Η γενναία παραδοχή της Ε.Ε. ότι «το χάσμα με τους ανταγωνιστές μας συνεχώς μεγεθύνεται» δεν συνοδεύτηκε και από την αντίστοιχη γενναιότητα σε μέτρα για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και την ανακοπή του κύματος αποβιομηχάνισης που πυροδότησε η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους.
Eίναι κοινή η εκτίμηση της ευρωπαϊκής και ελληνικής ενεργοβόρου βιομηχανίας ότι η πολυαναμενόμενη Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία (Clean Industrial Deal), καθώς και το Σχέδιο Δράσης για Προσιτή Ενέργεια (Affordable Energy Action Plan), που παρουσίασε η Ε.Ε. την περασμένη Τετάρτη, δεν περιλαμβάνει μέτρα που μπορεί να προκαλέσουν άμεση μείωση των τιμών ενέργειας. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στα ίδια αυτά κείμενα η Κομισιόν αναγνωρίζει το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους ως καθοριστικό παράγοντα μείωσης της ανταγωνιστικότητας των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Κορυφαίοι μάλιστα εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής και ελληνικής βιομηχανίας, όπως ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, επικεφαλής της Metlen και πρόεδρος της Eurometaux, εκτιμούν ότι κάποιες από αυτές τις προτάσεις, αντί να μειώσουν το κόστος, ενδέχεται να το αυξήσουν.
«Οι σημαντικές αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου οδήγησαν σε μεγάλες αυξήσεις του ενεργειακού κόστους, ιδίως για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις. Τα υψηλότερα επίπεδα τιμών φυσικού αερίου μείωσαν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ιδίως στους ενεργοβόρους τομείς, σε σύγκριση με ανταγωνιστές, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, όπου οι τιμές παραμένουν σημαντικά χαμηλότερες», διαπιστώνει η Κομισιόν στο Affordable Energy Action Plan. Ωστόσο, το μοναδικό μέτρο άμεσης εφαρμογής για τη μείωση του ενεργειακού κόστους που προτείνει είναι η μείωση των φόρων και των τελών δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, παρεμβάσεις που έχουν επιπτώσεις στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών.
Προκειμένου να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ιδίως οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, η Επιτροπή προτείνει εν ολίγοις να συνεχίσουν να βελτιώνουν την ενεργειακή τους απόδοση, να αυξήσουν την ευελιξία τους για την ανταπόκριση της ζήτησης, δηλαδή να μειώσουν τη ζήτηση ενέργειας και να υιοθετήσουν τεχνολογίες απαλλαγμένες από τις εκπομπές ρύπων.
«Το Σχέδιο Δράσης για Προσιτή Ενέργεια είναι απογοητευτικό. Δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη να μειώσει το χάσμα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με τους ανταγωνιστές παγκοσμίως. Για μία ακόμα φορά, η Επιτροπή δεν διαβουλεύτηκε με τους συνδέσμους και δεν ενσωμάτωσε προτάσεις τους. Εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες δεν έχουν απολέσει απλώς τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους. Αντιμετωπίζουν πλέον πρόβλημα βιωσιμότητας. Οι γενικόλογες προτάσεις της Κομισιόν, αντί να μειώσουν το κόστος, ενδέχεται να το αυξήσουν», δηλώνει στην «Κ» ο Ευάγγελος Μυτιληναίος στον πρώτο σχολιασμό του ευρωπαϊκού σχεδίου. Οπως εξηγεί, «η περικοπή παραγωγής, που ονομάζεται “ευελιξία”, δεν αποτελεί λύση, ιδίως όταν η Ευρώπη επιδιώκει την ανάκτηση της βιομηχανικής της ισχύος» και επισημαίνει με έμφαση ότι «το 2025 το ενεργειακό σύστημα πρέπει να εγγυάται αδιάλειπτη παροχή ηλεκτρισμού σε ανταγωνιστικές τιμές και μειωμένες εκπομπές».
Ξεχωρίζει δε ως μόνη θετική αναφορά τις πρωτοβουλίες για τις διμερείς συμβάσεις βιομηχανίας – παραγωγών ΑΠΕ (πράσινα PPΑs) με την υποστήριξη εθνικών καθεστώτων και της εισαγωγής εργαλείων μείωσης του κινδύνου, καθώς και για τριμερή συμβόλαια για προσιτή ενέργεια μεταξύ παραγωγών ΑΠΕ, ενεργοβόρου βιομηχανίας και κρατών-μελών και Ε.Ε. Θέλω να πιστεύω, τονίζει, «πως “φωτογραφίζει” την ελληνική πρόταση για το Green Pool που ακόμα αναμένει την έγκριση της Επιτροπής». Πρόκειται για τη μοναδική πρόταση του Σχεδίου Δράσης για Προσιτή Ενέργεια που αναγνωρίζει ως θετική και η Ενωση Βιομηχανικών Καταναλωτών (ΕΒΙΚΕΝ).
«Επισημαίνουμε τη σημασία μιας θετικής πρότασης, δηλαδή τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου, όπου μια κρατική οντότητα, σε συνεργασία με άλλη ιδιωτική οντότητα, να διαθέσει στη βιομηχανία μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων (ΡΡΑs) πράσινη ενέργεια», λέει ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, Αντώνης Κοντολέων. Κατά τα άλλα, η Επιτροπή «είναι εμφανές ότι επιμένει στο αφήγημά της πως η μόνη λύση για τη μείωση των τιμών ενέργειας είναι η περισσότερη καθαρή ενέργεια, με όποιο κόστος κι αν έχει αυτό στη μεταβατική περίοδο. Κόστος όμως που θα επωμιστούν οι καταναλωτές».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «επιμένει στο αφήγημά της ότι η μόνη λύση για τη μείωση των τιμών ενέργειας είναι η περισσότερη καθαρή ενέργεια, με όποιο κόστος κι αν έχει αυτό στη μεταβατική περίοδο. Κόστος όμως που θα επωμιστούν οι καταναλωτές», λέει ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ Αντώνης Κοντολέων.
Ο κ. Κοντολέων σημειώνει πως, για να περιοριστούν άμεσα οι επιπτώσεις από το υψηλό κόστος ενέργειας, η Κομισιόν προτείνει στα κράτη-μέλη να εξετάσουν τη μείωση των χρεώσεων δικτύου και των φόρων. «Αυτό όμως έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο. Ετσι, θα έχουμε κράτη δύο ταχυτήτων: αυτών που έχουν δημοσιονομικό περιθώριο να μειώσουν φόρους και τέλη και αυτών που δεν έχουν», λέει ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ. Αντιθέτως, σημειώνει, «η Επιτροπή δεν προτείνει μέτρα ώστε να διορθωθούν οι δομικές αδυναμίες των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας (target model) και του χρηματιστηρίου Ολλανδίας (TTF), όπου διαμορφώνεται, ή καλύτερα χειραγωγείται, η τιμή προμήθειας φυσικού αερίου».
Ως μια κατ’ αρχήν σημαντική συμφωνία αξιολογεί το Clean Industrial Deal ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), αναμένοντας, όπως δηλώνει στην «Κ» η πρόεδρος του Συνδέσμου, Λουκία Σαράντη, να εξειδικευτεί περαιτέρω στα επιμέρους σχέδια δράσης το επόμενο διάστημα. «Κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και θέτει τις βασικές αρχές τις οποίες πρέπει να ακολουθήσουμε για ένα ρεαλιστικό, πράσινο μέλλον της ευρωπαϊκής βιομηχανίας», δηλώνει. «Φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η ώρα η Ευρώπη να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά της και θα πάψει να δημιουργεί μόνη της δυσανάλογα εμπόδια στην ίδια της την πορεία», λέει, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και των οικονομιών των κρατών-μελών της Ε.Ε. από τις υπερβολικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις. Τονίζει επίσης την επιτακτική ανάγκη να δοθούν άμεσες λύσεις για τη δραστική μείωση των τιμών ενέργειας για τη βιομηχανία. «Αναμένουμε από την Ελλάδα να στηρίξει τον κλάδο μας, όπως κάνουν οι γειτονικές μας χώρες εδώ και αρκετό καιρό. Πρέπει επιτέλους να βρεθεί η αναγκαία χρυσή τομή μεταξύ περιβαλλοντικών περιορισμών και ανάπτυξης, ώστε να επιτύχουμε μια πραγματική –και κυριολεκτική– πράσινη ανάπτυξη, η οποία να δίνει το δικαίωμα στη βιομηχανία μας να παραμένει ανταγωνιστική μέσα στις παγκόσμιες αγορές».
Η πλευρά του ΣΕΒ επιφυλάσσεται να μελετήσει εις βάθος τις προτάσεις της Κομισιόν πριν προβεί σε κάποια επίσημη τοποθέτηση. Το ενεργειακό κόστος βρίσκεται πάντως στην κορυφή των προτεραιοτήτων του προέδρου του Συνδέσμου, Σπύρου Θεοδωρόπουλου, ζήτημα που ανέδειξε και προσφάτως μιλώντας σε εκδήλωση με θέμα την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. «Δυστυχώς δεν έχει αντιμετωπιστεί από την κυβέρνηση με τον τρόπο που θα έπρεπε το ενεργειακό κόστος. Ενώ υπάρχει σοβαρή μέριμνα για τα νοικοκυριά, για τις επιχειρήσεις μέσης τάσης δεν υπάρχει καμία ενίσχυση. Την ώρα που τα γειτονικά κράτη προστατεύουν τη βιομηχανία τους», τόνισε ο πρόεδρος του ΣΕΒ και αντιπαρέβαλε το παράδειγμα της Βουλγαρίας, η οποία, όντας πλήρως σε συμμόρφωση με το κοινοτικό πλαίσιο, όπως είπε, έχει θεσπίσει πλαφόν στα 90 ευρώ/MWh. «Η Ευρώπη πρέπει να μειώσει τη γραφειοκρατία και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ακριβής ενέργειας», υπογράμμισε.
Ανάλογες είναι οι παρατηρήσεις των ευρωπαϊκών συνδέσμων επί των προτάσεων της Κομισιόν. «Δεν υπάρχουν μέτρα που είναι πιθανό να προκαλέσουν άμεση μείωση των τιμών της ενέργειας. Η Επιτροπή εμμένει στο αφήγημά της ότι η διασφάλιση προσιτής ενέργειας μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιτάχυνση των επενδύσεων σε καθαρή ενέργεια και υποδομές και με την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της αγοράς ενέργειας της Ε.Ε.», ανέφεραν κύκλοι της Eurometaux, που εκπροσωπεί τον κλάδο μη σιδηρούχων μετάλλων.
«Το πλαίσιο που παρουσίασε η Ε.Ε. δεν προβλέπει καμία μεταρρύθμιση του μοντέλου λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού, καμία πρόταση στήριξης κρατικής ενίσχυσης για την ελάφρυνση των υψηλών τιμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ούτε για την αντιστάθμιση των αυξήσεων στο συνολικό ενεργειακό κόστος», τονίζει η Eurofer που εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή χαλυβουργία.

