεις, εξάλλου, αποτελούν, σύμφωνα με την έκθεση, «μοχλό για τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο παρουσιάζει επιδείνωση για το 2024 και την ταχύτερη σύγκλιση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης».
Οι επενδύσεις
Η έκθεση κάνει μια ενδιαφέρουσα εκτίμηση για το επενδυτικό κενό. Για το 2024 το ύψος του κεφαλαιακού αποθέματος υπολογίσθηκε σε 657,2 δισ. ευρώ, το οποίο υπολείπεται από το ιστορικό υψηλό του 2010 (725,7 δισ. ευρώ) κατά 68,5 δισ. ευρώ. Αυτό συνεπάγεται ένα κεφαλαιακό κενό 9,4% σε σχέση με το 2010. Για να καλυφθεί το κενό αυτό έως το 2030 θα χρειαστεί οι επενδύσεις να «τρέχουν» με ετήσιο ρυθμό 6,6%, δηλαδή τον μέσο όρο της περιόδου 2017-2024. Αν οι επενδύσεις «τρέχουν» με ετήσιο ρυθμό 4,0%, αφαιρουμένων και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η οικονομία θα ανακτήσει το κεφαλαιακό απόθεμα του 2010 το 2036.

