Στην αρχή του νέου έτους συνεχίζει να μας ταλανίζει το επίμονο χάσμα μεταξύ των στοιχείων που δείχνουν βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και των αρνητικών αντιλήψεων για την οικονομία. Συγκεκριμένα άπαντες, δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι, ακαδημαϊκοί και πολίτες, και όχι μόνο στην Ελλάδα, δυσκολεύονται να εξηγήσουν τη σχεδόν καθολική αντίληψη ότι η οικονομική κατάσταση βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη. Αντίστοιχα ερωτήματα διερευνώνται στην τελευταία έκθεση για την ανθρώπινη ανάπτυξη, του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP). Η έκθεση αναφέρει δύο παράγοντες: πρώτον, ορισμένοι άνθρωποι υποφέρουν όντως από οικονομικές δυσκολίες παρά τη βελτίωση συνθηκών, και δεύτερον, ορισμένοι άνθρωποι λειτουργούν μέσα από την αντίληψη ότι απειλούνται ή αισθάνονται ότι μένουν πίσω, ακόμη και όταν οι δείκτες ευημερίας είναι σταθεροί ή βελτιωμένοι. Αν ο πρώτος παράγοντας δεν επιδέχεται κριτική, πώς ο δεύτερος εξηγεί τη συχνή ασυνέχεια μεταξύ της πορείας των εθνικών οικονομιών και του τρόπου με τον οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται τις οικονομικές επιδόσεις; Γιατί οι θετικές επιδόσεις δεν γίνονται αντιληπτές από τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών;
Η ελληνική οικονομία παρά τις σοβαρές προκλήσεις στο παγκόσμιο επίπεδο πορεύεται θετικά κατά γενική ομολογία τόσο εγχώριων όσο και διεθνών αναλυτών κυρίως αν ανατρέξουμε στους συνήθεις οικονομικούς δείκτες και στην ποσοτική πλευρά των μεγεθών. Η αποκλιμάκωση της ανεργίας, του πληθωρισμού, η επαναφορά του τραπεζικού συστήματος στην κερδοφορία, η άνοδος των καταθέσεων τα τελευταία 5 χρόνια και η αύξηση των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και η θετική πορεία του δείκτη του ΧΑΑ είναι μόνο κάποια από τα μεγέθη που δίνουν μια αδιαμφισβήτητα θετική προοπτική. Ωστόσο, παρά την έως τώρα αντικειμενική πρόοδο, πολλές είναι οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν στρεφόμενοι πια στην ποιοτική πλευρά των οικονομικών μεγεθών στοχεύοντας στις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες που για τον απλό πολίτη μεταφράζεται κυρίως σε επιδείνωση της αγοραστικής του δύναμης.
Παρά όμως τους αντικειμενικά θετικούς δείκτες, υψηλό ποσοστό των πολιτών συνεχίζει να θεωρεί ότι η προσωπική του κατάσταση είναι χειρότερη σε σχέση με ένα χρόνο πριν, ενώ η πλειονότητα των ψηφοφόρων αξιολογεί την οικονομία γενικά ή τον πληθωρισμό και το κόστος ζωής ειδικά ως «το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα σήμερα», πολύ υψηλότερα από άλλους σημαντικούς δείκτες, όπως π.χ. η ανεργία.
Ενδεικτικό της γενικότερης απαισιόδοξης στάσης των νοικοκυριών παρά τις θετικές προοπτικές της οικονομίας είναι ότι τον Νοέμβριο 2024 ο δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτή διαμορφώθηκε στις 47,3 μονάδες, ελαφρά βελτιωμένος έναντι του Ιουλίου 2022 όταν ο πληθωρισμός κινούνταν πέριξ του 12% και δραματικά επιδεινωμένος σε σχέση με το 2019, χρονιά που δεν είχαμε ακόμα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και η στενή εποπτεία ήταν παρούσα. Στην ίδια έκθεση, οι Ελληνες καταναλωτές εμφανίζονται ως οι περισσότερο απαισιόδοξοι στην Ε.Ε., με διαφορά από τους επόμενους, με τους καταναλωτές στην Εσθονία (-33,5) και τη Σλοβενία (-29,7) να ακολουθούν. Είναι φανερό ότι η αίσθηση αυτή διαμορφώνεται σε ένα περιβάλλον που δείχνει να μην αντιδρά στα θετικά οικονομικά νέα καθώς οι συνεχείς ανατιμήσεις και το υψηλό κόστος ζωής φαίνεται να επιδρούν καταλυτικά στις προσδοκίες των Ελλήνων καταναλωτών.
Σε αυτό το πνεύμα σύμφωνα με την Eurostat, σχεδόν επτά στους δέκα Ελληνες (το 68,4%) αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί, πολύ περισσότεροι από τους Βούλγαρους (40,4%) και τους Κύπριους (29,5%) που είναι στη δεύτερη και την τρίτη θέση. Το ποσοστό αντικειμενικής φτώχειας στην Ελλάδα φτάνει το 26,3%, υπερβαίνοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (22%). Η διαφορά με τις υποκειμενικές αντιλήψεις αναδεικνύει συναισθηματική επιβάρυνση και οικονομική αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες. Αυτή η αίσθηση άγχους και ανασφάλειας διαχέεται και σε άλλες παραμέτρους της καθημερινότητας και σίγουρα έχει οικονομικό αντίκτυπο. Αυτό το περίεργο φαινόμενο της αντικειμενικής και υποκειμενικής απόκλισης έγκειται στο γεγονός ότι γενικά όταν ερωτάται κάποιος, η αντίληψη του αν είσαι φτωχός ή πλούσιος είναι μια σχετική έννοια όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό, αποτελώντας μια κατάσταση του νου όπως αναφέρουν οι Li‐Ping Tang, et al. (Journal of Managerial Phycology, 2006). Βασικά ισχύει ο γενικός κανόνας ότι διαμορφώνουμε μια αίσθηση ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συγκρίσεων, όπως αναφέρει ο Joe Gladstone (Center for Consumer Financial Decision Making University of Colorado Boulder, Leeds School of Business) καθώς σημειώνει ότι «οι δαπάνες είναι δημόσιες, αλλά η αποταμίευση είναι ιδιωτική…». Συνεπώς υπάρχουν περισσότερες εξηγήσεις για την αντίφαση αυτή και δεν επικεντρώνονται στα αμιγώς οικονομικά δεδομένα όπως θα περιμέναμε. Το φαινόμενο που περιγράψαμε δεν είναι μοναδικό ούτε αποτελεί άλλη μια ελληνική παραδοξότητα. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Brookings Institution, ο τόνος και το ύφος της ειδησεογραφικής κάλυψης είναι μια πιθανή εξήγηση για την απόκλιση μεταξύ των πραγματικών οικονομικών επιδόσεων και του τρόπου με τον οποίο τις αντιλαμβάνονται τα άτομα. Η ανάλυση κάνει χρήση της μεθοδολογίας των Shapiro, Adam Hale, Moritz Sudhof, and Daniel J. Wilson. 2020 («Measuring News Sentiment» FRB San Francisco Working Paper 2017-01), που κατέληξαν στον δείκτη ημερήσιου ειδησεογραφικού κλίματος που είναι μια μέτρηση υψηλής συχνότητας του οικονομικού κλίματος και βασίζεται σε λεξιλογική ανάλυση ειδησεογραφικών άρθρων που σχετίζονται με την οικονομία.
Η ανάλυση, που μελετά την περίπτωση των ΗΠΑ, διαπιστώνει ότι ήδη από το 2018 έχει παρατηρηθεί ότι η οικονομική αναφορά έχει πάρει έναν όλο και πιο αρνητικό τόνο, παρά την ενίσχυση των οικονομικών θεμελιωδών μεγεθών τα τελευταία χρόνια. Αν και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης έχει ανακάμψει μετά την πανδημία, εντούτοις κινείται στα επίπεδα της μετα-χρηματοπιστωτικής κρίσης περιόδου, ενώ οι οικονομικές συνθήκες αλλά και οι οικονομικοί δείκτες είναι εμφατικά διαφορετικοί προς το θετικότερο καίτοι οι εξωγενείς αβεβαιότητες είναι μεγάλες.
Η πιθανή απάντηση σε αυτό το φαινόμενο ίσως να σχετίζεται με την έρευνα του Clark Merrefield (The Journalist’s Resource του Harvard Kennedy School) που αναφέρει επιγραμματικά έπειτα από σχετική έρευνα ότι οι κύριοι λόγοι αυτής της ασυνέχειας συνοψίζονται στους παρακάτω λόγους που σαφώς ανταποκρίνονται και στην ελληνική περίπτωση:
• Η οικονομική ανισότητα τείνει να οδηγεί τους ανθρώπους στο να πιστεύουν ότι η οικονομία είναι μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ότι η οικονομική επιτυχία μιας ομάδας γίνεται εις βάρος των άλλων, δίνοντας έμφαση στον παράγοντα αδικία είτε δικαιολογημένα είτε αδικαιολόγητα ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά του κοινωνικού αυτοματισμού.
• Τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχότερες χώρες, η πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας οδηγεί τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι η οικονομία φθίνει – τα πράγματα ήταν κάποτε καλά, ενώ τώρα δεν είναι. Ειδικά εδώ η έλευση των κοινωνικών δικτύων στην καθημερινότητά μας έχει μεγάλη επίδραση.
• Το κλίμα τοξικότητας στη διεθνή πολιτική σκηνή που επικρατεί τα τελευταία χρόνια μπορεί να δημιουργεί μια αντίληψη της οικονομίας έντονα διαφορετική από ό,τι οι πραγματικές οικονομικές επιδόσεις.
• Τα νοικοκυριά τέλος που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας είναι λιγότερο πιθανό να προσφέρουν θετική οικονομική εκτίμηση, παρά τα καλά μακροοικονομικά νέα. Η εικόνα του δέντρου υπερισχύει αυτής του δάσους.
Οι πολίτες λοιπόν που κατά βάσιν αισθάνονται φτωχοί, ακόμη κι αν αντικειμενικά δεν είναι, θα στραφούν ενάντια στο πολιτικό σύστημα, πράγμα που θα πυροδοτεί συνεχώς την πολιτική αστάθεια και την κοινωνική αναταραχή. Αυτή η αίσθηση μοιραία θα επηρεάσει την κατανάλωση και την οικονομική δραστηριότητα, δημιουργώντας εμπόδια στην ανάπτυξη ή ακόμα και να επιταχύνει μια εν εξελίξει υφεσιακή διαδικασία, ενώ παράλληλα θα τροφοδοτεί τις κοινωνικές ανισότητες και θα ενισχύει το αίσθημα αδικίας στην κοινωνία. Από την άλλη το πολιτικό σύστημα στην προσπάθειά του να κατευνάσει την οξύτητα της κριτικής και για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά του θα πιέζεται να πάρει αποφάσεις που πιστεύουν ότι θα αμβλύνουν την αντίδραση, όχι όμως πολλές φορές για τους σωστούς λόγους, δημιουργώντας ενδεχομένως συνθήκες μη ορθολογικής άσκησης πολιτικής. Ενας φαύλος κύκλος λοιπόν ενεργοποιείται χωρίς ξεκάθαρη πυξίδα.
Για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου που σιωπηρά και σταδιακά δημιουργεί τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα απαιτείται μια πολυεπίπεδη προσέγγιση που θα βάλει στο επίκεντρο τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών μέσα από στοχευμένες πολιτικές που θα διαμορφώσουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή και θα οικοδομήσουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και άρα την απομείωση των διαφόρων θεωριών που επηρεάζουν την επαφή με τα πραγματικά δεδομένα. Σε αυτό το ζήτημα ιδιαίτερη βοήθεια θα προσφέρει η οικονομική εκπαίδευση αποτελώντας κρίσιμο εργαλείο για την οικοδόμηση μιας πιο ρεαλιστικής εικόνας των ατόμων για την οικονομική τους θέση. Η νοσταλγία της προ κρίσης εποχής δεν μπορεί να αποτελεί σύγχρονο στόχο σε μια παγκόσμια οικονομία που έχει άρδην αλλάξει προσανατολισμό με την έλευση της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης. Η ζώνη ασφαλείας μας (comfort zone) που είχαμε δημιουργήσει θεωρώντας την εν πολλοίς μόνιμη, απέχει παρασάγγας από τις ταχείες δυναμικές αλλαγές του σύγχρονου οικονομικού περιβάλλοντος. Ολα αυτά μπορεί να ακούγονται ως απλά ευχολόγια ή απλές διαπιστώσεις χωρίς πρακτική σημασία. Εντούτοις απαιτείται από το πολιτικό σύστημα ένας ξεκάθαρος λόγος και σχεδιασμός που θα μεταφέρει το μήνυμα σε εμάς τους απλούς πολίτες με τρόπο κρυστάλλινο και θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε αλλά και να προσαρμοστούμε αμφότεροι στις νέες συνθήκες, κλείνοντας τα αυτιά μας στις σειρήνες των εύκολων λύσεων και της βαβούρας.
* Ο κ. Χρήστος Καλλανδράνης είναι επ. καθηγητής Χρηματοοικονομικής, Τμήμα Λογιστικής & Χρημ/κής, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

