Μια σειρά επιμέρους προβλημάτων στη διαδικασία έκδοσης των συντάξεων, που συνεχίζουν να ταλαιπωρούν συνταξιούχους και ασφαλισμένους ακόμη και σήμερα –παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που έχει πετύχει ο ΕΦΚΑ σε σχέση με το παρελθόν– αναζητούν λύση, ώστε να αυξηθεί ο βαθμός της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και να μειωθεί η γραφειοκρατία η οποία ταλανίζει όσους έρχονται σε επαφή με έναν από τους μεγαλύτερους φορείς του Δημοσίου.
Ολες οι λύσεις απαιτούν νομοθετική παρέμβαση από το υπουργείο Εργασίας. Οι περισσότερες δεν επιβαρύνουν οικονομικά το ασφαλιστικό σύστημα, ενώ ακόμη και οι υπόλοιπες αναμένεται να δώσουν μεγάλη ανάσα σε χιλιάδες ασφαλισμένους.
Η κατεύθυνση των λύσεων θα πρέπει να είναι προς τη βέλτιστη αξιοποίηση του χρόνου ασφάλισης αλλά και των λοιπών κοινωνικοασφαλιστικών δεδομένων, επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο γνωστός δικηγόρος Δημήτρης Μπούρλος, παραθέτοντας 5+4 περιπτώσεις για τις οποίες ζητούν λύσεις οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι:
1. Το σύστημα δεν επιτρέπει σε έναν συνταξιούχο να ζητήσει με αίτηση τη διακοπή καταβολής σύνταξης. Ετσι, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις που κάποιος λαμβάνει σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος και κατόπιν λάβει σύνταξη χηρείας, παρατηρείται το εξής πρόβλημα. Επειτα από 3 χρόνια η σύνταξη χηρείας μειώνεται στο ήμισυ. Αν λοιπόν κάποιος λαμβάνει από ίδιο δικαίωμα σύνταξη 500 ευρώ και χηρείας 1.500 ευρώ, δηλαδή συνολικά 2.000 ευρώ, μετά πάροδο τριετίας θα λάβει συνολικά 1.250 ευρώ, δηλαδή λιγότερα από ό,τι αν δεν λάμβανε καθόλου δική του σύνταξη. Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο στις περιπτώσεις που, για παράδειγμα, η εξ ιδίου δικαιώματος είναι ο ΟΓΑ, καθώς μειώνεται άμεσα η σύνταξη του ΟΓΑ (κόβεται το προνοιακό κομμάτι) και μετά την πάροδο τριετίας θα μειωθεί στο ήμισυ και η χηρείας. Οι προφανείς αυτές αδικίες θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν παρείχετο δυνατότητα δήλωσης διακοπής, π.χ. της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης ή αν επανερχόταν η δυνατότητα επιλογής, από ποια από τις δύο θα γίνει η κατά 50% περικοπή – κάτι που ίσχυε στο παρελθόν.
2. Μετά την έκδοση απόφασης συνταξιοδότησης παρέχονται περιορισμένες δυνατότητες στον συνταξιούχο να βελτιώσει το ποσό σύνταξης που του απονεμήθηκε, ακόμη και εντός της προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας υποβολής της ένστασης. Σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο, θα πρέπει να παρέχεται τέτοια δυνατότητα, καθώς είναι προφανές ότι οι περισσότεροι υποβάλλουν αίτηση χωρίς να έχουν πλήρη γνώση του ποσού που θα απονεμηθεί. Το επιχείρημα ότι έτσι δημιουργούνται εκκρεμότητες με αποτέλεσμα την επιβράδυνση απονομής συντάξεων καταρρίπτεται εκ του ότι εκκρεμότητες ήδη δημιουργούνται σε αρκετές περιπτώσεις, αφού οι αποφάσεις ταχείας απονομής δεν καταβάλλουν το οριστικό ποσό σύνταξης.
Oλες οι λύσεις απαιτούν νομοθετική παρέμβαση από το υπουργείο Εργασίας.
3. Υπάρχουν περιπτώσεις που εκδόθηκε απόφαση συνταξιοδότησης στο παρελθόν, αλλά ο συνταξιούχος για διάφορους λόγους ουδέποτε έλαβε ποσό σύνταξης. Εξακολούθησε να ασφαλίζεται. Στις περιπτώσεις αυτές, που η απόφαση συνταξιοδότησης δεν έχει ούτε κατ’ ελάχιστον εκτελεσθεί, θα έπρεπε να παρέχεται δυνατότητα ανάκλησης της αρχικής εκδοθείσας και μη εκτελεσθείσας απόφασης, προκειμένου ο ασφαλισμένος να λάβει μία σύνταξη η οποία να περιλαμβάνει το σύνολο του χρόνου ασφάλισής του. Μια τέτοια αντιμετώπιση θα παρείχε δυνατότητα στον ασφαλισμένο να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ασφάλισή του, χωρίς αυτό να δημιουργεί καμία βλάβη στο ασφαλιστικό σύστημα. Ας δούμε με ένα παράδειγμα το διαφορετικό αποτέλεσμα με τα ίδια δεδομένα για έναν ασφαλισμένο με συντάξιμες αποδοχές 2.000 ευρώ. Αν συνταξιοδοτηθεί, για παράδειγμα, με τριάντα έτη ασφάλισης, θα έχει ποσό σύνταξης 966 ευρώ, αν δε προσαυξηθεί η σύνταξη με δέκα έτη ασφάλισης μετά τη συνταξιοδότηση που δεν εκτελέσθηκε, θα λάβει προσαύξηση 154 ευρώ, δηλαδή θα καταλήξει με σύνταξη 1.120 ευρώ (966+154). Αντιθέτως, αν η μη εκτελεσθείσα απόφαση ανακληθεί και λάβει σύνταξη με το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, θα λάβει 1.430 ευρώ. Η διαφοροποίηση αυτή υπάρχει με τα ίδια ασφαλιστικά δεδομένα.
4. Στις περιπτώσεις απονομής μειωμένης σύνταξης το ασφαλιστικό σύστημα θέτει, πλην των άλλων, ως απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη ασφαλιστικού δεσμού την τελευταία προ συνταξιοδότησης πενταετία (είτε 100 ημέρες ασφάλισης κατ’ έτος την τελευταία πενταετία είτε 750 ημέρες την τελευταία πενταετία – ανάλογα με τις διακρίσεις του νόμου).
Η προϋπόθεση αυτή δεν έπρεπε να αναζητείται στις περιπτώσεις και για όσο διάστημα εντός της πενταετίας λάμβανε σύνταξη αναπηρίας. Κι αυτό βεβαίως διότι λόγω της αναπηρίας προφανώς δεν μπορούσε να εργασθεί. Αντίστοιχη ορθή αντιμετώπιση υπάρχει στις περιπτώσεις επιδότησης λόγω ανεργίας.
5. Στις περιπτώσεις που κάποιος ασφαλισμένος έχει διαδοχική ασφάλιση, για παράδειγμα ΙΚΑ και ΟΑΕΕ, και πληροί προϋποθέσεις να πάρει σύνταξη μόνο από το ένα, το σύστημα δεν επιτρέπει την αυτοτελή από το ΙΚΑ συνταξιοδότηση και τη μη χρησιμοποίηση του χρόνου του ΟΑΕΕ, αν συνεχίστηκε η ασφάλιση στον ΟΑΕΕ και μετά τη δημιουργία του ΕΦΚΑ.
Απλοποίηση κανόνωνγια συνταξιοδότησηατόμων με αναπηρία
Αδήριτη φαντάζει η ανάγκη απλοποίησης των κανόνων που ισχύουν για τη συνταξιοδότηση ατόμων με αναπηρία και ο δικηγόρος που ασχολείται χρόνια με τα ασφαλιστικά ζητήματα Δημήτρης Μπούρλος παραθέτει στην «Κ» κάποιες περιπτώσεις που η βελτίωσή τους θα πρέπει να είναι ζητούμενο στην επόμενη κιόλας νομοθετική παρέμβαση. «Πρόκειται για επιμέρους θέματα, για τα οποία το ασφαλιστικό μας σύστημα πρέπει να αναζητεί εκλογικευμένες προσεγγίσεις απαλλαγμένες από αγκυλώσεις του παρελθόντος προς την κατεύθυνση της πλήρους και βέλτιστης αξιοποίησης του χρόνου ασφάλισης αλλά και των λοιπών κοινωνικοασφαλιστικών δεδομένων που καθένας έχει», δηλώνει χαρακτηριστικά, για να υπογραμμίσει ότι «η ίδια η πολιτεία, ο ίδιος ο ΕΦΚΑ πρέπει να καθοδηγεί ορθώς τους συνταξιοδοτούμενους, γνωστοποιώντας τους πάντοτε την πλέον επωφελή γι’ αυτούς επιλογή κατά τη συνταξιοδοτική διαδικασία».
Τέτοια είναι, για παράδειγμα, τα εξής:
1. Στους γονείς που συνταξιοδοτούνται λόγω αναπηρίας των παιδιών τους διακόπτεται η καταβολή σύνταξης αν το παιδί εργασθεί. Προκειμένου λοιπόν να μην κοπεί η σύνταξη του γονέα, τα παιδιά είτε καθηλώνονται σε μια εργασιακή ακινησία είτε δουλεύουν «παράνομα». Είναι προφανές ότι η πολιτεία έπρεπε να δημιουργεί κίνητρο απασχόλησης των παιδιών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υγείας, ανάλογα με τις δεξιότητες και τις δυνατότητες που έχουν και όχι βέβαια να τα αποτρέπει από το να ενταχθούν και στην κοινωνία αλλά και στην παραγωγική διαδικασία με τον τρόπο που καθένα μπορεί. Αλλωστε, με τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις, η εργασία και η αναπηρία δεν είναι ασύμβατες.
Ο ΕΦΚΑ πρέπει να καθοδηγεί τους συνταξιοδοτούμενους προς την πλέον επωφελή γι’ αυτούς επιλογή, κατά τη συνταξιοδοτική διαδικασία.
2. Στις περιπτώσεις παράτασης της σύνταξης αναπηρίας, τα ΚΕΠΑ δεν γνωματεύουν για το ποσοστό αναπηρίας από τη λήξη της προηγούμενης γνωμάτευσης, όπως γινόταν επί σειράν ετών, αλλά από τότε που υποβάλλεται το σχετικό αίτημα. Σε κάποιες περιπτώσεις η υποβολή του σχετικού αιτήματος μπορεί να καθυστερήσει για διάφορους λόγου (ακόμη και για λόγους υγείας). Με αυτόν τον τρόπο, ο ασφαλισμένος αφενός θα χάσει κάποια αναδρομικά, αφετέρου, και αυτό είναι πιο σημαντικό, θα στερηθεί και του δικαιώματος μονιμοποίησης της αναπηρίας, η οποία κατά περίπτωση απαιτεί συνεχή και όχι διακεκομμένο χρόνο συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας.
3. Υπάρχουν περιπτώσεις ασφαλισμένων που αντιμετωπίζοντας σοβαρό πρόβλημα υγείας (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας) συνταξιοδοτήθηκαν λόγω αναπηρίας. Μετά την πάροδο κάποιου χρόνου και επειδή η κατάσταση της υγείας επιδεινώθηκε, πληρούσαν πλέον προϋποθέσεις συνταξιοδότησης γήρατος λόγω αναπηρίας. Η κατηγορία αυτή αφορά ελάχιστες περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρών παθήσεων και απονέμει σύνταξη στον ασφαλισμένο σαν να έχει τριάντα πέντε έτη ασφάλισης, ανεξαρτήτως π.χ. αν τα έχει πραγματικά. Να σημειωθεί ότι αν η μηνιαία κύρια σύνταξη αναπηρίας με 15 έτη είναι 550 ευρώ, η αντίστοιχη μηνιαία γήρατος λόγω αναπηρίας θα ήταν 950 ευρώ.
4. Στις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την απασχόληση συνταξιούχων περιλαμβάνεται ρύθμιση σύμφωνα με την οποία για τους απασχολούμενους συνταξιούχους στις 12/5/2016 που συνέχισαν απασχολούμενοι και μετά την ημερομηνία αυτή, ο χρόνος ασφάλισης αξιοποιείται εφόσον προβλεπόταν αξιοποίηση του χρόνου και πριν από την ισχύ του νόμου Κατρούγκαλου. Δημιουργείται, λοιπόν, έτσι κατηγορία απασχολούμενων συνταξιούχων οι οποίοι ενώ κατέβαλλαν εισφορές δεν μπορούν να αξιοποιήσουν συνταξιοδοτικά τον χρόνο ασφάλισης.

