Αυξήσεις μεταξύ 3% και 5% στον κατώτατο μισθό προτείνουν οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών φορέων, στις εκθέσεις που μαζί με τις γνώμες των κοινωνικών εταίρων έχουν διαβιβαστεί από τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ στο Κέντρο Προγραμματισμού και Κοινωνικών Επιτροπών (ΚΕΠΕ). Η όλη διαδικασία ολοκληρώνεται έως το τέλος Μαρτίου, με την έκδοση κοινής απόφασης καθορισμού του νομοθετημένου μισθού και νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου από τους υπουργούς Εργασίας και Εθνικής Οικονομίας (καθώς από φέτος η πορεία του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα καθορίζει και το κατώτατο ύψος μισθών στο Δημόσιο) μετά τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ετσι, οι προτάσεις οδηγούν σε μισθούς μεταξύ 854,9 και 871,5 ευρώ μεικτά, από 830 ευρώ που ισχύει σήμερα. Βέβαια, την τελική απόφαση θα λάβει η κυβέρνηση, που έχει δεσμευθεί για αυξήσεις που έως το τέλος του 2027 θα οδηγήσουν σε κατώτατο μισθό της τάξης των 950 ευρώ.
Οι προτάσεις οδηγούν σε μισθούς μεταξύ 854,9 και 871,5 ευρώ μεικτά, από 830 ευρώ που ισχύει σήμερα.
Το υψηλότερο ποσοστό προτάθηκε από το ΚΕΠΕ, που δίνει ένα περιθώριο αύξησης από 3% (854,9 ευρώ) έως 5% (871,5 ευρώ), βασισμένης κατά κύριο λόγο στην εκτίμηση για ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας το 2025 μεταξύ 2,1% και 2,5%. Το ΙΝΣΕΤΕ προτείνει αύξηση μέχρι 4,82% (870 ευρώ), τονίζοντας η εκρηκτική αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών παραμένει σημαντικό εμπόδιο για κάτι υψηλότερο. Η ΤτΕ προτείνει μια «συνετή» αύξηση έως 4%, ώστε ο κατώτατος μισθός να φθάσει στα 863,2 ευρώ, υπό την προϋπόθεση να υπάρξει σταθερότητα στις τιμές, διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και προστασία της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων από τις πληθωριστικές πιέσεις. Το ΙΟΒΕ προκρίνει μεταξύ τεσσάρων σεναρίων, αυτό που προβλέπει αύξηση 3,5% ή 859 ευρώ μεικτές αποδοχές, δίνοντας έμφαση μεταξύ άλλων και στο μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων. Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ και το ΙΝΣΒΕ περιορίστηκαν να αναφερθούν στις ευρύτερες παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν ώστε οι επιχειρήσεις και ειδικά όσες έχουν μικρό αριθμό εργαζομένων να αντέξουν και να καταφέρουν να επωμιστούν το βάρος της όποιας αύξησης στις βασικές αποδοχές.
Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στα πορίσματα, από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού υπολογίζεται ότι θα επηρεαστούν τουλάχιστον 575.684 εργαζόμενοι ή το 22,8% του συνόλου των μισθωτών. Ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2024 έχει μειωθεί σε σχέση με το 2023 κατά 0,7%, συνεχίζοντας την καθοδική πορεία που έχει ξεκινήσει από το 2022 και μετά. Το 62,33% των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι πλήρως απασχολούμενοι, ενώ το 34,45% είναι με καθεστώς μερικής και το 3,21% εκ περιτροπής απασχόλησης. Ο μέσος μισθός των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι για τους πλήρους απασχόλησης 874,11 ευρώ, ενώ για τους μερικώς και εκ περιτροπής απασχολουμένους 438,09 ευρώ και 415,55 ευρώ αντίστοιχα.
Παράλληλα, προτείνεται η αύξηση του κατώτατου μισθού να συνοδεύεται από μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, μείωση φορολόγησης των χαμηλόμισθων και συνέχιση της επιδότησης του κόστους ενέργειας.

