Το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού της Γαλλίας πλησιάζει στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και πάνω από μία δεκαετία ενόψει μιας πιθανής υποβάθμισης της κρατικής αξιολόγησης της χώρας σήμερα Παρασκευή (14/3) από τον oίκο Fitch.
Η απόδοση του 30ετούς κρατικού ομολόγου της χώρας αυξήθηκε κατά πέντε μονάδες βάσης, στο 4,15% χθες, μόλις μία μονάδα βάσης μακριά από το υψηλότερο επίπεδο από το 2011. Το επιτόκιο έχει αυξηθεί περισσότερο από 40 μονάδες βάσης αυτόν τον μήνα λόγω του sell off στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων, που πυροδοτήθηκε από τα σχέδια της Γερμανίας να ενισχύσει τις δαπάνες της, γεγονός που εκτόξευσε το κόστος δανεισμού σε όλη την Ευρώπη.
Η Fitch Ratings αναμένεται να επανεξετάσει σήμερα την πιστοληπτική αξιολόγηση AA- της Γαλλίας, η οποία έχει αρνητικές προοπτικές από τον Οκτώβριο. Τον περασμένο μήνα, ο οίκος αξιολόγησης εξέδωσε προειδοποίηση ότι η δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας έχει επιβραδυνθεί και έκτοτε η κυβέρνηση υποσχέθηκε να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα δημοσιονομικά. Οι γαλλικές αγορές κλυδωνίστηκαν πέρυσι μετά το αίτημα του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί σχεδόν το ασφάλιστρο των 10ετών ομολόγων έναντι των ασφαλέστερων γερμανικών, σε περισσότερες από 90 μονάδες βάσης. Το spread έχει έκτοτε υποχωρήσει σε περίπου 68 μονάδες βάσης, αφού ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού επέβαλε την ψήφιση του προϋπολογισμού και επέζησε από τις επακόλουθες ψηφοφορίες εμπιστοσύνης που έπληξαν τον προκάτοχό του, Mισέλ Μπαρνιέ.
Παρ’ όλα αυτά, η Citigroup εκτιμά πως κάποια στιγμή θα έρθει μια υποβάθμιση και ο στρατηγικός αναλυτής Αμάν Μπανσάλ προειδοποιεί ότι εάν η αξιολόγηση μειωθεί σε ένα -A, ορισμένοι επενδυτές θα αναγκαστούν να πουλήσουν τους τίτλους. Η S&P Global Ratings διατηρεί επίσης τη Γαλλία στο AA- με αρνητικές προοπτικές, ενώ η Moody’s την αξιολογεί στο ισοδύναμο Aa3 με σταθερές προοπτικές.
Η γαλλική οικονομία έχει αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια, σημειώνει ο Ντενίς Φεράν, επικεφαλής του ινστιτούτου οικονομικής έρευνας Rexecode με έδρα το Παρίσι. «Οι γαλλικές και ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν γίνει λιγότερο ανταγωνιστικές από τις κινεζικές, αφού το κόστος παραγωγής μας έχει αυξηθεί κατά 25% από το 2019. Αυξήθηκαν μόνο κατά 3% στην Κίνα την ίδια περίοδο», δήλωσε στην DW. Ο ίδιος αποδίδει την τάση σε χρόνια υψηλού πληθωρισμού, αύξησης των επιτοκίων και εκτίναξης των τιμών της ενέργειας, ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.

