Πάνω από τις μισές επιχειρήσεις (55%) που συμμετείχαν σε έρευνα του ΙΝΕΜΥ για λογαριασμό της ΕΣΕΕ δήλωσαν πως ο τζίρος το πρώτο δίμηνο του 2025 ήταν χειρότερος σε σχέση με το 2024. Για πρώτη φορά, δε, καταγράφηκε αρνητική κίνηση τον Ιανουάριο, ενώ η καλύτερη περίοδος από άποψη ζήτησης ήταν το α΄ 15νθήμερο του Φεβρουαρίου.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα εξέφρασαν μάλιστα μια σημαντική αντίφαση όσον αφορά τη διάρκεια των εκπτώσεων. Το 58% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι θα παρατείνει τις εκπτώσεις και πέραν της λήξης τους την Παρασκευή, προκειμένου να αντλήσει ρευστότητα. Γενικότερα ωστόσο η πλειονότητα των ερωτηθέντων (που κυρίως προέρχεται από μικρές επιχειρήσεις) ζητάει τη μείωση της περιόδου των εκπτώσεων.
Από τα ευρήματα της έρευνας προέκυψε πως η πλειονότητα των πωλήσεων στις χειμερινές εκπτώσεις έγινε στα φυσικά καταστήματα, γεγονός που ερμηνεύθηκε από τους αναλυτές της ΕΣΕΕ ως υστέρηση των μικρών επιχειρήσεων από τα ψηφιακά κανάλια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για το σύνολο του 2024, η γενική μεταβολή του τζίρου ήταν +2,4% (με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Εξαιρουμένων τροφίμων και καυσίμων, οι επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία (σ.σ. μικρές επιχειρήσεις) παρουσίασαν μείωση τζίρου κατά 1,8%, ενώ οι εταιρείες με διπλογραφικά βιβλία εμφάνισαν αύξηση τζίρου κατά 5,1%.
Οι κατηγορίες προϊόντων που εμφάνισαν τη μεγαλύτερη αύξηση πωλήσεων ήταν τα καλλυντικά (+12%), γεγονός που αποδίδεται και στον τουρισμό, τα προϊόντα που πωλούνται σε υπαίθριες αγορές (+7,9%) και τα μεταχειρισμένα είδη (+7,7%), κατηγορία που εμφανίζεται πρώτη φορά επίσημα σε μετρήσεις. Τη μεγαλύτερη μείωση τζίρου (-7,5%) εμφάνισαν οι ηλεκτρικές συσκευές, γεγονός που ερμηνεύεται και από την απουσία επιδοτούμενων προγραμμάτων αγοράς ηλεκτρικών συσκευών.
Με αφορμή τα παραπάνω ευρήματα ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Σταύρος Καφούνης δήλωσε: «Η ΕΣΕΕ για πρώτη φορά παρουσιάζει τα αποτελέσματα των χειμερινών εκπτώσεων, με το επιστημονικό επιτελείο του Ινστιτούτου να έχει χρησιμοποιήσει μεγάλο δείγμα 900 σημείων, έχοντας παράλληλα εξασφαλίσει τη συνεργασία διακεκριμένων καθηγητών από τρία μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας. Η συνεργασία αυτή απέδωσε ένα ολοκληρωμένο “εργαλείο” στα χέρια της πολιτείας αλλά και των επιχειρηματιών, για τη λήψη σωστών αποφάσεων αναφορικά με τη βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητα του λιανικού εμπορίου. Εξαιρετικής σημασίας είναι και η ετήσια σύγκριση του τζίρου στο λιανικό εμπόριο, ανά κλάδο, ανά περιοχή και ανά μέγεθος επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα, τόσο της μεγάλης Ερευνας Χειμερινών Εκπτώσεων, όσο και του ετήσιου τζίρου, αλλά και συνδυαστικά, δείχνουν ότι η στιγμή είναι τώρα να λάβουμε γενναίες αποφάσεις για να ελαφρύνουμε τα βάρη των επιχειρήσεων με γνώμονα πάντα τη δημοσιονομική σταθερότητα αλλά και τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας».

