Ο δεύτερος και ισχυρότερος, όπως όλα δείχνουν, τυφώνας που γνωρίζει το παγκόσμιο εμπόριο και η παγκόσμια οικονομία μέσα σε λίγα χρόνια, όπως είθισται πλέον να χαρακτηρίζεται η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, έχει κατορθώσει σε σύντομο διάστημα να προκαλέσει κραδασμούς στα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο, δυσφορία και ανησυχία στις επιχειρήσεις και πρωτίστως στις αμερικανικές, αντιδράσεις και απειλές για αντίποινα από τους εμπορικούς εταίρους της υπερδύναμης και κλονισμούς στις σχέσεις μαζί της. Και όλα αυτά με την απειλή των δασμών 25% στις εισαγωγές από καίριους εμπορικούς εταίρους, από την Ε.Ε. μέχρι το Μεξικό και τον Καναδά και φυσικά τον μείζονα οικονομικό και γεωπολιτικό ανταγωνιστή και αντίπαλό της, την Κίνα. Για μια ακόμη φορά, όμως, ο απρόβλεπτος πρόεδρος των ΗΠΑ μοιάζει να επαναλαμβάνει κάποιες γνώριμες παλινωδίες του, καθώς μέσα στην εβδομάδα έδωσε και πάλι την εντύπωση ότι ανακρούει πρύμναν, ανακαλώντας ή αμβλύνοντας την επιθετικότητά του προς τους εμπορικούς του εταίρους.
Ενώ υποχωρούσαν οι βασικοί δείκτες της Wall Street και μολονότι είχε σχολιάσει πως «θα υπάρξει κάποια αναταραχή, αλλά δεν μας πειράζει», ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πως τουλάχιστον μέχρι τις 2 Απριλίου δεν θα επιβληθούν δασμοί σε όσες εισαγωγές από Καναδά και Μεξικό πληρούν τους όρους της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου (USMCA). Πρόκειται για συμφωνία που είχε υπογράψει με τις δύο χώρες η κυβέρνησή του στην πρώτη του θητεία τον Οκτώβριο του 2018. Στελέχη της κυβέρνησης Τραμπ άφησαν, πάντως, να εννοηθεί πως ο Καναδάς και το Μεξικό θα απαλλαγούν από τους δασμούς αν κατορθώσουν να πατάξουν το εμπόριο του θανατηφόρου ναρκωτικού φαιντανύλη. Αναπόφευκτα, η υπαναχώρησή του ενέσπειρε στους Ευρωπαίους ελπίδες για πιθανώς αντίστοιχη στάση και σε ό,τι αφορά τα ευρωπαϊκά προϊόντα, καθώς το ενδεχόμενο δασμών 25% υπολογίζεται πως θα έπληττε τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε μια συγκυρία μάλλον όχι ευνοϊκή. Σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο του Κιέλου, σε περίπτωση επιβολής δασμών 25% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, οι εξαγωγές της Ε.Ε. στις ΗΠΑ θα μειώνονταν κατά περίπου 15% έως 17%, οδηγώντας την οικονομία της Ε.Ε. σε συρρίκνωση 0,4%. Το εν λόγω ινστιτούτο προβλέπει μάλιστα πως ο αντίκτυπος θα είναι ακόμη μεγαλύτερος από τα αναπόφευκτα αντίποινα της Ε.Ε., που θα επιταχύνουν τον πληθωρισμό της κατά τουλάχιστον 1,5 εκατοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο του Κιέλου, σε περίπτωση επιβολής δασμών 25% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, οι εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις ΗΠΑ θα μειώνονταν κατά περίπου 15% έως 17%.
Αλλοι οικονομολόγοι έχουν διαφορετική οπτική επί του θέματος και υποβαθμίζουν κάπως τις επιπτώσεις που θα είχαν οι δασμοί για την Ευρώπη. Επισημαίνουν πως οι εξαγωγές της Ε.Ε. στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν μόνον το 2,9% του ΑΕΠ της, με στοιχεία του 2023, και ως εκ τούτου ο αντίκτυπος των δασμών δεν θα ήταν δυσβάσταχτος, όπως για το Μεξικό και τον Καναδά, οι εξαγωγές των οποίων στην υπερδύναμη αντιπροσωπεύουν το 27% και το 21% του ΑΕΠ τους αντιστοίχως. Επισημαίνουν, πάντως, πως ανεξαρτήτως του αντικτύπου, ο εμπορικός πόλεμος που τείνει να κηρύξει και πάλι ο Ντόναλντ Τραμπ στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ αποτελεί διατάραξη της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και της παραδοσιακής συμμαχίας ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ενώ παράλληλα θα είναι επιζήμιος για την παγκόσμια οικονομία.
Σε ό,τι αφορά την Κίνα, οι δασμοί θα έρθουν σε μια σαφώς αρνητική συγκυρία, καθώς η οικονομία της όχι μόνον δεν γνωρίζει την άνοδο που τη χαρακτήριζε στη διάρκεια της πρώτης θητείας Τραμπ, αλλά βρίσκεται σε περιδίνηση εδώ και λίγα χρόνια εν μέσω κρίσης στην αγορά ακινήτων, επιβράδυνσης της ανάπτυξης, αποπληθωρισμού και πτώσης της κατανάλωσης. Οικονομολόγοι της UBS έχουν προβλέψει πως αν ο Τραμπ υλοποιούσε την αρχική απειλή του για επιβολή δασμών έως και 60% σε όλα τα κινεζικά προϊόντα, το ΑΕΠ της Κίνας θα μειωνόταν κατά τουλάχιστον 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Ενα σενάριο που τείνει βέβαια ήδη να αποκλειστεί, καθώς δεν φαίνεται πλέον στον ορίζοντα η πιθανότητα τόσο υψηλών δασμών. Εκείνο, όμως, που έχει σαφώς ευρύτερη οικονομική και γεωπολιτική βαρύτητα είναι η ταχύτητα των ανακλαστικών της Κίνας, που υπό την πίεση της Ουάσιγκτον έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα απεξάρτησης από την αμερικανική οικονομία και προπαντός από την αμερικανική τεχνολογία. Εν ολίγοις η Κίνα σημειώνει άλματα στις στρατηγικής σημασίας τεχνολογίες, από τους μικροεπεξεργαστές και τα ηλεκτροκίνητα οχήματα μέχρι τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά πρωτίστως στην κρισιμότερη όλων, την τεχνητή νοημοσύνη, όπως απέδειξε προσφάτως η κινεζική DeepSeek αιφνιδιάζοντας τη Silicon Valley και τον κόσμο ολόκληρο. Και προκάλεσε ρίγος μέσα στην εβδομάδα όταν η κινεζική πρεσβεία στις ΗΠΑ ανακοίνωσε πως «είτε πρόκειται για πόλεμο δασμών, εμπορικό πόλεμο ή άλλο πόλεμο, η Κίνα είναι έτοιμη να τον διεξαγάγει μέχρι το τέλος».
Προς αναζήτηση νέων εμπορικών συμμάχων πολλές χώρες
Οι δασμοί, όπως και οι αλλεπάλληλοι αποκλεισμοί που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον στην Κίνα, από την αμερικανική τεχνολογία, από τις επενδύσεις σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, από τη συμμετοχή κινεζικών εταιρειών όπως η Huawei και η ZET στα συστήματα τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και πολλά άλλα, έχουν οδηγήσει την Κίνα στη σύσφιγξη εμπορικών σχέσεων με άλλες χώρες. Σήμερα η Κίνα είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος των περισσοτέρων χωρών ανά τον κόσμο. Παράλληλα, όμως, οι δασμοί έχουν οδηγήσει και άλλες χώρες σε αντισυσπειρώσεις, σε διαρκείς προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η διεύρυνση των BRICS, σε περιφερειακές συμφωνίες μεταξύ χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας, αλλά και στη σημαντική αύξηση του διασυνοριακού εμπορίου στο εσωτερικό της Ε.Ε.
Οικονομολόγοι της UBS έχουν προβλέψει πως αν ο Τραμπ υλοποιούσε την απειλή του για δασμούς έως και 60% σε όλα τα κινεζικά προϊόντα, το ΑΕΠ της Κίνας θα μειωνόταν κατά τουλάχιστον 2,5 εκατοστιαίες μονάδες.
Είναι ωστόσο γεγονός ότι στη διάρκεια της πρώτης θητείας του ο Τραμπ κατήγαγε ορισμένες νίκες με την πολιτική των δασμών, των κυρώσεων και των οικονομικών πιέσεων. Ενδεικτική περίπτωση ήταν η ακύρωση της NAFTA και η αντικατάστασή της τον Οκτώβριο του 2018 από τη νέα συμφωνία με την εμπορική ονομασία USMCA, που εξυπηρετεί περισσότερο τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Οπως, άλλωστε, έχουν επανειλημμένως τονίσει πολιτικοί παρατηρητές, εκείνο που διαφοροποιεί τον Ντόναλντ Τραμπ είναι το επιθετικό και αυθάδες στυλ και όχι τόσο η ουσία της πολιτικής του. Οχι μόνον επειδή την πολιτική των δασμών τη διατήρησε εις το έπακρον η κυβέρνηση Μπάιντεν, που επέβαλε και σκληρούς περιορισμούς στην Κίνα, αλλά και επειδή η υπερδύναμη έχει ιστορικό οικονομικών πιέσεων σε συμμάχους και αντιπάλους. Τη δεκαετία του 1980 η τότε κυβέρνηση Ρόναλντ Ρέιγκαν απείλησε με δασμούς και κυρώσεις την Ιαπωνία για να αποτρέψει τη μαζική εισβολή ιαπωνικών προϊόντων στην αμερικανική αγορά. Τη δεκαετία του 1970 η κυβέρνηση Τζέραλντ Φορντ απείλησε να «παγώσει» τον δανεισμό προς τη Νότια Κορέα για να πείσει την κυβέρνησή της να εγκαταλείψει φιλόδοξο πρόγραμμά της για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Ισως η διασημότερη και ιστορικά σημαντικότερη περίπτωση στην οποία η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε την απειλή οικονομικών επιπτώσεων εναντίον συμμάχου χώρας ήταν το 1956 κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ. Τότε η κυβέρνηση του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ απείλησε να διακόψει κάθε οικονομική βοήθεια προς την αποδυναμωμένη οικονομία της Βρετανίας. Στόχος της ήταν να αναγκάσει τη Βρετανία να αποχωρήσει από την Αίγυπτο στην οποία είχε επιτεθεί μαζί με τη Γαλλία και το Ισραήλ και το αποτέλεσμα ήταν η οριστική λήξη της βρετανικής παρουσίας και κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή.
Κακή συγκυρία

Εκφράζοντας ανησυχία για τον αντίκτυπο των δασμών στις ευρωπαϊκές οικονομίες, ο επικεφαλής του τομέα Εμπορικής Πολιτικής στο Οικονομικό Ινστιτούτο του Κιέλου, Τζούλιαν Χιντζ, επισήμανε πως «οι ευρωπαϊκές οικονομίες δεν είναι σε καλή κατάσταση τώρα, επομένως η ζημιά θα γίνει στην ευρύτερη οικονομία της Ε.Ε. Iσως μοιάζει μικρή, αλλά έρχεται σε κακή συγκυρία».
235,6
δισ. δολ. ήταν το 2024 το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Ε.Ε., έχοντας σημειώσει αύξηση 12,9% σε σύγκριση με το 2023.
Το μεγάλο έλλειμμα

Ο Μορίς Ομπστφελντ, πρώην οικονομολόγος του ΔΝΤ, έχει υπογραμμίσει πως «τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ δεν οφείλονται στην εξαπάτησή τους από τους εμπορικούς της εταίρους, αλλά στις υπερβολικές δαπάνες της υπερδύναμης που υπερβαίνουν το εισόδημά της». Διευκρίνισε μάλιστα πως το πλέον καθοριστικό όλων «είναι το τεράστιο ομοσπονδιακό δημοσιονομικό έλλειμμα, που ανέρχεται σε περίπου 6% του ΑΕΠ».
1,2
τρισ. δολ. ήταν το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ από τις συναλλαγές τους με όλες τις χώρες.
Ο απώτερος στόχος

Εξηγώντας πόσο ο ίδιος αλλά και οι επικεφαλής επιχειρήσεων προσπαθούν να κατανοήσουν τον απώτερο στόχο των δασμών Τραμπ, ο Ντέιβιντ Σόλομον, διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, τονίζει πως «ο Τραμπ έχει κάποια κατεύθυνση και κάποιον στόχο που επιδιώκει, γι’ αυτό θα πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τα λόγια του και τις προθέσεις του».

