Τραμπ: Μηδένα προ του τέλους μακάριζε

Η πολιτική δασμών και η περιφρόνηση του κράτους δικαίου θα έχουν μετρήσιμα αρνητικά αποτελέσματα για την αμερικανική οικονομία

5' 15" χρόνος ανάγνωσης

Ο μεγάλος εχθρός του Τραμπ είναι ο χρόνος. Τέσσερα χρόνια δεν είναι αρκετά για να αλλάξει ρότα ούτε η αμερικανική οικονομία ούτε η παγκόσμια. Σίγουρα ο ίδιος θα το προσπαθήσει. Το εγγυάται η ψυχοσύνθεση του σκληρού επιχειρηματία, του αμείλικτου διαπραγματευτή, του ανθρώπου που θέλει πάντα να κερδίζει και ας χάνουν οι άλλοι δίπλα του.

Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ σε πρόσφατη συνέντευξή του προβλέπει ότι η πολιτική δασμών και η περιφρόνηση του κράτους δικαίου θα έχουν μετρήσιμα αρνητικά αποτελέσματα για την αμερικανική οικονομία, που μπορεί να οδηγήσουν σε στασιμοπληθωρισμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ίδια την Αμερική, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο. Η άποψη αυτή μπορεί να αποδειχθεί και ορθή και εύστοχη. Οι επενδυτές θεωρούν την οικονομική σταθερότητα, την τήρηση ενός κανονιστικού πλαισίου και την ταχεία και αμερόληπτη απόδοση δικαιοσύνης καθοριστικές παραμέτρους για τις αποφάσεις τους. Σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο, η αυταρχική διακυβέρνηση Τραμπ με προεδρικά διατάγματα, παρακάμπτοντας το Κογκρέσο, μπορεί να αποτρέψει τους επενδυτές, αφήνοντας ως αποτύπωμα της πολιτικής του την αύξηση των τιμών και την επιβράδυνση της ανάπτυξης. Ηδη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Ατλάντας προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 1,5% για το πρώτο τρίμηνο του 2025 και 2,8% σε ετήσια βάση. Η JP Morgan και η Goldman Sachs προβλέπουν ύφεση τους επόμενους 12 μήνες, κυμαινόμενη μεταξύ 1% και 2%.

Στην προεδρική θεώρηση υπάρχει και μία επιπλέον αστοχία, που ίσως οδηγήσει πολύ πιο γρήγορα στο να αποκατασταθεί μια νέα ισορροπία εξ ανάγκης. Ο παρορμητισμός του προέδρου θα βρει απέναντί του ένα διπλό φράγμα. Πρώτον, την αντίδραση των άλλων οικονομιών, ιδιαίτερα της Κίνας, της Ε.Ε., καθώς και άλλων χωρών όπως ο Καναδάς και το Μεξικό. Θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να συντονιστούν οι αντιδράσεις τους, αλλά στο τέλος ο νέος πρόεδρος θα καταλάβει ότι βλάπτοντας τα συμφέροντα των άλλων τραυματίζει και την αμερικανική οικονομία. Δεύτερον, η αμερικανική οικονομία (και κοινωνία) διαθέτει αντανακλαστικά, έχει μακροπρόθεσμους στόχους και επιδιώξεις που εξυπηρετούνται αποκλειστικά από την ελεύθερη αγορά, η ωριμότητα της οποίας προϋποθέτει βιωσιμότητα, ανταγωνιστικότητα τιμών και ποιότητας. Τα τείχη του προστατευτισμού θα αποδειχθούν πρόσκαιρα και αδύναμα να συγκρατήσουν το μέγεθος, τη σφοδρότητα και την αντοχή του διεθνούς ανταγωνισμού. Η δε προσέλκυση ξένων επενδύσεων, άλλη μία επιδίωξη της πολιτικής Τραμπ, δεν είναι ποτέ αποκλειστικά και μόνον προϊόν φορολογικών κινήτρων και δασμών. Αν ήταν τόσο απλό, τότε θα είχαμε ανακαλύψει το ιερό δισκοπότηρο της ανάπτυξης.

Οι ξένοι επενδυτές γνωρίζουν ότι η αθέτηση εμπορικών συμφωνιών και συμβάσεων είναι η μεγαλύτερη απειλή, διότι μπορεί να λειτουργήσει αμφίδρομα. Ενα και μόνο προεδρικό διάταγμα μπορεί να σε ευεργετήσει, ένα άλλο να σε καταστρέψει. Η πολιτική Τραμπ επιστρέφει τον ανταγωνισμό σε παλαιότερες μορφές εμπορικών πολέμων, όπου το ρίσκο ήταν πολλαπλάσιο και η επιχειρηματική βιωσιμότητα πιο επισφαλής. Η προοπτική αύξησης του πληθωρισμού και κατά συνέπεια το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και η αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών σκιαγραφούν ένα γκριζωπό επενδυτικό περιβάλλον. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ανταποκριθούν οι Ευρωπαίοι και Ασιάτες επενδυτές στο κάλεσμα του Τραμπ να υπηρετήσουν το όραμά του «να κάνουν την Αμερική και πάλι μεγάλη;».

Μια παραπλανητική θεώρηση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ ίσως να είναι και η βασική αιτία που η κυβέρνηση Τραμπ υιοθετεί την πολιτική δασμών. Είναι αληθές ότι η Αμερική έχει ιδιαίτερα διευρυμένα εμπορικά ελλείμματα με τους κύριους εμπορικούς εταίρους της. Το 2024 κατέγραψε έλλειμμα 295 δισ. δολ. με την Κίνα, 235 δισ. δολ. με την Ε.Ε. (72 δισ. μόνο με τη Γερμανία), 171 δισ. δολ. με το Μεξικό, 63 δισ. δολ. με τον Καναδά και 46 δισ. δολ. με την Ινδία. Επίσης, να επισημάνουμε ότι η Αμερική και ο Καναδάς έχουν το χαμηλότερο ποσοστό δασμών κατά μέσον όρο σε όλα τα προϊόντα εισαγωγής, 2,77%. Τα ποσοστά των άλλων χωρών είναι: Κίνα 10%, Ε.Ε. 3,5%, Μεξικό 6,7%, Ινδία 12%. Αυτή η στατιστική απεικόνιση, που αποτελεί και το υπόβαθρο των μέτρων Τραμπ, αρνείται να αντιληφθεί και να απαντήσει σε δύο καίρια ερωτήματα. Γιατί τα γερμανικά και ιαπωνικά αυτοκίνητα είναι καλύτερης ποιότητας και πιο ανθεκτικά από τα αμερικανικά; Γιατί προϊόντα πρώτων υλών, αγροτικά, μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας προσφέρονται σε ανταγωνιστικές τιμές και διαθέτουν την απαραίτητη ποιότητα ώστε να διεισδύσουν και να εδραιωθούν στην αμερικανική αγορά; Η εύκολη και γρήγορη λύση της επιβολής δασμών στην πραγματικότητα παρέχει τεχνητή κάλυψη στους τοπικούς παραγωγούς, προστατεύοντάς τους από τον διεθνή ανταγωνισμό, αντί να επιτρέπει στον ανταγωνισμό να ωθήσει τους τοπικούς παραγωγούς να υιοθετήσουν πιο αποτελεσματικές διαδικασίες παραγωγής και μεθόδους διαχείρισης και εξοικονόμησης κόστους.

Ιδιαίτερα όσον αφορά τον ανταγωνισμό με την Κίνα, που σε μεγάλο βαθμό θα κρίνει και την επιτυχία των μέτρων Τραμπ, επισημαίνεται ότι το ποσοστό εξαγωγών της Κίνας προς την Αμερική είναι μόνο 16% των συνολικών εξαγωγών της. Ενα είναι βέβαιο, πως η Κίνα δύσκολα αντιμετωπίζεται με πολιτική δασμών όταν ήδη είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα, νεότευκτων εμπορικών πλοίων, ρομποτικής τεχνολογίας, επιβατηγών αυτοκινήτων, ημιαγωγών ηλεκτρικών μπαταριών και φωτοβολταϊκών στοιχείων, τομείς που μόνον ενδεικτικά αναφέρουμε. Ο σχεδιασμός για τη δημιουργία 150 πυρηνικών σταθμών και ο έλεγχος πολλών σπάνιων γαιών απαραίτητων για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών προδιαγράφουν ένα διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου οι δασμοί φαίνονται σαν ένα αναχρονιστικό και παρωχημένο εργαλείο εμπορικού ανταγωνισμού.

Μια διαπίστωση και μια παρατήρηση συνεισφέρουν στην ανάλυσή μας. Πρώτον, καθίσταται προφανές ότι η αμερικανική τεχνολογία των τελευταίων δεκαετιών έχει αφομοιωθεί από άλλες χώρες για εμπορικές χρήσεις πολύ πιο αποτελεσματικά σε όλη την γκάμα προϊόντων, από καταναλωτικά μέχρι υψηλής τεχνολογίας και χρήσης. Δεύτερον, είναι εύλογο να διατυπωθεί η άποψη πως η πολιτική των δασμών μπορεί κάλλιστα να έχει το αποτέλεσμα του μοντέλου υποκατάστασης των εισαγωγών (import substitution model) που εφαρμόστηκε σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και αλλού από το 1960 και μετά. Η προστασία εθνικών βιομηχανιών με την πολιτική των δασμών για παρατεταμένο χρονικό διάστημα κατέστησε τα τοπικά προϊόντα κατώτερα σε ποιότητα και λιγότερο ανταγωνιστικά. Είναι αδιανόητο, αλλά και πολύ πιθανόν, η Αμερική να έχει αυτή την τύχη, έστω και σε μικρότερη κλίμακα.

Οι προτεινόμενες πολιτικές δασμών της κυβέρνησης Τραμπ διατρέχουν τον κίνδυνο να σκοτώσουν τον ασθενή αντί να τον αναζωογονήσουν. Αυτό που μας έχει διδάξει η ιστορία της οικονομίας της αγοράς, ειδικά μετά τη Μεγάλη Υφεση, είναι ότι το σύστημα μπορεί να μην είναι το πιο αποτελεσματικό, μερικές φορές μάλιστα μπορεί να εμφανίζει σοβαρές αστοχίες, ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι έχει δείξει ξανά και ξανά ότι έχει μια πολύ ισχυρή αίσθηση αυτοσυντήρησης. Εχει ιδιαίτερες ικανότητες προσαρμογής, πολλές φορές κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού.

* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT