Επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα στην εκπλήρωση των προεκλογικών του δεσμεύσεων σχετικά με την πολιτική του «Πρώτα η Αμερική», ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να εφαρμόζει μια πιο επιθετική στρατηγική στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Από τις 4 Φεβρουαρίου επιβλήθηκε επιπλέον δασμός 10% στις εισαγωγές από την Κίνα, ενώ η απειλή για δασμούς 25% στις εισαγωγές από το Μεξικό και τον Καναδά αναβλήθηκε για τις 4 Μαρτίου, μετά τη συμφωνία για ενίσχυση της ασφάλειας των συνόρων και καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών. Επίσης, ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του για επιβολή ανταποδοτικών δασμών, υπέγραψε εκτελεστική εντολή για επιβολή δασμών 25% στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από τις 12 Μαρτίου και προειδοποίησε για επιπλέον δασμούς 25% σε εισαγωγές αυτοκινήτων, ημιαγωγών και φαρμακευτικών προϊόντων.
Οι δασμοί φαίνεται να αποτελούν στρατηγικό εργαλείο για την εξυπηρέτηση ευρύτερων στόχων εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης των ΗΠΑ, όπως το μεταναστευτικό και τα ναρκωτικά. Αποσκοπούν παράλληλα στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος και στοχεύουν σε συγκεκριμένα προϊόντα που συμβάλλουν σημαντικά στο εμπορικό έλλειμμα ή θεωρούνται κρίσιμα για την εθνική ασφάλεια και ευάλωτα σε αναταράξεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Επίσης, τα έσοδα από τους δασμούς θεωρούνται ως πιθανή πηγή φορολογικών εσόδων, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στη χρηματοδότηση μιας πιο χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής.
Η εμπορική αβεβαιότητα παραμένει υψηλή και δεν αναμένεται να μειωθεί σύντομα, καθώς σημαντικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Μεταξύ αυτών, πόσο διάστημα θα παραμείνουν σε ισχύ οι δασμοί και ποια θα είναι η αντίδραση των εμπορικών εταίρων; Ενδέχεται να αποδειχθούν προσωρινοί (π.χ. λόγω παραχωρήσεων από τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ) ή να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν διατηρηθούν, οι χώρες που πλήττονται ενδέχεται να προσαρμοστούν στο νέο εμπορικό τοπίο, αναζητώντας νέους εμπορικούς εταίρους ή ενισχύοντας υπάρχουσες εμπορικές συμφωνίες για την ενδυνάμωση των συνεργασιών τους. Επίσης, χώρες που ωφελούνται από χαμηλότερους δασμούς από τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να καταλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, προάγοντας τη δική τους οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωστόσο, σε ένα αρνητικό σενάριο, οι δασμοί των ΗΠΑ μπορεί να αυξηθούν περαιτέρω ή να επεκταθούν. Οι χώρες που πλήττονται θα μπορούσαν να αντιδράσουν, προκαλώντας στη συνέχεια περαιτέρω κλιμάκωση των δασμών από τις ΗΠΑ, με τελική κατάληξη έναν εμπορικό πόλεμο αντιποίνων. Σε αυτή την περίπτωση, η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα θα επιβραδυνόταν σημαντικά, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις ενδεχομένως να εντείνονταν, δημιουργώντας δύσκολες συνθήκες για τις κεντρικές τράπεζες ως προς τις επόμενες κινήσεις νομισματικής πολιτικής.
*Eurobank Research

