Σε μείωση των επιτοκίων, για πέμπτη συνεχή συνεδρίαση και για έκτη φορά συνολικά από τον περασμένο Ιούνιο, προχώρησε η ΕΚΤ, όπως αναμενόταν, ωστόσο οι προσεχείς αποφάσεις της δεν θα είναι το ίδιο εύκολες, καθώς όπως τόνισε και η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ «βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τεράστια αβεβαιότητα». Γι’ αυτό η ΕΚΤ άλλαξε και τη φράση στην ανακοίνωσή της που έλεγε ότι η πολιτική της ήταν «περιοριστική», με τη φράση «γίνεται ουσιωδώς λιγότερο συσταλτική». Αυτό, σύμφωνα με αναλυτές, δείχνει ότι οι αξιωματούχοι γίνονται λιγότερο σίγουροι για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων και σηματοδοτεί πιθανή επιβράδυνση ή παύση των μελλοντικών μειώσεων των επιτοκίων. Αλλωστε ο εμπορικός πόλεμος και η αύξηση των αμυντικών δαπανών οδηγούν στη μεγαλύτερη αναταραχή της οικονομικής πολιτικής της Ε.Ε. εδώ και δεκαετίες, κάτι που ανάγκασε τους εμπειρογνώμονες της κεντρικής τράπεζας να αναθεωρήσουν ξανά προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη, ενώ εκτιμούν πλέον πως ο στόχος του 2% για τον πληθωρισμό θα επιτευχθεί στις αρχές του 2026 και όχι στο τέλος του 2025.
Πιο αναλυτικά, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων μειώθηκε στο 2,50%, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης στο 2,65% και το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 2,90%.
Τους τελευταίους δέκα μήνες η ΕΚΤ προχώρησε σε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής με σχετικά γρήγορο ρυθμό, με συνολικές μειώσεις ύψους 150 μονάδων βάσης, ωστόσο η προοπτική για τη συνέχεια είναι πιο περίπλοκη. «Η νομισματική πολιτική γίνεται ουσιωδώς λιγότερο συσταλτική, καθώς οι μειώσεις των επιτοκίων καθιστούν τη λήψη νέων δανείων λιγότερο δαπανηρή για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και ο ρυθμός αύξησης των δανείων επιταχύνεται.
Ταυτόχρονα, οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων, που συνεχίζουν να μεταδίδονται στο ανεξόφλητο απόθεμα των πιστώσεων, συνιστούν αντίξοο παράγοντα για τη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης και οι χορηγήσεις παραμένουν συνολικά υποτονικές», όπως εξήγησε στην ανακοίνωσή της.
Παράλληλα πρόσθεσε τη φράση «ιδίως υπό τις τρέχουσες συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας» στη δήλωσή της ότι θα ακολουθήσει μια προσέγγιση που βασίζεται στα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία και θα λαμβάνει αποφάσεις από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό της κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής. «Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής γίνονται σαφώς πιο προσεκτικοί σχετικά με περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων», όπως σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics, Τζακ Αλεν-Ρέινολντς. Τα επιτόκια πλησιάζουν σιγά σιγά το «ουδέτερο» επίπεδο που δεν περιορίζει πλέον την οικονομική ανάπτυξη, το οποίο σύμφωνα με τους οικονομολόγους της ΕΚΤ είναι πιθανώς μεταξύ του 1,75% και του 2,25%, κάτι που κανονικά μπορεί να προαναγγέλλει το τέλος του κύκλου χαλάρωσης.
Οι αμερικανικοί δασμοί, το ενδεχόμενο εμπορικού πολέμου και η αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ε.Ε. αλλάζουν τα δεδομένα.
Ωστόσο, σίγουρα αυτό που βιώνει η Ευρώπη δεν είναι… φυσιολογικές στιγμές. Ο εμπορικός πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες διαφαίνεται στον ορίζοντα και η ανάπτυξη, που κυμαίνεται κοντά στο μηδέν, δέχεται ήδη πλήγμα, καθώς οι εταιρείες συγκρατούν τις επενδύσεις φοβούμενες ότι η εκτεταμένη σύγκρουση θα βλάψει τη ζήτηση. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν ανακοινώσει δραματικές αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες για την ενίσχυση των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές, μια τεκτονική αλλαγή που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάπτυξη για χρόνια.
«Η ΕΚΤ βρίσκεται σε δύσκολη θέση ανάμεσα στην απειλή των αμερικανικών δασμών βραχυπρόθεσμα, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων, και της αυξανόμενης δέσμευσης για υψηλότερες αμυντικές δαπάνες τα επόμενα χρόνια. Αυτό το περιβάλλον απαιτεί επιδέξιους χειρισμούς όσον αφορά τη νομισματική πολιτική», επισημαίνει ο Μαρκ Γουόλ, επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank. Αναλυτές της εκτιμούν ότι θα ενταθεί η εσωτερική διαμάχη μεταξύ των αξιωματούχων της ΕΚΤ. «Αυτή είναι η τελευταία “εύκολη” μείωση επιτοκίων, καθώς οι διαφωνίες αυξάνονται», σημείωσε η Bank of America. Πάντως, όπως είπε η Λαγκάρντ, κανένα μέλος δεν αντιτάχθηκε στην απόφαση της ΕΚΤ, ωστόσο ένα μέλος απείχε, o Αυστριακός Ρόμπερτ Χόλτσμαν.
Επειτα από τη χθεσινή συνεδρίαση, οι αναλυτές περιόρισαν τις προβλέψεις τους για μελλοντικές μειώσεις επιτοκίων. «Πλέον εκτιμούμε ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα μειωθεί μόνο στο 2% αντί στο 1,5% που είχαμε υποθέσει προηγουμένως», σημείωσε η Capital Economics.
Οπως τόνισε η ΕΚΤ, η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού βρίσκεται σε καλό δρόμο, ωστόσο οι εμπειρογνώμονες της κεντρικής τράπεζας αναθεώρησαν τις προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό του 2025 προς τα πάνω λόγω της εντονότερης δυναμικής των τιμών της ενέργειας.
Ειδικότερα αναμένουν τώρα ότι ο ονομαστικός πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσον όρο σε 2,3% το 2025 από 2,1% που ήταν η πρόβλεψη του Δεκεμβρίου, σε 1,9% το 2026 (αμετάβλητη) και 2% το 2027 (από 2,1% πριν). Η αναθεώρηση του γενικού πληθωρισμού για το 2025 προς τα πάνω αντανακλά την εντονότερη δυναμική των τιμών της ενέργειας. Σε ό,τι αφορά τον δομικό πληθωρισμό (δεν περιλαμβάνει τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας), οι εμπειρογνώμονες προβλέπουν ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσον όρο σε 2,2% το 2025 από 2,3% πριν, 2% το 2026 από 1,9% πριν και 1,9% το 2027 (αμετάβλητος).
Η οικονομία αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις και οι εμπειρογνώμονες αναθεώρησαν ξανά προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη – σε 0,9% για το 2025 από 1,1% πριν, σε 1,2% για το 2026 από 1,4% πριν και σε 1,3% για το 2027 (αμετάβλητη). Οι αναθεωρήσεις προς τα κάτω για το 2025 και το 2026 αντανακλούν χαμηλότερες εξαγωγές και συνεχιζόμενη υποτονικότητα των επενδύσεων.

