Για την ανάγκη δημιουργίας ενός περισσότερο βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου στην Ελλάδα κάνει λόγο ο οίκος αξιολόγησης DBRS, καθώς αν και η ελληνική οικονομία έχει καταγράψει ισχυρές επιδόσεις τα τελευταία χρόνια, το τρέχον περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας και το προσεχές… τέλος των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα δοκιμάσουν την ανθεκτικότητά της, όπως επισημαίνει.
Σύμφωνα με τον οίκο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, και παρά τα πολλαπλά σοκ, όπως η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτες «αντοχές».
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ υπερέβαινε τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κάθε χρόνο από το 2021, με τις τελευταίες προβλέψεις να δείχνουν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί. Αυτό, όπως τονίζει η DBRS, είναι αποτέλεσμα της ανάκαμψης έπειτα από χρόνια αρνητικής ανάπτυξης, αλλά και της βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών της λόγω δημοσιονομικών και οικονομικών προσαρμογών.
Κάνοντας μια μίνι αναδρομή στο παρελθόν, ο οίκος επισημαίνει πως το ελληνικό μοντέλο μη βιώσιμης ανάπτυξης και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων ήταν αυτά που οδήγησαν τη χώρα σε παρατεταμένη κρίση, η οποία ξεκίνησε το 2009 και είχε ως αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ να μειωθεί κατά περίπου 26% έως το 2018.
Η ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ σηματοδότησε μια περίοδο ισχυρού ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ κοντά στο 4% το 1996-2007, ωστόσο αυτή η «φαινομενικά ταχέως αναπτυσσόμενη δυναμική οικονομία» της Ελλάδας βασίστηκε κυρίως στον εξωτερικό δανεισμό, κάτι που οδήγησε σε μη βιώσιμα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα.
Το μοντέλο της ανάπτυξης που στηρίχθηκε στην κατανάλωση οδήγησε σε εκτόξευση της ζήτησης για κατοικίες, προϊόντα λιανικής και υπηρεσίες, προκαλώντας άνοδο στους μη εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας, όπως τα ακίνητα, οι κατασκευές, οι τράπεζες και το λιανικό εμπόριο.
Θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης και φέτος, λέει η DBRS.
Οπως τονίζει ο οίκος, η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ο κύριος συντελεστής του ΑΕΠ το 1995-2000, με μερίδιο 68%, με τις συνολικές εξαγωγές να είναι μόλις στο 17% ΑΕΠ (έναντι 55% και 26%, αντιστοίχως, στην Ε.Ε.).
Η τάση αυτή συνεχίστηκε ακόμη και μετά την ένταξη της Ελλάδας στη Ζώνη του Ευρώ το 2001, με αποτέλεσμα οι συνολικές εξαγωγές και ιδιαίτερα οι εξαγωγές αγαθών να παραμείνουν χαμηλές.
Η Ελλάδα γνώρισε επίσης άνοδο στις επενδύσεις το 2001-2008, οι οποίες ωστόσο συγκεντρώθηκαν κυρίως σε μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όπως τα ακίνητα, οδηγώντας σε μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση και τελικά σε υψηλές δημοσιονομικές ανισορροπίες.
Πλέον, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι περισσότερο προσανατολισμένες στις εξαγωγές και στις επενδύσεις, λιγότερο προσανατολισμένες σε κατανάλωση – χρέος και εμφανίζουν λιγότερες ανισορροπίες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, τονίζει η DBRS.
Αν και με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης και φέτος, χάρη στις εισροές κεφαλαίων της Ε.Ε., στην έντονη ιδιωτική κατανάλωση και στον ενισχυμένο τραπεζικό τομέα, όπως εκτιμά.
Ωστόσο, οι αναδυόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων, θα δοκιμάσουν την οικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας στο μέλλον, προειδοποιεί ο οίκος. Αυτό, όπως τονίζει, θα απαιτήσει επαγρύπνηση στην προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα τονώσουν τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα, ώστε η χώρα να αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει περαιτέρω την ανάπτυξη και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης.

