Μία εβδομάδα πριν από τις γερμανικές εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, ένα είναι το βασικό ερώτημα. Θα μπορέσει ο κατά πάσα πιθανότητα επόμενος καγκελάριος και επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Φρίντριχ Μερτς, να εφαρμόσει ευρείες μεταρρυθμίσεις; Με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, μια απλή αύξηση της υποστήριξης κατά 0,5% προς τη μικρή αριστερή Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) θα στερούσε από τα δύο κυρίαρχα κόμματα την πλειοψηφία των 2/3 για την αλλαγή του Συντάγματος. Επιπλέον, χωρίς τη χαλάρωση του φρένου χρέους, ο Μερτς δύσκολα θα έπειθε τους πιθανούς κεντροαριστερούς εταίρους του στον συνασπισμό να συμφωνήσουν σε σοβαρές αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις. Ακόμα, δεν θα είχε τα δημοσιονομικά περιθώρια για δραστική αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η Αριστερά φαίνεται πλέον πολύ πιθανό να υπερβεί το όριο του 5% για την είσοδό της στη Βουλή. Εάν το άλλο αριστερό κόμμα, το νέο BSW (σήμερα στο 4,5%), φθάσει επίσης το 5%, θα μπορούσαν από κοινού με τη δεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να συγκεντρώσουν πιθανώς το 1/3 των εδρών που απαιτούνται για να εμποδίσουν όλες τις αλλαγές στο Σύνταγμα, συμπεριλαμβανομένης της χαλάρωσης του φρένου χρέους.
Τα τρία λαϊκιστικά κόμματα διαμαρτυρίας εκ δεξιών και αριστερών διαφωνούν σε πολλά, αλλά αντιτίθενται συλλήβδην στη βοήθεια προς την Ουκρανία. Το κυρίαρχο ρεύμα δεν θα διαπραγματευόταν μια αλλαγή στο Σύνταγμα (ή οποιοδήποτε άλλο θέμα) με την AfD. Το να συμβιβαστεί η Αριστερά με την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης βοήθειας στην Ουκρανία, είναι δυνητικά σχεδόν ανέφικτο. Ακόμη και χωρίς συνταγματική μεταρρύθμιση, ένας νέος συνασπισμός ανάμεσα, λόγου χάριν, σε Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες (SPD) πιθανώς θα εξασφάλιζε δημοσιονομικό χώρο, περιορίζοντας ορισμένες δαπάνες πρόνοιας, τροποποιώντας την αναποτελεσματική ενεργειακή πολιτική και διοχετεύοντας κονδύλια σε ημιδημόσια ιδρύματα, όπως η αναπτυξιακή τράπεζα KfW ή οι σιδηρόδρομοι, για να δανειστούν περισσότερο. Ο Μερτς μπορεί ακόμη και να αυξήσει τον ΦΠΑ από 19% σε 20% και αυτό να αποφέρει περίπου 17 δισ. ευρώ ετησίως, κινδυνεύοντας βέβαια να υπάρξει κοινωνική δυσαρέσκεια μετά την έκρηξη του πληθωρισμού το 2022/2023. Η μη αλλαγή στο φρένο χρέους δυσχεραίνει την εύρεση των επιπλέον 30-40 δισ. ευρώ στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό των 490 δισ. ευρώ που απαιτούνται για τη διατήρηση των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ. Μη διογκώνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες, θα δημιουργούνταν προβλήματα στη Γερμανία με τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ειδικότερα.
* Ο κ. Χόλγκερ Σμίεντινγκ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.

